Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

Η άλλη Μεγάλη Παρασκευή Διήγημα στην προσέγγιση του Θεού 17 Απριλίου 2014


Η άλλη Μεγάλη Παρασκευή Διήγημα στην προσέγγιση του Θεού 17 Απριλίου 2014



Βιβλιαράκι καρφίτσας σελ 24


Άρχισε να διαβάζει – ήταν ο Απόστολος – και οι λέξεις πήραν νόημα μέσα του, απέκτησαν χρώμα και μετατράπηκαν σε ζωντανές βαθειά εντυπωσιακές σκηνές, έφευγαν και άγγιζαν το εκκλησίασμα. Ήλθαν στη γλώσσα της αγάπης, του πάθους για λατρεία. Δημιουργήθηκε μια χριστιανική μυστηριακή ατμόσφαιρα, ξέφυγαν οι παρευρισκόμενοι χριστιανοί  από την ξύλινη γλώσσα της αδιάφορης τελετουργίας.



Η Άλλη Μεγάλη Παρασκευή
Διήγημα στην προσέγγιση του Θεού

-Λοιπόν Γιώργο σε περιμένουμε στο χωριό και του χρόνου, τη Μεγάλη Παρασκευή, σε περιμένουμε και του χρόνου………………
Λίγες φωνές αλλά ενθουσιώδεις. Δέκα όλοι και όλοι. Πέντε γυναίκες και τέσσερεις άνδρες πάνω από τα εβδομήντα τους. Όλοι είναι στην ευθεία της προσδόκιμης ηλικίας για τον Παράδεισο. Οι στατιστικές γράφουν προσδόκιμο έτος ζωής για μεν τους άνδρες τα 80 για δε τις γυναίκες τα 84χρόνια.
-Να μας έλθεις Γιώργο στο χωριό και την επόμενη χρονιά τη Μεγάλη Παρασκευή, σε απολαύσαμε στο ψαλτήρι της μικρής μας εκκλησίας, ακούσαμε, ακούσαμε τη ζωή να καλεί……..
Το χωριό είναι κτισμένο σε μια πλαγιά  εκεί ψηλά στον Πελοποννησιακό Ταΰγετο , σε μια του κορυφή, της Τσεμπεριού. Τα βουνά και οι χαράδρες είναι το γεωφυσικό γνώρισμα της γύρω περιοχής, ενώ πάρα δίπλα σε μια ρεματιά είναι και το Μοναστήρι της Καλτεζιάς, στο Μοναστήρι αυτό έγινε η πρώτη ελεύθερη συγκέντρωση των οπλαρχηγών της επανάστασης του 21.
Η μικρή συντροφιά αποχαιρετούσε το Γιώργο και την παρέα του. Ήταν μια Μεγάλη Παρασκευή που πλησιάζει το τέλος της. Το «Θείο κορμί» του Ιησού για άλλη μια φορά τοποθετήθηκε στον τάφο για να  αναστηθεί την τρίτη ημέρα. Ήταν ένας καιρός βροχερός, υγρός με ζωντανό αεράκι, όμως ευχάριστα ανεκτός. Ήταν και τα έρημα σπίτια του χωριού που σου έδιναν την εντύπωση της θλίψης. Ήταν και ο αντικριστός βράχος του Μαλιτσά που σου φώναζε να ζήσεις, να δουλέψεις, να αναγνωρίσεις ότι μετά από το θλιβερό γεγονός του θεϊκού θανάτου έρχεται η δημιουργία , η αγάπη για ζωή.
Όλοι στην συντροφιά έφυγαν με την αναμονή της ανάστασης του «Θείου Κορμιού» , όλοι.

***

Το κινητό του Γιώργου κτυπά σπάνια. Έτσι θέλησε απαρχής ο ίδιος. Συνήθως δεν το σηκώνει αν δεν διαπιστώσει τις προθέσεις αυτού που τον καλεί. Είναι θιασώτης της ζωντανής επικοινωνίας, δεν έχει μεγάλη εκτίμηση στη μακρινή, απόμακρη πολλές φορές ηλεκτρική φωνή, έστω και αν είναι πολύ οικεία. Το σχόλιο, η κριτική, η παρατήρηση έχει μόνο αξία όταν γίνεται ζωντανά, όχι «δια τηλεφώνου». Ο έξυπνος εφευρέτης του, (ο Γκράχαμ Μπελ αν θυμόμαστε καλά), το ανακάλυψε για τις επικίνδυνες ειδήσεις, αυτές που έχουν σχέση με τη ζωή του ανθρώπου, όχι για τις επιπόλαιες, πιθανώς και κριτικές.
-Έλα ρε, θα έλθεις αύριο στο Γραικού, στο γενέθλιο χωριό του μπαμπά; (Ούτε εμπρός, ούτε παρακαλώ, ούτε μπορείς, ούτε είμαι ο τάδε αλλά ………… μια διάλεκτο λιμανιού που είναι οικεία του Θανάση).
-Πότε Θανάση;
-Τη Μεγάλη Παρασκευή. Θα πάρω μαζί τη γυναίκα και την κόρη. Περιμένει και ο Σπύρος.
-Δύσκολα μου βάζεις……. είναι η γυναίκα μαζί σου, είναι η κόρη σου, εγώ τη θέλω στη μέση;
-Που υπάρχει το πρόβλημα; Θα τις πάω στη Μάνη και ύστερα θα γυρίσουμε στο χωριό.
-Με βρίσκεις αναποφάσιστο ……… Η παρέα μεταξύ των ανδρών είναι πιο διαφορετική από αυτή όταν υπάρχει και γυναίκα ………… τη σεβόμαστε τη γυναίκα στη συζήτηση …….. εγώ ……..
-Καλά, καλά, αυτά αλλού. Θα πάρω και τον Σπύρο στο χωριό, να συνεννοηθώ για φαγητό ………
Ήταν μια δύσκολη απόφαση για να πάω μαζί τους. Αυτός είχε τη γυναίκα του με την κόρη του, εγώ θα άφηνα τη γυναίκα μου στο σπίτι …. Τρελά πράγματα, κάποιοι από τους δύο ήταν σε λάθος σκεπτικό. Ο Θανάσης, αν βάλλει κάτι στο μυαλό του δεν μπορεί να το ξεχάσει, να το ξεπεράσει. Κάθε δύο ώρες, ξεκίνησε από  Μεγάλη Τετάρτη, έπαιρνε τηλέφωνο το Γιώργο, να αποσπάσει μια θετική απάντηση. Ήταν ο χαρακτήρας του, σκληρός, αγενής, καλόκαρδος με τον τρόπο του, έπρεπε να τον ήξερες για να μην τον παραξηγήσεις.
-Γιώργο, ο Σπύρος, (πάλι στο κινητό ο διάλογος), μας περιμένει στην Τρίπολη, σε αφήνουμε εκεί μαζί του, και εμείς συνεχίζουμε για τη Μάνη. Σε παίρνουμε από το χωριό στο γυρισμό, εντάξει;
-Δύο λεπτά βιαστικέ (περίμενε ένα «εντάξει» να κλείσει η μεθαυριανή του ημέρα, λες και έπαιζε ρουλέτα μονά-ζυγά.. Έτσι ήταν ο Θανάσης, των άκρων).
-Θα έλθεις  ………….. (και έκλεισε το τηλέφωνο. Ούτε γεια, ούτε αύριο τα λέμε, ούτε είσαι μήπως άρρωστος;
Ήταν Μεγάλη Παρασκευή η επόμενη μέρα, ήταν και ο γενέθλιος τόπος του πατέρα μας, ήταν και ο άσπρος σταυρός με το οστεοφυλάκιό του, εκεί στο μικρό εκκλησάκι του Αγίου Νικόλαου και είπα εκτός τηλεφώνου από μέσα μου το: «Ναι».


Πηγές του Ευρώτα


***

Το Γραικού, το χωριό σε έναν από του δέντρινους λόφους της Τσεμπεριού, κάποτε είχε πενήντα σπίτια που έκαιγαν όλοι οι φούρνοι τους. Ζωντανή παρουσία ανθρώπων και καλλιεργημένης γης. Παντού σιτάρι, στα πιο υγρά εδάφη καλαμπόκι, παντού περιποιημένα τα καρποφόρα δένδρα, οι ελιές, οι αχλαδιές, αυτά που μπορούν να ευδοκιμήσουν σε αυτό το κλίμα. Παιδιά, πολλά παιδιά σε κάθε οικογένεια με τις ανησυχίες τους και τις σκανδαλιές τους. Με παπά στο χωριό και με δάσκαλο. Μεγάλοι άνθρωποι με τις αγάπες τους, τα μίση τους, τις προοδευτικές ιδέες τους. Αυτή η μικρή κοινωνία ζούσε την καθημερινότητά της. Ύστερα ήλθε η μετανάστευση του ΄50 του Κωνσταντίνου Καραμανλή, η τηλεόραση, η lifestyle ζωή που θέλγει. Όλα προτρέπουν, παροτρύνουν για νέους τόπους, νέες περιπέτειες, νέες ατυχίες και νέες ευτυχίες. Ήλθε η ερημιά στο χωριό, η εγκατάλειψη . Τα σπίτια συν τω χρόνω γκρεμίστηκαν, μερικά ευτυχώς διατηρήθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους.
Κάποιοι, που γεννήθηκαν σε αυτή τη μικρή κοινωνία κράτησαν την επαφή με το χωριό, κατεβαίνουν τις γιορταστικές μέρες, τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, τον Δεκαπενταύγουστο τότε που πανηγυρίζει και το χωριό. Θυμούνται με νοσταλγία την τότε καθημερινότητα, το Σχολείο με τα πολλά παιδιά, την Εκκλησία με γεμάτη πιστούς, το μαγαζί με θαμώνες και διάκοσμο του παππά για κρασί καμιά κονσέρβα και συζήτηση.
-Καλώς τον Γιώργο. Τι κάνει η μητέρα σου;
-Καλά, είναι καλά.
-Χαιρόμαστε που είσαι κοντά μας.
-Είναι η γενέθλια γη του πατέρα μου και την τιμούμε εγώ και ο αδελφός μου.
Το μικρό κτίσμα, δύο επί τρία, απέναντι από το Σχολείο και την Εκκλησία, χρησιμοποιείται για στέκι των χωριανών και των επισκεπτών τους. Μάλιστα οι χωριανοί το ονομάζουν «ΚΑΠΙ». Έχει μέσα τηλεόραση, τα χρειαζούμενα για καφέ και ένα τραπέζι με τις καρέκλες του. Στη μια γωνιά του έχει ένα ντιβάνι. Πάντα ένα ντιβάνι είναι απαραίτητο για την τρίτη ηλικία. Δεν λείπει και η εφημερίδα του Δήμου Φαλαισίας. Είναι και  το χωριό ένα διαμέρισμα της ευρύτερης δημαρχιακής περιοχής , έστω με δέκα εν ζωή κατοίκους, ενώ η απογραφή του 2001 έδειξε 61 κατοίκους. Το μικρό κτίσμα δεν μένει ποτέ χωρίς θαμώνες, ιδιαίτερα τις Κυριακές και τις γιορτινές ημέρες. Οι διάλογοι πότε γίνονται ήρεμα, νωχελικά στο ρυθμό της ερημιάς που επικρατεί, πότε με αντιπαραθέσεις.
Ο Γιώργος βρήκε συνομιλητή άξιο, τον Μίμη του Παπά, πρώην καθηγητής, σημερινό συνταξιούχο. Η εφημερίδα έγινε σημείο αναφοράς για συζήτηση. Ήταν και η εκτίμηση της πρώτης αξιολόγησης μεταξύ των συνομιλητών. Ήταν και το θρησκευτικό συναίσθημα επίκαιρο. Η εφημερίδα είχε μία αφιέρωση στην άσκηση της θρησκευτικής πίστης στην Οθωμανική αυτοκρατορία.
-Δεν πιστεύω ότι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ήταν προδότης, (το θέμα ήταν ενδιαφέρον λόγω των ημερών). Είχε την υποχρέωση να προστατέψει το ποίμνιό του. Κάποιες αποφάσεις που πήρε δεν είχαν τη λογική της προδοσίας. Ύστερα πίστευε (και το πιστεύω και εγώ) ότι η επανάσταση του 21 ξεκίνησε πρόωρα. Αυτό δεν είναι μια προδοτική στάση, είναι μια υπεύθυνη ηγετική θέση.
-Μίμη, κάτι παραπλήσιο έγινε και με τους αρματολούς και κλέφτες στην επαναστατημένη Ελλάδα. Πότε συνεργαζόντουσαν με τον Τούρκο, πότε με τον Κολοκοτρώνη και την προσωρινή Ελληνική Κυβέρνηση (Ράγκος, Μπότσαρης, Καραϊσκάκης). Τελικά έκλιναν προς την ελληνική πλευρά, μίλησε μέσα τους η ελληνική ψυχή. (Ήταν μια ανταπάντηση του Γιώργο στον συνομιλητή του).
-Γιώργο, καλά το βλέπεις. Δεν διαφωνούμε. Αν η επανάσταση του 21 ξεκίναγε μετά από πέντε ή και περισσότερα χρόνια, θα είχαμε μια διαφορετική εξέλιξη αυτών των δύο κύριων φυλών, των Ελλήνων και των Τούρκων. Το σχέδιο ήταν να κυριαρχήσουν οι Έλληνες σε όλο το χώρο της Βαλκανικής με πρόσθετο ένα μεγάλο κομμάτι της Μικράς Ασίας, συμπεριλαμβανομένης της Κωνσταντινούπολης. Ο Τούρκος να περιοριζόταν στα ανατολικά, εκεί, δίπλα στους ομοίους του Μουσουλμάνους. Δυστυχώς μας πρόλαβαν οι Νεότουρκοι.
-Μίμη, υπάρχει και αυτή η άποψη, είναι μια άλλη εκτίμηση της όλης τότε κατάστασης. Άλλωστε ένδειξη είναι και ο γνωστός αφορισμός του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄ και άλλοι αφορισμοί που προηγήθηκαν ή ακολούθησαν. Καταλαβαίνω ότι αν έχεις εξουσία στα χέρια πρέπει να διαπραγματεύεσαι. Η πολιτική  εξουσία, η θρησκευτική εξουσία, η πολεμική εξουσία, διαπραγματευόντουσαν και άφησαν στην πορεία καλά αποτελέσματα ή άσχημα κατακάθια ……..
-Γιώργο, σωστά το τοποθετείς, άλλωστε ο απαγχονισμός του Πατριάρχη και άλλων Πατριαρχών και Επισκόπων δείχνει την αλήθεια. Όλος ο κλήρος ήταν με το μέρος της επαναστατημένης Ελλάδας και των επαναστατημένων Ελλήνων. Θέλω κάτι να γράψω για αυτό ………με ανησυχεί το φαινόμενο  ……… ύστερα ο μουσουλμανισμός έχει εισβάλλει δυνατός στο χώρο της Ευρώπης και ιδιαίτερα της Ελλάδας.
-Έχεις δίκιο Μίμη, οι μουσουλμάνοι κάνουν πολλά παιδιά, έχουν πολυπληθείς οικογένειες, εμείς οι Έλληνες χριστιανοί περιοριζόμεθα στα ένα, βία στα δύο παιδιά. Είναι στην επικαιρότητα σήμερα και οι μονογονεϊκές οικογένειες. Δύσκολα αινίγματα, άγνωστο πως θα λυθούν ……..
-Γιώργο, (ο Μίμης κοιτάζει το ρολόι του), πέρασε η ώρα συζητώντας. Μου άρεσε η κουβέντα σου, θα φύγω, σε περιμένω όμως στις πέντε η ώρα για τον Επιτάφιο, Μεγάλη Παρασκευή σήμερα, τότε θα έλθει ο παπάς, θα είναι  και  ο καλός μας φίλος Τάσος, θα συνεχίσουμε τη συζήτηση.
***
Ο Σπύρος είχε μεγαλύτερο δέσιμο με το χωριό. Το Γραικού ήταν ο γενέθλιος τόπος του. Έζησε τα πρώτα χρόνια εκεί, δίπλα στη μάνα του, δίπλα στο δάσκαλο και στον παππά. Γνώριζε και τον πατέρα του όταν αυτός ερχόταν σαν επισκέπτης στο χωριό. Δούλευε ο τελευταίος στην Πρωτεύουσα. Τα γεννήματα ήταν λίγα για την οικογένεια, το λαδί ακόμα λιγότερο, δεν γέμιζε ούτε δύο ντενεκέδες το εμπορίου. Η δουλειά στην Πρωτεύουσα ήταν διέξοδος και για τον Σπύρο. Μετά το Δημοτικό Σχολείο μετανάστευσε και αυτός, σαν μικρός που ήταν, στους τόπους δουλειάς.
Στα μεγάλα του χρόνια ο Σπύρος, συνταξιούχος πια, ξαναγύρισε στο πατρικό του σπίτι στου Γραικού. Ήταν και αυτό μια εκπλήρωση συνειδητής ανάγκης. Όλα έχουν τον κύκλο τους και ο κύκλος έχει κοινό σημείο αρχής και τέλους.
-Λοιπόν Σπύρο (λέει ο Γιώργος), πάλι βρισκόμαστε στο χωριό.
-Πάλι Γιώργο, πάλι. Να φτιάξω κάτι να φάμε;
 -Σαν τι Σπύρο; (και τον κοιτάζει στα μάτια, ξέρει τι θα πει).
-Λοιπόν Γιώργο, κόβω δύο πατάτες, έχει ένα κολοκυθάκι και φτιάχνω «γιαχνί πατάτες».
-Ήταν η εποχή Σπύρο, που εγώ μικρούλης, μικρότερος από εσένα εξάχρονος, έτρωγα «γιαχνί πατάτες», δικές σου. Τις απολάμβανα ενώ της μάνα μου ήταν  ………………….. βλέπεις το ξένο είναι και γλυκό και ας μην είναι με συνταγή. Είναι αλήθεια ότι με «κυνηγάει» αυτό το φαγητό σε όλη τη διαδρομή της ζωής μου. Τα παιδιά μου δεν θέλουν ούτε να το δουν στο τραπέζι. Η οικονομική μου καλή κατάσταση δεν επέτρεπε τέτοια «φτωχικά» πιάτα για φαγητό της οικογένειας. Εύρισκα τρόπους θύμησης και απόλαυσης της «γιαχνί πατάτας», πότε σε μαγαζί χωριού, πότε μο τις θύμιζε ο φίλος μου ο Παύλος.
-Είμαστε τότε παιδιά Γιώργο, παιδιά ……. Απόλαυσε το ψωμί, το κρασάκι, την ντομάτα.
-Ναι, γυρνάω στην παιδική μου ηλικία, στις γλυκές «γιαχνί πατάτες», στις μικρές παιδικές χαρές της αυλής του Πειραιά. Είναι Μεγάλη Παρασκευή και η απέραντη ερημιά του χωριού ενώνεται με την απέραντη αγκαλιά της Μεγάλης Παρασκευής της χριστιανοσύνης. Μπράβο μας.


***
Το μήνυμα της Χριστιανοσύνης είναι πρωτίστως χαρούμενο. Είναι Μεγάλη Παρασκευή, ενταφιάζεται ο ιδρυτής Χριστός και αναμένεται η προειδοποιημένη Ανάσταση.
Ο παπάς, ένα είδος παλαιού γυρολόγου -πραγματευτή που δεν πουλάει μυρωδικά και πολύχρωμα υφάσματα, αλλά λόγια αγάπης και ελπίδας, έφτασε στο χωριό. Ο παππάς, νεαρός σε ηλικία, με κούρεμα της δεκαετίας του ΄60 και ένα μικρό καλοψαλιδισμένο μούσι. Το ρωμαλέο κορμί μέσα στα απλά ράσα δίνει τον τόνο της ανεξαρτησίας των κληρικών από τον κλειστό μυστηριακό χώρο της εκκλησίας. Οι χριστιανοί μπήκαν στην εκκλησία. Το ράσο, οι εικόνες, η σιωπή δημιούργήσαν την κατάλληλη ατμόσφαιρα.
-Γιώργο έλα στο στασίδι, θα ψάλλουμε μαζί μου (λέει  ψιθυριστά ο Μίμης. Ήταν όπως φάνηκε αργότερα πολύ καλός ψάλτης και γνώριζε όλη τη διαδικασία του χριστιανικού επιτάφιου).
-Μα ……………… Μίμη δεν έχω γνώσεις, δεν έχω καμία πείρα, δεν ………………… (ένας δισταγμός κατανοητός).
-Έλα σου λέω, ο παππούλης σου, ο γέρο- Γιώργης ήταν πολύ καλός ψάλτης.
-Δεν θα τα καταφέρω και ……………… αυτός ήταν …………….. εγώ δεν ……..
-Θα βοηθήσω εγώ, έλα ………. (Επέμενε ο Μίμης).
Μόνο ένας κακόπιστος θα αρνιόταν μια τέτοια παρότρυνση. Οι Χριστιανοί στην εκκλησία μετριόντουσαν στα δάκτυλα. Πόσο απροσάρμοστος, ξένος, θα ήταν ο Γιώργος;
Ο Γιώργος γύρισε στο παρελθόν του. Είχε πολλές δεκαετίες να πάει στην εκκλησία. Δεν αποδεχόταν συνειδητά τις ρηχές τελετές του Χριστιανισμού. Τότε που ήταν παιδί, η μάνα του αφού του έδινε μια δραχμή για κουλούρι, τον έστελνε στην εκκλησία. Δεν πήγαινε ποτέ στο εσωτερικό. Αυτή τη λογική ακολούθησε μεγαλώνοντας. Μια, δύο, έξη δεκαετίες έξω από την τελετή του Χριστιανισμού. Όχι πως δεν πίστευε στις αλήθειες του Χριστιανισμού, αντίθετα το «αγαπάτε αλλήλους», «μη βλάψεις το διπλανό σου», « προσδοκία μιας μεταθανάτιας ζωής» αχνοφαινόταν στη σκέψη του. Τα Χριστιανικά ευαγγέλια είχαν πολλές αλήθειες. Πως μπορούσε να τις απορρίψει; Υπήρχαν και δογματικές θέσεις εκεί αντιστεκόταν. Κάποτε ένας γνωστός τρίτης ηλικίας τον ρώτησε : «Γιατί δεν έρχεσαι στην εκκλησία;» Η απάντησή του ήταν αυθόρμητη: «Μα εκκλησία είμαι ο ίδιος». Η απάντηση του δεν ήταν εγωιστική, ήταν η αδυναμία του να κατανοήσει το όφελος της τελετουργικής πλευρά της εκκλησίας για τον εαυτό του.
Είχε προ ολίγου επισκεφθεί και το χώρο που ήταν θαμμένα τα οστά τον πατέρα του, με τον μικρό λευκό μαρμάρινο σταυρό. Ήταν ένας ανηφορικός τσιμενταρισμένος δρόμος όλο στροφές,. Η ανηφόρα και η αντίστροφη κατηφόρα, ξεπέρναγε τη γωνιά των 35ο μοιρών. Ξεκίνησε από την πλατεία του χωριού, τον γνώριζε από άλλες Μεγάλες Παρασκευές το δρόμο, κατηφορίζοντας και θαυμάζοντας τη ρεματιά που απλωνόταν μπροστά του. Το ανεπαίσθητο ανεμοβρόχι κτύπαγε ευχάριστα στο πρόσωπό του, στο πουκάμισο του στήθους του, στα γυμνά χέρια του. Θαύμαζε και κατηφόριζε. Είδε από μακριά τη σκεπή του Αγίου Νικολάου και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στην έννοια «πατέρας».
Πέρασε με πολλή δυσκολία μια μικρή έκταση από νερό, μια μικρή λασποθάλασσα. Εκεί στα πέντε μέτρα ανέβλυζε καθαρό νερό που δεν έχει περιορισθεί σε κατάλληλο ρυάκι, ίσως για να ποτίσει κάποιο καρποφόρο δένδρο παρακάτω. Μια άλλη ένδειξη της εγκατάλειψης του χωριού. Μάζεψε μερικά αγριολούλουδα διαφόρων χρωμάτων, είναι και ο αριθμός των ευχών σαν προσευχή και τα απόθεσε μπροστά στις λέξεις Κωνσταντίνος Γιωγγαράς 1912, γραμμένες στο μαρμάρινο μικρό σταυρό.
Μίλησε δυνατά, δεν υπήρχε φόβος να ακουστεί, γύρω του ήταν ερημιά, πρωτόγονη ερημιά,. Ήταν λέξεις και φράσεις που αφορούσαν τον ίδιο και τον πατέρα του, κανέναν άλλο. Έτσι πάντα κουβέντιαζαν οι δύο τους, για αξιοπρέπεια, για πρόοδο, για οικογένεια.
Ενώ προχωρούσε προς το στασίδι, ενδίδοντας στα κάλεσμα  του Μίμη, σκεφτόταν τον πατέρα του που αφηγούταν σε γνωστούς στον Πειραιά, με μεγάλη ικανοποίηση, ότι διάβασε στην εκκλησία του χωριού τον «Απόστολο». Μήπως βρισκόταν στα αχνάρια του;
Το τελετουργικό, όσες φορές ο Γιώργος έμπαινε στην εκκλησία, το παρατηρούσε από έξω, ήταν ένας ακροατής, ένα θεατής, τώρα  παρουσίαζε μαζί με άλλους το τελετουργικό, ήταν δημιουργός, αυτό τον ευχαριστούσε.
Ο Μίμης έδειχνε συνέχεια τους ψαλμούς στα βιβλία επάνω στο στασίδι, καθοδηγούσε. Ήταν πράγματι γνώστης τςη εκκλησιαστικής διαδικασίας. Ο Γιώργος, ο Τάσος, ο νεαρός άνδρας, όλοι διάβαζαν σε βυζαντινό ρυθμό, έψελναν. Ήλθε και η ώρα των πιο ωραίων στίχων της εκκλησιαστικής τελετουργίας, γνωστούς σε όλους: Αι γενεαί πάσαι ……………. Ω γλυκύ μου έαρ.

[Αι γενεαί πάσαι, ύμνον τη Ταφή Σου, προσφέρουσι Χριστέ μου.
Καθελών του ξύλου, ο Αριμαθείας, εν τάφω Σε κηδεύει.
Μυροφόροι ήλθον, μύρα σοι, Χριστέ μου, κομίζουσαι προφρόνως.
Δεύρο πάσα κτίσις, ύμνους εξοδίους, προσοίωμεν τω Κτίστη.
Ούς έθρεψε το μάννα, εκίνησαν την πτέρναν, κατά του ευεργέτου.
Ιωσήφ κηδεύει, συν τω Νικοδήμω, νεκροπρεπώς τον Κτίστην.


Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;
Υιέ Θεού παντάναξ, Θεέ μου πλαστουργέ μου, πώς πάθος κατεδέξω;
Έρραναν τον τάφον αι Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι.
Ω Τριάς Θεέ μου, Πατήρ Υιός και Πνεύμα, ελέησον τον κόσμον.
Ιδείν την του Υιού σου, Ανάστασιν, Παρθένε, αξίωσον σους δούλους].
Ο Μίμης κάποια στιγμή έδωσε στο Γιώργο ένα μικρό σε σχήμα βιβλίο και του είπε : «Διάβασε». Ήταν μια καινούργια ανατροπή στη διαδικασία, βοήθαγε μόνο τους τρεις που αποτελούσαν ένα σύνολο, τώρα έπρεπε να ακουστεί μόνος του, έπρεπε να συγκεντρωθεί να διαβάσει ……………..
Θυμόταν την αδυναμία να διαβάσει σε ακροατήρια  στα μαθητικά του χρόνια, όμως ξαφνικά το ξεπέρασε.  Άρχισε να διαβάζει – ήταν ο Απόστολος – και οι λέξεις πήραν νόημα μέσα του, απέκτησαν χρώμα και μετατράπηκαν σε ζωντανές βαθειά εντυπωσιακές σκηνές, έφευγαν και άγγιζαν το εκκλησίασμα. Ήλθαν στη γλώσσα της αγάπης, του πάθους για λατρεία. Δημιουργήθηκε μια χριστιανική μυστηριακή ατμόσφαιρα, ξέφυγαν οι παρευρισκόμενοι χριστιανοί  από την ξύλινη γλώσσα της αδιάφορης τελετουργίας.
Συνεχίστηκε η ψαλμωδία, ακολούθησε ακόμα ένα νέο διάβασμα και ήλθε το Πάτερ Ημών ….. το τέλος του εκκλησιάσματος.
Τα λίγα άτομα της εκκλησίας πλησίασαν το Γιώργο να τον συγχαρούν και σε αυτή την χριστιανική εκδήλωση. Ένιωσαν ότι ήταν δικός τους, καταδικός τους και ας ήταν μακριά, εκεί πέρα στην Πρωτεύουσα. Είπαν λόγια από καρδιάς, λόγια ενθουσιασμού για τη συμμετοχή του στο τελετουργικό της μοναδικής Μεγάλης Παρασκευής.
Ήταν μια άλλη Μεγάλη Παρασκευή για το Γιώργο, βρέθηκε πιο κοντά στο θείο δράμα του Χριστού. Ήθελε πάντα να βρίσκεται πιο κοντά στην κάθε μορφή εξουσίας. Έβρισκε μια άλλου είδους αλήθεια εκεί. Έβρισκε την αλήθεια τη δική του, όχι των τρίτων.
Η ώρα της επιστροφής πλησίαζε. Ο Θανάσης είχε κάνει τη διαδρομή του  μέχρι τη Μάνη. Είχε περάσει και από το Μοναστήρι της Παναγιάς, το γνωστό «Αμπελάκι». Βέβαια δεν ξέχασε τον μικρό άσπρο σταυρό που έγραφε Κωνσταντίνος Γιωγγαράς 1912, ήταν η δική του μυστική συνομιλία με τον πατέρα του, χωρίς επιχειρήματα, με μια αφοπλιστική διάθεση.
Απρίλιος 2012
Λέξεις 2.913

Σημ: Οποιαδήποτε ομοιότητα με την πραγματικότητα είναι εντελώς συμπτωματική

Πίνακας Νο 2 Διηγήματα με περιβάλλον Εκκλησιαστικό, Θρησκευτικό και πίστης στο Θεό, 16 Απριλίου 2014 

Διηγήματα
Αναρτήσεις
* Η άλλη Μεγάλη Παρασκευή Διήγημα στην προσέγγιση του Θεού
17 Απριλίου 2014
* Προσκύνημα στη Μονή Καλτεζάς, Οδοιπορικό
18 Απριλίου 2014
* Η Παναγία της Τήνου στη σκέψη μου Και σε Μεσίτριαν έχω προς τον φιλάνθρωπον Θεόν
19 Απριλίου 2014
* Η Παναγιά της Ροδιάς των παιδικών χρόνων Το εκκλησάκι του Αμβρακικού
20 Απριλίου 2014
* Προσκύνημα στο Άγιο Όρος Κάθε στιγμή ο θεός δείχνει το παρόν του
21 Απριλίου  2014






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου