Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

Χρυσή Βέρα Περίσσευμα Διήγημα με ανθρώπους των Τελωνείων 10Απριλίου 2014


Χρυσή Βέρα Περίσσευμα Διήγημα με ανθρώπους των Τελωνείων 10 Απριλίου 2014





                                                                                    Βιβλιαράκι καρφίτσας σελ 28



        
Οι τελωνειακές διαδικασίες έχουν ένα υπαρκτό μειονέκτημα. Αν δεν τις αγαπήσεις, δεν αφοσιωθείς σ΄ αυτές, σε εγκαταλείπουν, σε δυσκολεύουν σε εκτροχιάζουν. Είναι αλήθεια ότι ξεχνάς ζητήματα οικογενειακά, κοινωνικά, ερωτικά, θρησκευτικά ακόμα  και υγείας.




Χρυσή Βέρα περίσσευμα

Διήγημα με ανθρώπους των Τελωνείων


 Ο Γήσης Κομμωτής είχε πάρει την κατηφόρα της Τσαμαδού, από το ύψος της Βασ. Κωνσταντίνου, με προορισμό το «Ζ» όγδοο Τελωνείο Πειραιά, στο 3Ντοκ. Συνήθιζε να παίρνει αυτόν τον κεντρικό δρόμο του Πειραιά για να πηγαίνει στη δουλειά του. Ξεκίναγε μια καινούργια επαγγελματική ημέρα γι αυτόν. Ήταν πάντα προσεκτικός στις κινήσεις του και στην περισυλλογή των επαγγελματικών του προβλημάτων. Σαν εκτελωνιστής μιας δεκαπενταετίας, γνώριζε, ότι η αμέλεια για κάθε καινούργιο που θα παρουσιαζόταν  στη διαδικασία της δουλειάς του, θα του προξενούσε ταραχή και συγκίνηση και πιθανώς ζημιά.
Είχε μέσα στη μεγάλη βαριά τσάντα του, όλα όσα χρειαζότανε για την διαπεραίωση ενός εκτελωνισμού. Σε μια θήκη μέσα σε πλαστικό τις εξουσιοδοτήσεις των πελατών του, σε μια άλλη θήκη λευκά χαρτιά για την ανάγκη σύνταξης μιας απρόβλεπτης αίτησης, σε ένα φάκελο αλληλογραφίας είχε τα απαραίτητα καρμπόν Pelikan. Ήταν σε όλα οργανωμένος, τακτικός, προβλεπτικός. Σε μια ιδιαίτερη θήκη της τσάντας υπήρχαν: οι διασαφήσεις των εφοδίων που θα ολοκλήρωνε εκείνη την ημέρα. Στη διπλανή θήκη είχε τα συναλλαγματικά έγγραφα που του παρέδωσε, αργά χθες το βράδυ, ο πελάτης Τριμόπουλος ΕΠΕ. Δεν τα άφησε στο γραφείο, γιατί προσδοκούσε σε μια ανάπαυλα δουλειάς, να τα «διαβάσει», να προετοιμαστεί για τον καινούργιο εκτελωνισμό.
Στη μικρή θήκη, ραμμένη επιπρόσθετα στην τσάντα, είχε το μπλοκάκι του, ένα τόσο δα μικρούλη τεφτέρι. Εκεί σημείωνε κάθε έξοδο που έκανε στη διαδρομή ενός εκτελωνισμού. Έδωσε 5 δραχμές για «βεβαίωση», 10 δραχμές για «καταχώρηση» της διασάφησης, και συνέχιζε με τα διάφορα μικροέξοδα. Ένα μικρό μολυβάκι βοήθαγε στην καταγραφή. Η καταγραφή των μικροεξόδων συγκρινόμενο με το υπόλοιπο των χρημάτων που είχε στην τσέπη του, του έδιναν το «σωστό ταμείο» της κάθε ημέρας.
Περίεργος, λεπτολόγος, ένας άνθρωπος που έκανε τα μικροέξοδα να του μιλάνε. Τα πίεζε από εδώ, μεγάλωνε το μέγεθος της γραφής τους, στρογγύλευε τις ουρίτσες, τα λογάριαζε από εκεί, τα αυξομείωνε για την αληθινή τους καταγραφή. Ώρες ολόκληρες τα ανίχνευε από το χρόνο που πέρασε. Το μικρό μολυβάκι πηγαινοερχόταν από τα ακροδάχτυλα του δεξιού χεριού, στα χείλια του. Ένδειξη … βαθιάς μνημοσύνης.  Είναι αλήθεια ότι των έτρεμαν …
Ο Γήσης Κομμωτής πέρασε την Εθνικής Αντιστάσεως, τον άλλο κεντρικό δρόμο του Πειραιά, και αντικριστά παρουσιάστηκε ο Ηλεκτρικός Σταθμός. Κάποια στιγμή κοίταξε το δεξί του χέρι. Με αυτό κρατούσε, την ομολογουμένως βαριά τσάντα του. Μόλις στο μυαλό του είχε τελειώσει με τον πόλεμο των μικροεξόδων του, τού μπήκε πλέον η ιδέα της τακτοποίησης της χρυσής βέρα του, της χρυσής βέρας που επισφράγισε το γάμο του με τη Φένια. Έπρεπε, με κάποιο τρόπο, να τακτοποιήσει και αυτή την εκκρεμότητα. Δεν έπρεπε να ξεχάσει να βγάλει τη χρυσή βέρα από το δάκτυλό του όταν θα ανέβαινε στο αυτοκινητάκι των Εκτελωνιστών. Είχε περιπέτειες, σκεφτόταν, η χρυσή βέρα του. Στο κοντινό παρελθόν είχε μαγκώσει, ήταν άραγε καταραμένη, σε μια συρμάτινη προεξοχή, στη λαβή, στο αυτοκινητάκι και παρά λίγο να σκοτωθεί. Ευτυχώς οι φωνές σταμάτησαν τον οδηγό και δεν έγινε αποκοπή του παράμεσου δάκτυλού του.
Το αυτοκινητάκι των Εκτελωνιστών, με αυτό το όνομα αναγνωριζόταν στο λεξιλόγιο των Εκτελωνιστών, ήταν ένα φορτηγάκι τριών τετάρτων, μάρκας απροσδιόριστης, που κανένας δεν ήξερε και  κανέναν δεν ενδιέφερε. Είχε μια σκάλα σιδερένια στην πίσω πλευρά του, με δύο ξύλινους πάγκους στα πλάγια της καρότσας και την κλασική πάνινη τέντα που την σκέπαζε. Το θρυλικό αυτοκινητάκι των Εκτελωνιστών έκανε διαδρομές συνέχεια από το 5ο και 6ο υπόστεγο, στην είσοδο του Αγίου Διονυσίου του ΟΛΠ στον Πειραιά, μέχρι το Όγδοο Τελωνείο. Ρολάριζε για να σταματήσει κατά μήκος του 5ου, 4ου, 3ου Λιμενικού Υπόστεγου, γύρναγε κυκλικά τις δεξαμενές του ΟΛΠ, και συνέχισε το δρομολόγιο, αφήνοντας στην αριστερή άκρη την Πέτρινη Αποθήκη, το 4ο Μεταλλικό Υπόστεγο, την Τετραώροφη, το 2ο Μεταλλικό, για να καταλήξει στο Όγδοο «Ζ’» Τελωνείο Εισαγωγής Πειραιά. Η χρησιμότητά του ήταν ανυπολόγιστη. Σ΄ αυτό το στριμωγμένο περιβάλλον από εμπορεύματα, κτίρια και φορτηγά αυτοκίνητα, ήταν αδιανόητο να λειτουργήσει το ΙΧ αυτοκίνητο.
Κοίταξε με περιέργεια για δεύτερη φορά τη χρυσή βέρα του, σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά, αν και δεν την αποχωρίστηκε τα τελευταία δέκα πέντε χρόνια, μετά το γάμο του, με τη Φένια: «Δεν πρέπει να μην ξεχάσω να τη βγάλω και να τη βάλω στην τσέπη μου» μουρμούρισε. Πάλι και πάλι έκανε την ίδια σκέψη για τη χρυσή βέρα του. Κάποια στιγμή έκανε κάποιες διορθωτικές κινήσεις και η βέρα βρέθηκε έξω από τον παράμεσο δάκτυλό του, στο κατάλληλο ύψος για να διαβάσει την εσωτερική επιγραφή της <Φένια Κομμωτή 1975>. Έμεινε με αυτή τη σκέψη για λίγο. Τα πόδια του, χωρίς να το καταλάβει, κινιόντουσαν με ρομποτική διάθεση. Βημάτιζε τον πεζόδρομο μπροστά από την κύρια είσοδο του Ηλεκτρικού Σταθμού.
Κοίταξε μπροστά το αγαπημένο του λιμάνι. Πιο πέρα άρχιζαν τα υπόστεγα που βρισκόντουσαν αποθηκευμένα τα εμπορεύματα. Είχε περάσει το μεγαλύτερο χρόνο της ημέρας σε αυτή την περιοχή, δεκαπέντε τόσα χρόνια, ήλπιζε να περάσει και άλλα τόσα μέχρι να συνταξιοδοτηθεί.
Το μυαλό του ξέφυγε για λίγο από την πραγματικότητα: «Και άλλες φορές έβγαλα τη χρυσή βέρα από το χέρι μου» συλλογίστηκε. Ήταν, σκέφτηκε, ερωτικές πονηρές στιγμές. Ήθελε να ένιωθε ελεύθερος, πέρα από τη συμβατική οικογενειακή ζωή. Να νιώσει ελεύθερο πουλί. Να γευτεί ακόμα μια φορά τον έρωτα των νεανικών του χρόνων, τότε που κυριαρχούσε η αναμελιά και το ξενύχτι. Συνέβαινε μερικές φορές να παρεκτρέπεται από τη συζυγική εστία, με μια παράπλευρη σχέση, έτσι για γαρνιτούρα στα λουκούλλεια γεύματα του έρωτα με τη νόμιμη γυναίκα του. Ήθελε να γυρνά χωρίς φανερές ετικέτες ελεύθερος. Την παράπλευρη σχέση την πλήρωνε βέβαια κάθε φορά η βέρα του, την έκρυβε στο μικρό μπροστινό τσεπάκι του παντελονιού του, την έκρυβε σε μια θήκη στο πορτοφόλι του, την έκρυβε στη εσωτερική τσέπη του σακακιού του.


Την παράπλευρη σχέση την πλήρωνε βέβαια κάθε φορά η βέρα του, την έκρυβε στο μικρό μπροστινό τσεπάκι του παντελονιού του, την έκρυβε σε μια θήκη στο πορτοφόλι του, την έκρυβε στη εσωτερική τσέπη του σακακιού του.


Πολλές φορές αναλογιζόταν τη γενναία κίνηση, έτσι του φαινόταν, που αποφασιστικά έκανε ο φίλος του ο Κώστας. Είχε δώσει τη δική του βέρα, την ίδια στιγμή στη μελλοντική του γυναίκα, τη Στάσα, μισή ώρα μετά την τελετή της ανταλλαγής των δακτυλιδιών. Οι δύο οικογένειες επιτέλεσαν την παραδοσιακή τελετή, «Πέρασαν δακτυλίδια» και επισημοποίησαν τη σχέση των δύο νέων ανθρώπων. Για τον Κώστα <Βέρες και τα τοιαύτα> είχαν μόνο τυπική ισχύ, όχι ουσιαστική.
Θυμάται ο Γήσης Κομμωτής το περιστατικό, όπως του το διηγήθηκε. Ήταν τόσο πονεμένο το θέμα που ο Γήσης έμαθε απέξω κάθε λέξη που χρησιμοποίησε, στη διήγηση του ο Κώστας. Μακάρι να μπορούσε να το έκανε και αυτός. Η γυναίκα του, η Φένια ήταν απόλυτη στη διατήρηση της χρυσής βέρας στο δάκτυλο του χεριού. Ξεστόμιζε φράσεις σκληρές «Δεν με υπολογίζεις!!!», «Ντρέπεσαι για εμένα», «Θέλεις να γυρνάς με άλλες γυναίκες!!!», «Κακομοίρη μου και να το μάθω …». Θλιμμένες αναμνήσεις που συνέχεια τον βασάνιζαν περιστασιακά για δέκα πέντε τόσα χρόνια.
Είχε φτάσει ο Γήσης στην πύλη του Αγίου Διονυσίου του ΟΛΠ. Στεκόταν στη συνηθισμένη θέση μαζί με τρεις, τέσσερις άλλους συναδέλφους του. Περίμεναν το θρυλικό αυτοκινητάκι των Εκτελωνιστών να περάσει. Έκανε την κίνηση, που για καιρό τού είχε γίνει συνήθεια. Έβγαλε τη βέρα του, ενώ στάθμευε το αυτοκινητάκι και επιχείρησε να τη σιγουρέψει σε μια από τις στέπες του.





***





Μεγάλη και δύσκολη η διαδικασία του εκτελωνισμού ενός εμπορεύματος που εισάγεται από το εξωτερικό. Μεγάλη και δύσκολη η συγκέντρωση τόσων και τόσων υπογραφών που σημαίνουν <έχει καλώς>, είτε για την άφιξη του, είτε για την ύπαρξη ή όχι αβαρίας του, είτε για τους συνεχείς ελέγχους των τελωνειακών ελεγκτών, είτε για τη πληρωμή των δασμών και λοιπών φόρων, είτε για την καταμέτρηση της εξόδου του από τις αποθήκες.
Μέσα στο λαβύρινθο αυτών των διαδικασιών, ο Γήσης έκανε έξυπνους ελιγμούς και πάντα πετύχαινε τους στόχους του. Ήταν ένας εκτελωνιστής που ζούσε το χώρο του και το επάγγελμα. Λίγε φορές εκνευριζόταν στην πορεία της ημέρας. Τηρούσε μια γρηγοράδα και μια ηρεμία σε σωστές αναλογίες. Οι τελωνειακές διαδικασίες έχουν ένα υπαρκτό μειονέκτημα. Αν δεν τις αγαπήσεις, δεν αφοσιωθείς σ΄ αυτές, σε εγκαταλείπουν, σε δυσκολεύουν σε εκτροχιάζουν. Είναι αλήθεια ότι ξεχνάς ζητήματα οικογενειακά, κοινωνικά, ερωτικά, θρησκευτικά ακόμα  και υγείας. Αν ρωτήσεις έναν εκτελωνιστή: «είσαι χριστιανός ή βουδιστής;» θα σε κοιτάξει με απορία, και θα προσπαθήσει να ξεφύγει από το στενό κλοιό επιρροής των τελωνειακών διαδικασιών για να σου απαντήσει.
Οι Εκτελωνιστές συμπάσχουν με την πορεία των τελωνειακών διατυπώσεων. Βρίσκονται σε σχεδόν ερωτικό εναγκαλισμό με τις τελωνειακές διαδικασίες. Υπάρχει μια μεγάλη μαγεία που πηγάζει από τις τελωνειακές διαδικασίες και αγκιστρώνεται στους εκτελωνιστές. Πόσα παραδείγματα δεν παρουσιάζονται καθημερινά; Ο Χριστόφορος έχει μανία συλλογής με τη διήγηση των «τελωνειακών παθών».

        
Οι τελωνειακές διαδικασίες έχουν ένα υπαρκτό μειονέκτημα. Αν δεν τις αγαπήσεις, δεν αφοσιωθείς σ΄ αυτές, σε εγκαταλείπουν, σε δυσκολεύουν σε εκτροχιάζουν. Είναι αλήθεια ότι ξεχνάς ζητήματα οικογενειακά, κοινωνικά, ερωτικά, θρησκευτικά ακόμα  και υγείας.


«Να σου πω τα καινούργια» λέει κάθε φορά, χωρίς να περιμένει. Είναι το χόμπι του. Διηγιέται στο Γήση περιστατικά εναγκαλισμού και γελάνε με νόημα. Η σκηνή στο Γ΄ Τελωνείο Εξαγωγής Πειραιά, στο Ικόνιο. Η μεγάλη αίθουσα των γραφείων του Τελωνείου είναι γεμάτη βιαστικό κόσμο. Όλοι έχουν κάποια δουλειά. Ο Χριστόφορος συζητά με συναδέλφους, απολαμβάνοντας τον κερασμένο καφέ του. Η κουβέντα γυρνά από θέμα σε θέμα και καταλήγει στον αδελφό του. Δεν τον αφήνουν να τους διηγηθεί νέες περιπέτειες «τελωνειακών παθών». 
 «Τι κάνει ο Θανάσης;» τον ρωτούν. «Ακούω ότι είναι καλά» απαντά ο Χριστόφορος. «Γιατί; Τι συμβαίνει; Ψυχράθηκαν οι σχέσεις σας;». «Όχι βέβαια, έχω να τον δω τρεις, τέσσερις εβδομάδες. Συμβαίνουν αυτά. Απλά δεν έτυχε …»


«Άδειασα τις τσέπες μου» λέει ο ελεγκτής «και είδα πάλι τις αμαρτίες μου. Αυτό κάνω καθημερινά. Υποκύπτω στην αδυναμία μου. Σήμερα βρήκα μία δεκάρα του Γεωργίου του Α΄, κοπής του 1870, ένα κέρμα του ΟΤΕ, ένα προφυλακτικό σε σχήμα νομίσματος με την προτροπή «άντε γ………….». Αυτές είναι οι αμαρτίες μου ……… το γρηγορόσημο».


«Νάτος ο Θανάσης, τώρα μπαίνει στη αίθουσα» παρατηρεί ένας από τους συναδέλφους εκτελωνιστές.
«Θανάση, Θανάση!!!»
Η φωνή ήταν δυνατή, έντονη, απαιτητική. Ο Θανάσης ούτε καν γύρισε το κεφάλι του να χαιρετήσει, να σταθεί, να πει μια λέξη και συνέχισε το δρόμο του. Ήταν υπό την επήρεια των τελωνειακών διαδικασιών. Ο Χριστόφορος επενέβη αμέσως, «Αφήστε τον είναι σε τροχιά δουλειάς ……….δεν πρόκειται να σας απαντήσει, ίσως αργότερα …μετά …είμαι όμως σίγουρος, θα σας καλοδεχθεί».
«Μπράβο Θανάση αδιαφορία; Μπράβο;»
«Να το παράδειγμα του εναγκαλισμού ατόφιο μπροστά σας, κύριοι !!!» λέει ο Χριστόφορος και περιμένει αντιδράσεις.
Δύο μόνο ανάγκες υπάρχουν και υποχρεώνουν τον Εκτελωνιστή, όταν βρίσκεται κάτω από την επήρεια της τελωνειακής διαδικασίας: η φυσική ανάγκη του σώματος και η ενστικτώδη ανεξέλεγκτη ερωτική ανάγκη. Το ερωτικό του ένστικτο, ο Γήσης, το άφηνε ανεξέλικτο. Στο πρώτο θηλυκό κορμί που συναντούσε επαναστατούσε. Η πρώτη περίεργη αμφίεση γυναίκας, θα γινόταν αντικείμενο παρατήρησης. Το σεξικό σκίρτημα ήταν θέμα στις παρέες του. Ένδειξη ερωτικού σφρίγους και υπερηφάνειας.
Η χρυσή βέρα του Γήση είχε πάρει το σωστό προορισμό, κρύφτηκε από τις συμβατικές της εμφανίσεις και περίμενε …….. περίμενε να ξαναπαίξει το ρόλο της συζυγικής αρμονίας και της οικογενειακής συνοχής.



***

«Καλημέρα κύριε Ελεγκτά»
«Καλημέρα κύριε Κομμωτή»
Ο Γήσης ενεχυρίασε στον τελωνειακό ελεγκτή τη διασάφηση με τα πλαστικά και ξεκίνησε ο διάλογος του τελωνισμού. Επιδίωκε να τελειώσει γρήγορα -γρήγορα. Είχε τυπικά προβλήματα με αυτή τη διασάφηση. Δεν ήθελε να αφήσει τον ελεγκτή να επιμένει στον έλεγχο, δεν ήθελε να καθυστερήσει την παραλαβή. Όχι ότι επιθυμούσε να πείσει τον ελεγκτή να περάσει κάτι παράνομα, αλλά τα γρανάζια της γραφειοκρατικής διαδικασίας μπορούσαν να σταματήσουν κάθε εξέλιξη. Άγνωστες οι προεκτάσεις αυτού του λαβύρινθου. Ήθελε σήμερα ταχύτητα, ο πελάτης πάντα δύστροπος, τον περίμενε.
Φαίνεται ότι ο ελεγκτής, παρά την αναπτυγμένη του εμπειρία και διεισδυτικότητα, δεν είχε αντίρρηση στη δασμολογική κλάση και στον ποσοτικό έλεγχο του εμπορεύματος. Έτσι έφθασε στο τέλος και η τελωνειακή διαδικασία του εκτελωνισμού. Με γρήγορες κινήσεις, δύσκολες στην παρακολούθηση ενός τρίτου παρατηρητή, ο Γήσης, έδωσε το καθιερωμένο γρηγορόσημο στον ελεγκτή και προχώρησε προς τον επόπτη. Ήταν κίνηση αυτόματη, χωρίς σκέψη, την οδηγούσε η πείρα των δέκα πέντε τόσων χρόνων στους τελωνισμούς των εμπορευμάτων. Μάζεψε τη χούφτα των μεταλλικών κερμάτων της τσέπης του, υπολόγιζε ότι ήταν ένα εκατοντάδραχμο, αρκετό για γρηγορόσημο, περίπου ένας καφές καπουτσίνο εκείνης της εποχής και τα πέρασε στην τσέπη του ελεγκτή.
Αναρωτιόταν κάθε φορά που έβαζε το χέρι στις τσέπες για το γρηγορόσημο, αν ήταν σωστή και ηθική κίνηση; Τιμούσε τελικά όμως «το τάξε μου …» κάθε συναλλαγής του. Ύστερα με μεγάλη προσοχή καθόταν σε μια γωνιά, άνοιγε το μπλοκάκι του και έγραφε τα μικροέξοδα. Το μικρό τόσο δα μολυβάκι, έπαιρνε φωτιά. Τα μεγάλα δάκτυλά του, το έκαναν να φαίνεται ακόμα μικρότερο, ήταν δεν ήταν τρία εκατοστά μήκος. Εκείνη την ημέρα, τον είχε κυριέψει μια έμμονη ιδέα περίεργης γρηγοράδας, τόση που την καθιερωμένη κίνηση με το μπλοκάκι /μολυβάκι δεν την έκανε. Παρηγορούταν ότι θα τα κατέγραφε στο γραφείο του.
Για το γρηγορόσημο ακουγόντουσαν πολλά ανέκδοτα. Είχαν φτάσει να αγγίζουν το επίπεδο του μύθου. Οι αποδέκτες και οι δίδοντες αυτό είχαν να διηγηθούν πολλές ιστορίες, χαρούμενες, έξυπνες, αισχρές. Οι Εκτελωνιστές, τα θύματα αυτού του μύθου, είχαν από την πλευρά τους να διηγηθούν ιστορίες για κουμπιά, παλαιά νομίσματα, ροδέλες, κέρματα τηλεφώνου και μεταλλικά αντικείμενα. Ιστορίες που αντιστεκόντουσαν στον εκβιασμό. Ιστορίες που το θύμα εκδικιόταν το θύτη. Το γρηγορόσημο βασίλευε για πολλά – πολλά χρόνια. Ήταν ξεκάθαρη η σκοπιμότητά του: «Αν δεν μου τάξεις» θα αργήσεις …να ολοκληρώσεις τη συναλλαγή σου.
Θυμόταν το γρηγορόσημο που έδωσε στην αποθήκη για να του υποδείξουν τη θέση των κιβωτίων, θυμόταν το γρηγορόσημο που έδωσε στην αποβίβαση, στον καταχωρητή, στη θεώρηση, στον ελεγκτή, στον προέλεγχο, στο συνάλλαγμα, στους ταμίες της Τράπεζας και του Τελωνείου, θυμόταν... Μια ομάδα που μόνο ζητούσε και ξαναζητούσε μέχρι που τελείωνε το ωράριο εργασίας.

***




Το γραφείο του Γήση Κομμωτή, λογικά παραμένει έρημο, μέχρι τις τρεις μετά το μεσημέρι, καθημερινά. Ύστερα μαζεύονται όλοι. Συνάδελφοι συγκάτοικοι, βοηθοί και παρατρεχάμενοι, για να διασκεδάσουν την πλήξη της ημέρας, να διασκεδάσουν το άγχος της ημέρας, να διασκεδάσουν την ηρεμία μετά την έκσταση των τελωνειακών διαδικασιών.
Ο Γήσης Κομμωτής είναι καθισμένος στο γραφείο του. Έχει τα χέρια στα λίγα μαλλιά του, όσα του απόμειναν στα πλάγια της κεφαλής και σκέπτεται. Ησυχάζει. Προσπαθεί να ηρεμήσει μετά την ένταση της δουλειάς. Ψάχνει να ξεφύγει από την επιρροή των τελωνειακών διαδικασιών. Εκείνη τη στιγμή περνά στο διάδρομο, από την ανοιχτή πόρτα, μια νέα κοπέλα, καλοβαλμένη. Σηκώνει ψηλά το κεφάλι, βάζει σε ευθεία γραμμή τις κόρες των ματιών του. Θαυμάζει το καλοδιατηρημένο κορμί. Μπότες της εποχής, κολάν μαύρο, οπίσθια συμμετρικά, μαλλιά αχυρένια με στάση έπαρσης.
Ενστικτωδώς η σκέψη του πήγε στο ανήσυχο ερωτικό του ένστικτο και έβαλε το χέρι στο μικρό τσεπάκι τού παντελονιού του. Μια υπόγεια σύγκρουση της νόμιμης σχέσης του με την καλλιέργεια μια παρεκτροπής.  Διαπίστωσε ότι η χρυσή βέρα δεν υπήρχε εκεί. Άρχισε ν΄ ανησυχεί. Το χέρι του άρχισε να ψάχνει τις άλλες τσέπες. Κάθε φορά η ανησυχία του γινόταν και πιο μεγάλη. Ύστερα άρχισε να τρέχει κρύος ιδρώτας στο μέτωπό του. Η βέρα ήταν άφαντη.
Συμφορά μεγάλη. Η τρεμάμενη και σκοτεινή ματιά του γύριζε όλο το δωμάτιο για μερικά λεπτά. Ύστερα σηκώθηκε από το κάθισμά του και έκανε μια βόλτα γύρω από το γραφείο έπιπλο. Πήρε την τσάντα του και με δύναμη την άνοιξε, την κτύπησε μάλιστα με μανία, λες και αυτή του έφταιγε. Έψαξε, έψαξε θήκες, φακέλους, αναποδογύρισε το περιεχόμενο της τσάντας. Όμως ο περίεργος γνωστός χρυσός ήχος της βέρας δεν ακούστηκε. Ένιωσε απελπισμένος και εξουθενωμένος. Έριχνε το φταίξιμο επάνω του. Κακολογούσε το ανικανοποίητο ερωτικό του ένστικτο. Κακολογούσε τις τελωνειακές διαδικασίες. Κακολογούσε τη γυναίκα του, που επέμενε να πιστεύει σε αντικείμενα και λατρείες περίεργες.
Οι συνάδελφοι, συγκάτοικοι κατάλαβαν ότι κάτι συνέβαινε. Περίμεναν να φύγει ο μεγάλος εκνευρισμός του Γήση. Ήθελαν να επέμβουν, να βοηθήσουν.
«Γήση τι συμβαίνει;»
«Δυστυχίες, έρχονται δυστυχίες Τάκη ….»
«Εξήγησέ μας βρε Γήση».
«Έχασα τη βέρα μου και τώρα ποιος ακούει τη Φένια».
«Θυμήσου τις διαδρομές που έκανες. Θυμήσου μήπως την έδωσες πουθενά. Θυμήσου λεπτομέρειες!!».
«Πήγα στο Όγδοο Τελωνείο, στην Πέτρινη Αποθήκη. Έφαγα ένα σάντουιτς στο Μπαρ. Αυτή ήταν η διαδρομή μου».
«Έφυγε από το δάκτυλό σου; Δεν κατάλαβες όταν σου έπεφτε;»
«Την είχα βγάλει …»
«Γιατί;» ρωτά με πείσμα ο Τάκης, περιμένοντας να του βγάλει υποσυνείδητες σκέψεις.
 «Μα τη βγάζω για να μην πάθω κανένα ατύχημα με το αυτοκινητάκι …»
«Αυτό είναι ή …»
«Βρε Τάκη; Νομίζεις ότι κυνηγούσα κανένα θηλυκό; Βέβαια δεν λέω, αν μου τύχαινε, δεν θα άφηνα την ευκαιρία»
«Γήση, έχασες τη βέρα σου, μια σοβαρή απώλεια, και μας μεταφέρεις στα ερωτικά σου …»
«Δεν λέω … όμως να σοβαρευτούμε … Που να τρέξω βρε Τάκη; που να κοιτάξω; Είναι αδύνατο να πάω στο σπίτι χωρίς τη βέρα. Η Φένια δεν αστειεύεται. Μια φορά με συγχώρεσε. Θεωρώ ότι δεύτερη δεν μπορεί να υπάρξει.»
Στο μυαλό του τρελαμένου Γήση άρχισαν να περνούν αστραπιαία περίεργες σκηνές, με κινηματογραφική ταχύτητα. Ο φίλος του ο Κώστας παρέδωσε τη χρυσή βέρα στην αρραβωνιαστικιά του, μόλις επισημοποίησε τη σχέση του. Τι θάρρος και αυτός ό τύπος; Το δικό του το είχε χάσει από πολλά χρόνια.
Ένας άλλος φίλος που βρισκόταν ακόμα στο Πανεπιστημιακά θρανία, υποστήριξε, αφού έδωσε στη αρραβωνιαστικιά του τη βέρα, ότι μπορούσε να πάθει ζημιά στο χειρουργείο. Ήταν φοιτητής της ιατρικής και τα νυστέρια μπορεί, υποστήριζε, να παρουσίαζαν κάποιο μαγνητικό φαινόμενο. Χειρουργείο είναι αυτό, μια άσκοπη κίνηση, με αιτία τη βέρα, μπορούσε να σκοτώσει και άνθρωπο.
Οι σκηνές έρχονται η μία πίσω από την άλλη. Προ δέκα πέντε ημερών, η χήρα γυναίκα του θείου του, είχε περάσει τη βέρα του μακαρίτη, στο χέρι της, κολλητά με τη δική της. Σύμβολο συμβιβασμού με την τύχη της, συναίσθημα αγάπης ή θανάτου;
Η σκέψη του έγινε ακόμα πιο ανήσυχη όταν μεταπήδησε σε μια σκηνή από ταινία του σινεμά. Ένας νέος και ερωτευμένος πιλότος, μετά από ερωτική απογοήτευση, αφού κατάπιε τη βέρα του, κρεμάστηκε στο λουτρό ενός δωματίου ξενοδοχείου. Ήταν παντρεμένος, αγαπούσε !!! τη γυναίκα του, λάτρευε τα παιδιά του. Μακριά από αυτόν οι μελαγχολικές σκέψεις. Όλα χωράγανε στο μυαλό του, όλα και το κενό.
Ο μύθος της χρυσής βέρας τον είχε κυριεύσει ολοκληρωτικά. Προσπάθησε να ξεφύγει. Άρχισε να ζωντανεύει ξανά. Ανοιγόκλεισε για λίγο τα μάτια του και έστησε με μεγαλύτερη προσοχή το αυτί του, να ακούσει τον Τάκη που του μιλούσε: «Έχω μια τρελή ιδέα βρε Γήση!!!! «Κάθε προσφορά δεκτή» του απάντησε.
«Πήγαινε σε ένα χρυσοχόο, να σου φτιάξει μια δεύτερη. Αν βρεις έναν καλό μάστορα, τον πληρώνεις καλά, δύσκολα θα καταλάβει η Φένια τη διαφορά».
Πέρασαν λίγα λεπτά, ενώ ο Γήσης αναμετάδινε την πρόταση του Τάκη: «Αν βρω έναν καλό μάστορα, αν τον πληρώσω, δύσκολα θα καταλάβει η Φένια τη διαφορά». Ύστερα συνέχισε: «Αρχίζω να πιστεύω στην ιδέα σου …» Άρχισε να ηρεμεί. Την ιδέα την εύρισκε καλή και μπορούσε να ξεφύγει από το «στενό κορσέ», που του είχε επιβάλλει με τον τρόπο της, η Φένια.
«Φεύγω Τάκη, φεύγω για μια καινούργια χρυσή βέρα …»
«Πήγαινε και σε περιμένω …»
Η περιπέτεια της βέρας δεν σταμάτησε όμως. Τίποτα δεν πάει χαμένο βέβαια, αν έχει κάποια χρήση. Βρίσκονται οι τρόποι, οι μαγικοί δίοδοι και συμπληρώνουν κενά.
«Τον κύριο Καμπούρογλου;» «Παρακαλώ !!!!!!» «Τάκη εσύ είσαι;» «Ναι εγώ …» «Είμαι ο Ορφανίδης ο ελεγκτής …πες σε αυτόν τον συγκάτοικο σου, το Γήση τον Κομμωτή, να έλθει από το σπίτι μου».
«Τι συμβαίνει κύριε ελεγκτά;» και συνέχισε: «Τί έγινε Δημήτρη;». Ήταν φίλοι με τον ελεγκτή και μιλούσαν στον ενικό.
«Ψάρεψα τη βέρα του στις τσέπες μου. Αν δεν με απατά η μνήμη, τη γυναίκα του τη λένε Φένια, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, ναι» λέει ο Τάκης.
«Στο εσωτερικό της βέρας γράφει: Φένια Κομμωτή 1975».
«Έσωσες ένα γάμο Δημήτρη, τον έσωσες από περιπέτειες ………… τί να σου πω! Είχαμε μεγάλες στεναχώριες εδώ και δύο ώρες…»
«Άδειασα τις τσέπες μου» λέει ο ελεγκτής «και είδα πάλι τις αμαρτίες μου. Αυτό κάνω καθημερινά. Υποκύπτω στην αδυναμία μου. Σήμερα βρήκα μία δεκάρα του Γεωργίου του Α΄, κοπής του 1870, ένα κέρμα του ΟΤΕ, ένα προφυλακτικό σε σχήμα νομίσματος με την προτροπή «άντε γ………….». Αυτές είναι οι αμαρτίες μου ……… το γρηγορόσημο».
«Να σου δώσω το Γήση, τον ίδιο, μόλις μπήκε στο γραφείο ………..»
«Ποιος είναι Τάκη» λέει ο Γήσης, απευθυνόμενος στο φίλο του.
«Ο ελεγκτής, ο κύριος …»
«Τι θέλει;»
«Να σου κάνει έκπληξη ………….» και του δίνει το ακουστικό.
«Εμπρός, εμπρός …». Τα λεπτά περνούσαν με το ακουστικό στο αυτί του Γήση. Οι συνάδελφοί του περίμεναν με αγωνία και χαμόγελο το αποτέλεσμα της συνομιλίας. Ο Γήσης, με μονοσύλλαβες λέξεις ρωτούσε, και περίμενε καρτερικά τις απαντήσεις.
«Α!!! Α!!! μάλιστα…» και ο Γήσης έπεσε εξουθενωμένος στην καρέκλα δίπλα του.
Η ζωή από μόνη της εκδικείται, όμως συνεχίζεται. Ο Γήσης έμεινε με μια γυναίκα και δύο βέρες, η μία παραμένει αφιερωμένη στον έρωτα …

Ν. Κηφισιά
31 Δεκεμβρίου 2009


Σημ: Οποιαδήποτε ομοιότητα με την πραγματικότητα είναι εντελώς συμπτωματική




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου