Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

Το Πρώτο μου Σκασιαρχείο (Αστυνομικό Διήγημα) 8 Μαΐου 2014




Το Πρώτο μου Σκασιαρχείο (Αστυνομικό Διήγημα) 8 Μαΐου 2014


Διηγήματα
Με πρωταγωνιστή τον Αστυνόμο Πέτρο Πέτρου,
τον απλησίαστο 2Π

1.Οι Νεαροί Επιβήτορες
2.Φαλτσέτα χωρίς Αίμα
3.Ο Γρηγόρης ο Γόης
4.Παράθυρο Φονιάς
5.Το Πρώτο μου Σκασιαρχείο
6.Αεροπορική Χρηματαποστολή
7.Εργατικό ατύχημα
8.Το Παρκάρισμα
9.Ο Μπαμπίτης ο Μάγκας
10.Κληρονομητήριο
Επιδρομή στο Νεκροταφείο






Ο Φίλιππας περπάταγε την Αγίου Όρους πρωί, πρωί και ήταν κατσουφιασμένος. Είχε επιταχύνει το βήμα του για να προφτάσει το σχολείο. Ήταν μαθητής της Τετάρτης Τάξης του Δημοτικού. Ο πατέρας του τον είχε γράψει σε Ιδιωτικό Δημοτικό. Εκείνη την εποχή γύρω στο 1949/50, η Ελλάδα μόλις είχε ξυπνήσει από τον λήθαργο του εμφύλιου πολέμου. Τα Δημόσια Δημοτικά Σχολεία θεωρούντο ανεπαρκή, άργησαν να οργανωθούν και να προσφέρουν την απαραίτητη μόρφωση στα Ελληνόπουλα, για την μεσαία ανερχόμενη τάξη.

Το κατσούφιασμα του Φίλιππα τον τελευταίο καιρό ήταν σύνηθες φαινόμενο. Η μάνα του, καθώς έλεγαν, ήταν άρρωστη.
Την έπιανε μια μελαγχολία πολλές φορές ή έβαζε τις φωνές στα καλά του καθουμένου. Σήμερα είχε την ημέρα της η μάνα του και δεν τον ξύπνησε νωρίς για το σχολείο. Σηκώθηκε, πλύθηκε, ήπιε λίγο γάλα μόνος του, πήρε την τσάντα του και βγήκε στο δρόμο του σπιτιού τρέχοντας. Έστριψε αριστερά την Αγίου ¨Όρους για να πάρει την Σπάρτης. Τέσσερα στενά πιο πάνω ήταν το Σχολείο του. Έπρεπε και να προσέχει τα τραμ της διαδρομής Πειραιά – Πέραμα που πήγαιναν και ερχόντουσαν.

Είχε βρέξει από βραδύς και στον χωματόδρομο είχαν δημιουργηθεί μικρές λακκούβες από νερό. Ο δεκάχρονος Φίλιππας πότε πήδαγε αριστερά, πότε πήδαγε δεξιά. Με κάθε τρόπο απέφευγε να πατήσει στις νερολακκούβες. Τα παπούτσια του ήταν καινούργια. Την περασμένη εβδομάδα είχαν κατέβει στον Πειραιά με τον πατέρα του και τα αγόρασαν. Πίεσε τον εαυτό του να τρέξει. Θέλησε να ξεχάσει το κατσούφιασμα και την αδιαθεσία του και πήδαγε, σχεδόν έτρεχε, περισσότερο από ότι έπρεπε. Είχε και την αγωνία μήπως δεν προλάβει στο Σχολείο του. Δεν είχε κοιτάξει καλά την ώρα, όταν έφευγε από το σπίτι, όμως ήταν σίγουρος ότι είχε φύγει αργά, κάτι διαισθανόταν από το περιβάλλον που περνούσε. Άλλοι άνθρωποι κυκλοφορούσαν στον δρόμο, τα μαγαζιά της στάσης του Τραμ είχαν ανοίξει και έβγαζαν τα τραπεζάκια τους στο πεζοδρόμιο. Το κουρείο, εκεί που τον κούρευε ο πατέρας του, άνοιγε τα ρολά του. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Ανησυχούσε!!

Το σχολείο που πήγαινε είχε μια μεγάλη ξύλινη επιγραφή απέξω με τον τίτλο «Σχολή Στέγκα και Γκίκου». Διάβασε για χιλιοστή φορά την επιγραφή και προχώρησε προς την πόρτα που έμπαιναν όλοι οι μαθητές. Την έβλεπε, έτσι λοξά από το απέναντι πεζοδρόμιο που περπατούσε. Ήταν μια μαύρη πελώρια σιδερένια πόρτα. Έφταναν να περάσουν έξη, επτά μαθητές μαζί. Έβλεπε το μαύρο φόντο της πόρτας. Μαθητές με ποδιές δεν έβλεπε. Το ήξερε ότι είχε αργήσει, αλλά δεν περίμενε και αυτή τη νέκρα, απέξω από το σχολείο.

Πλησίασε την πόρτα και προσπάθησε να την ανοίξει. Ήταν κλειδωμένη. Προσπάθησε πάλι. Η πόρτα δεν υποχώρησε. Κοίταξε δεξιά του, κοίταξε αριστερά του, δεν είδε ψυχή. Τώρα τι να κάνει;

Ξανακτύπησε τη σιδερένια πόρτα, μήπως υπήρχε κανείς να του ανοίξει. Μάταια όμως. Δεν φαινόταν ψυχή πίσω από την πόρτα. Δεν ακουγόταν ούτε ψίθυρος. Δεν σκέφτηκε να πάει από την επίσημη δεύτερη πόρτα του σχολείου, ήταν στα τριάντα μέτρα, στα δεξιά του. Από την επίσημη πόρτα έμπαιναν συνήθως οι δάσκαλοι, οι καθηγητές, είχε και εξατάξιο Γυμνάσιο η Σχολή και οι γονείς. Στα τέσσερα χρόνια που φοιτούσε σε αυτό το Σχολείο, ζήτημα ήταν, αν διάβηκε αυτή την επίσημη πόρτα δύο ή τρεις φορές. Ήταν κάτι σαν απαγορευμένη είσοδο για τους μαθητές. Ο Φίλιππας είχε προχωρήσει την ιδέα ακόμα πιο πέρα στο μυαλό του, την είχε αφαιρέσει από το μυαλό του. Ο Φίλιππας συνήθιζε να χρησιμοποιεί αυτή την τακτική με τον εαυτό του. Του απαγόρευαν κάτι, το αφαιρούσε από το μυαλό του. Τον στεναχωρούσε κάτι το αφαιρούσε από το μυαλό του, σαν να μην υπήρχε μνήμη γι’ αυτά τα απαγορεύεται και τα στενάχωρα πράγματα. Για παράδειγμα αφαιρούσε τη στεναχώρια για τη μάνα του, όταν ήταν σχολείο. Ήταν ένα παιδί με θέληση, με δύναμη μέσα του. Χρησιμοποιούσε το μυαλό του για πράγματα που ήθελε. Έτσι απλά σαν εργαλείο.

Περίμενε πέντε, δέκα λεπτά και άρχισε να βηματίζει άσκοπα πέρα από το σχολείο, στο πουθενά. Πήρε την οδό Δράμας και άρχισε να βλέπει γύρω του τα σπίτια. Η τσάντα του ήταν πάνινη και περαστή στον ώμο του. Δεν τον δυσκόλευε το βάρος της. Άλλωστε, εκείνη την εποχή, τα βιβλία ήταν λιγοστά για τους μαθητές. Ένα αναγνωστικό, ένα θρησκευτικό, ένα βιβλίο Ιστορίας και πολλά τετράδια με την προϋπόθεση ότι ο μαθητής είχε την οικονομική ευχέρεια να αγοράσει βιβλία. Τα βιβλία στα Δημόσιο Δημοτικά ήταν ανύπαρκτα. Στα Ιδιωτικά Δημοτικά υπήρχαν κάποια βιβλία που εκδίδονταν από τοπικά βιβλιοπωλεία. Ο Γκίκος ιδιοκτήτης της Σχολής είχε συνεργασία με το βιβλιοπωλείο του Γερογιάννη. Εκεί κοντά στην Αγχιάλου, στον μοναδικά κεντρικό ασφαλτοστρωμένο δρόμο.

Χαζεύοντας πότε από εδώ, πότε από εκεί, ο Φίλιππας πήγε στις πέρα γειτονιές. Για πρώτη φορά έβλεπε με ενδιαφέρον τα σπίτια γύρω του και τις μάντρες με τις μεγάλες βαριές αυλόπορτες. Απέφευγε να περνάει από δρόμους που είχε περάσει με τον πατέρα του και προπαντός με τη μάνα του. Δεν ήξερε τι μπορούσε να γίνει. Αν συναντηθεί με τη μάνα του τυχαία; ποια δικαιολογία θα βρει να της πει; κάποια στιγμή συνειδητοποίησε ότι έκανε κάτι κακό. Άρχισε να κοκκινίζει και να αγχώνεται από την τιμωρία που τον περίμενε. Είχε ακούσει μαθητές του Γυμνασίου, στην αυλή της Σχολής Γκίκου, μια περίεργη λέξη που χρησιμοποιούσαν για τέτοιες περιπτώσεις. Την ξεχνούσε. Την έλεγαν ειρωνικά «ήμουν άρρωστος» την «έκανα κοπάνα», «είχα πυρετό» «αρρωστοφαγιά». Άλλοι μαθητές Γυμνασίου την έλεγαν με το όνομά της «σκασιαρχείο». Λες να έκανε και ο Φίλιππας σκασιαρχείο; μα αυτός ήθελε το σχολείο, του άρεσε, τον απασχολούσε ευχάριστα,. Τον μάγευαν οι γνώσεις που έπαιρνε από το σχολείο. Δεν ήθελε να την κάνει «κοπάνα», ότι έγινε ήταν από σύμπτωση. Μια η μελαγχολία της μάνας του, μια που άργησε να ξυπνήσει και ας φώναζε ο πατέρας του: «Γλυκός ο ύπνος το πρωί, γδυτός ο κ ……. τη Λαμπρή», μια η κλειστή πόρτα, μια η επιθυμία του να γνωρίσει το …… άγνωστο, έγινε άθελα σκασιάρχης.

«Παιδιά να παίξω και εγώ χαρτάκια;» ρωτά ο Φίλιππας μια παρέα από παιδιά της ηλικίας του. Είχε φτάσει σε μια γειτονιά προς το Νεκροταφείο της Ανάστασης.
«Έχεις χαρτάκια;»
«Έχω» και αφήνει κάτω την τσάντα, την ανοίγει και βγάζει ένα πακετάκι από χαρτάκια με απεικονίσεις τους ποδοσφαιριστές της εποχής. «Μουράτης», «Μαρόπουλος», «Μανταλόζης».
«Τι παίζεται;»
«Πλακωτό»
«Και εγώ στη σειρά»
«Σειρά μου, σειρά σου, σειρά του, ξανά ……….»

«Σταμάτα. Τα πήρα. Μαρόπουλος, Μαρόπουλος. Κέρδισα «και παίρνει ο τυχερός την αρμαθιά που είχε συγκεντρωθεί στο πεζοδρόμιο».

Ο Φίλιππας είχε και το νου του στην ώρα. Να μην περάσει και δεν πάει στο σπίτι. Αν το καταλάβει η μάνα του θα τις αρπάξει. Η ώρα περνούσε και ο Φίλιππας ρωτούσε τους περαστικούς.
«Έχετε ώρα;»
«Έχετε ώρα;»
«Έχετε ώρα;»

Με το σχόλασμα των συμμαθητών του ο Φίλιππας ήταν στη γωνία του Σχολείου του. Πήρε τον δρόμο της επιστροφής για το σπίτι του μαζί με τους φίλους του. Η δικαιολογία που τους έλεγε δεν έβγαινε καθαρή μέσα από τα δόντια του, <άργησα, είχα μια δουλειά, αρρώστησα>. Η πρώτη του δουλειά ήταν να εξασφαλίσει τα μαθήματα που παράδωσε η δασκάλα. Να σημειώσει την αντιγραφή, την ορθογραφία. Κάθισε και αντέγραψε βιαστικά τα προβλήματα της αριθμητικής. Ρώτησε αν είχαν κανένα ποίημα για αύριο; αυτό ήταν το μαρτύριό του. δεν είχε την ικανότητα να αποστηθίζει ούτε μια πρόταση. Ας είναι. Συνέχισε τη διαδρομή μέσω Σπάρτης, Αγίου Όρους, Υπαπαντής για την μεγάλη πράσινη πόρτα του σπιτιού του. Κτύπησε και του άνοιξε η μάνα του. Την κοίταξε κρυφά, όμως εξεταστικά αλλά δεν ανακάλυψε τίποτα το διαφορετικό από τις άλλες ημέρες. Ίδιες κινήσεις, ίδια μελαγχολία στα μάτια της.
«Να σου βάλω φαγητό Φίλιππα;»
«Τι έχεις μαμά;»
«Κεφτεδάκια με μελιτζάνες τηγανιτές»
«Καλά μαμά, βάλε»

Από μέσα του ησύχασε. Ευτυχώς που η μάνα του δεν πήρε είδηση για τη σημερινή κακή πράξη. Θα έτρωγε ξύλο της χρονιά του. Φαινόταν μια σκληράδα στην μάνα του όταν τον έδερνε. Δεν μπορούσε να κατανοήσει το γιατί. Παρασυρόταν από τις άγριες πονεμένες φωνές του, και έδερνε περισσότερο, χωρίς να μπορεί να συγκρατηθεί.

Ο Φίλιππας έφαγε τα κεφτεδάκια του με μια ή δύο μελιτζάνες.

Οι τελευταίες δεν του άρεσαν καθόλου και άνοιξε τα βιβλία του, να διαβάσει. Έβαλε στο τραπέζι το αναγνωστικό, το τετράδιο της γραφής και το τετράδιο της αριθμητικής. Έγραφε την αντιγραφή της επόμενης ημέρας και κοίταζε το ρολόι της τραπεζαρίας. Περίμενε να πάει η ώρα τέσσερις παρά δέκα, να πάει πάλι στο Σχολείο. Ήταν η απογευματινή παρακολούθηση για δύο ώρες. Το απόγευμα έκαναν μάθημα δύο ώρες 4 έως 6 εκτός από την Τετάρτη και το Σάββατο. Η Τετάρτη ήταν ωραία ημέρα για να βγαίνει στην Αλάνα, στο σπίτι του και να παίζει, όμως το Σάββατο ήταν αξεπέραστη ημέρα, είχε το απόγευμα ολόκληρο δικό του με πρόσθετη αναμονή την Κυριακή.

Ούτε η μάνα του, ούτε ο πατέρας του τον βοηθούσαν στα καθημερινά μαθήματα. Τα κατάφερνε μόνος του. Ήταν έξυπνος μαθητής. Θα μπορούσε να ήταν άριστος, αν ήταν επιμελής. Μια φορά δεν μπορούσε να λύσει ένα πρόβλημα της Αριθμητικής. Ζήτησε την βοήθεια του πατέρα του. Μόλις είχε έλθει από τη δουλειά του. Το πρόβλημα της Αριθμητικής τον μπέρδευε. Ο Πέτρος είχε 5 πορτοκάλια, ο Νίκος είχε 4 πορτοκάλια περισσότερα από τον Πέτρο. Πόσα πορτοκάλια είχαν και οι δύο μαζί; αυτό το <περισσότερα>, τον μπέρδευε και τον αναστάτωνε.

Ο πατέρας του άκουσε το πρόβλημα με αδιαφορία. Είχε τις σκοτούρες της δουλειάς του. Δεν χώραγαν άλλες στο κεφάλι του. Όταν κατάλαβε ότι ο Φίλιππας τελείωσε να του μιλά, γύρισε και τον κοίταξε με βλέμμα αυστηρό. Περίμενε λιγάκι να κατασταλάξει ο απόηχος της κουβέντας του Φίλιππα, σήκωσε το χέρι του και του έριξε δύο χαστούκια. Μέσα στον κρότο του δεύτερου χαστουκιού άκουσε να του λέει: "εγώ σε στέλνω στο Ιδιωτικό Σχολείο για να σε μάθουν γράμματα. Άμα ήταν αλλιώς θα σε μάθαινα μόνος μου" και γύρισε να ασχοληθεί με το φόρεμα της πιζάμας του.

Ο κίνδυνος να μάθουν ότι δεν πήγε σχολείο φάνηκε να είναι μικρός. Η μάνα του δεν μπορούσε να ανακαλύψει ότι δεν πήγε σχολείο το πρωί. Φυσικά ούτε ο πατέρα του. Σε αυτό ήταν τυχερός.

Φίλιππα έλα εδώ!!!"
"Μάλιστα κύριε"
"Γιατί δεν ήλθες σχολείο το πρωί;" τον ρωτά ο δάσκαλος, ο κύριος Νίκος Γκίκος, που ήταν και συνιδιοκτήτης της Σχολής.
Ο Φίλιππας κατεβάζει το πρόσωπο και δεν απαντά. Περιμένει την επόμενη κουβέντα από τον δάσκαλο.
"Μήπως ήσουν άρρωστος;"
"Όχι κύριε"
"Μήπως δεν σε άφησε η μητέρα σου να έλθεις;"
"Όχι κύριε...…….."
"Μήπως συνέβη τίποτα κακό στο σπίτι σου και δεν ήλθες;"
Ο μικρός Φίλιππας δεν απάντησε. Έμεινε με το στόμα κλειστό.

Ήταν τέσσερις και δέκα η ώρα το απόγευμα και όλα τα απιδιά είχαν μπει στην τάξη για να κάνουν μάθημα με την δασκάλα. Μαζί όμως με την δασκάλα μπαίνει και ο κύριος Νίκος, ο ιδιοκτήτης της σχολής. Αυτός τους έκανε μόνο αριθμητική. Όλα τα άλλα μαθήματα τα δίδασκε η καθημερινή τους δασκάλα. Αυτό ήταν το σύστημα του Σχολείου. Από την τρίτη τάξη Δημοτικού δίδασκε εναλλάξ ο κύριος Νίκος Γκίκος ή ο κύριος Δημήτριος Στέκας την αριθμητική και την έκτη τάξη την αναλάμβαναν εξ ολοκλήρου σ’ όλα τα μαθήματα. Αυτό επέτρεπε την γνωριμία με τον μαθητή, για πολλή μεγάλο χρονικό διάστημα με τις ανάλογες ευεργετικές επιδράσεις.

Ο Φίλιππας είχε σηκωθεί όρθιος μπροστά στην έδρα και από δεξιά αντίκριζε τα θρανία με τα παιδιά και μπροστά του ευθεία τη δασκάλα και τον <φοβερό> κύριο Νίκο.

Ο δάσκαλος άρχισε να εκνευρίζεται.
"Ήλθες λοιπόν στο σχολείο"
""Μάλιστα ήλθα"
"Μήπως άργησες και δεν πρόλαβες την προσευχή;"
"Μάλιστα"
"Γιατί δεν μπήκες στην τάξη σου;"
"Ήταν η πόρτα κλειστή"
"Κτύπησες να σου ανοίξουν;"
"Κτύπησα, αλλά ο επιστάτης δεν ήταν εκεί να μου ανοίξει"
"Γιατί δεν επέμενες περισσότερο;"

Ο Φίλιππας σφάλισε το στόμα του. Δεν ήξερε τι να απαντήσει.
"Γιατί δεν μπήκες από την επίσημη πόρτα;"
Ο Φίλιππας πάλι δεν άνοιξε τα χείλη του.
"Και έφυγες γυρνώντας από εδώ και από εκεί;"
Συνέχισε ο Φίλιππας να μην μιλά.
"Έκανες σκασιαρχείο λοιπόν. Ξέρεις πια είναι η τιμωρία για αυτές τις περιπτώσεις;"

Ο Φίλιππας κατέβασε ακόμα πιο κάτω το κεφάλι και περίμενε την τιμωρία του. Ήξερε ότι θα φάει ξύλο. Είχε δει παρόμοια τιμωρία σε αγόρια μεγαλύτερης τάξης.
"Φώναξε μου το κυρ- Μήτσο τον επιστάτη"
"Μάλιστα κύριε" λέει ο μικρός Φίλιππας. Με το μυαλό του σκέφτεται ότι θα καλέσει τον άνθρωπο που θα συμβάλει στην τιμωρία του. Η συνάντηση με το μοιραίο ...………

Ναι κύριε Νίκο. Ακούω εντολές" μπαίνει στην αίθουσα διδασκαλίας ο επιστάτης δειλά.
"Κόψε μια βίτσα από την τζιτζιφιά της αυλής. Έχω να τιμωρήσω σήμερα μαθητή. Να είναι λιγάκι χοντρή και να μην έχει πολλά εξογκώματα. Να πονά λιγότερο"
"Ναι κύριε Νίκο. Σε λίγο θα την έχετε"

Η αυλή του Σχολείου ήταν αρκετά μεγάλη και τετράγωνη. Οι αίθουσες ήταν κτισμένες σε σχήμα γάμα κεφαλαίο, στην γωνία του οικοδομικού τετραγώνου Σπάρτης και Δράμας. Αυτή η διάταξη επέτρεπε να σχηματίζεται μια αυλή που εξυπηρετούσε να αυλίζονται στα διαλείμματα τρακόσα με τετρακόσια παιδιά. Σε μια άκρη ήταν κτισμένο ένα χαμηλοτάβανο δωμάτιο με το μικρό κυλικείο. Πουλούσε τα κουλούρια. Αυτό το δωμάτιο ήταν και ένας είδος θυρωρείου για τον έλεγχο των εισερχομένων μαθητών ή γονέων στο εσωτερικό του σχολείου. Οι αίθουσες έβγαιναν προς την αυλή σε ένα πεζοδρόμιο με ένα σκαλοπάτι πολύ υψηλό. Στην ακριβώς απέναντι γωνιά της Αυλής, είχε ξεμείνει μια τζιτζιφιά. Άγνωστο γιατί, αυτό το δένδρο ήταν το μοναδικό στο χώρο της Αυλής. Είχε γίνει θρύλος. Ιδιαίτερα όταν ήταν στην φυλλοβολία της.

Ο Γκίκος συχνά χρησιμοποιούσε τις ευθείες γυαλιστερές βέργες του για να τιμωρήσει μαθητές. Αντίθετα ο Στέγκας χρησιμοποιούσε για να τιμωρήσει του μαθητές του τον ξύλινο χάρακα. Οι μαθητές δεν άγγιζαν το δένδρο, το θεωρούσαν ιερό. Τους προξενούσε πόνο και το αντιμετώπιζαν σαν ζωντανό υπερφυσικό πλάσμα. Δεν έριχναν το πταίσμα σε αυτόν που χειριζόταν την βέργα, τον δάσκαλο, αλλά στο δένδρο που του έδινε το δικαίωμα, να έχει βέργα και να τιμωρεί.

Απλή λογική, ο πόνος προέρχεται από την βέργα, άρα φταίει το δένδρο που βγάζει τη βέργα.

«Α!!! ωραία, να και η βίτσα. Λοιπόν Φίλιππα θα φας είκοσι ξυλιές στο χέρια. Αυτή είναι η τιμωρία για τον μαθητή που απουσιάζει αδικαιολόγητα από το Σχολείο………»
Ο Φίλιππας δεν μπορούσε να καταλάβει το νόημα του <αδικαιολόγητα>. Ήλθε στο Σχολείο, κτύπησε την πόρτα, δεν του άνοιξαν και έφυγε. Γιατί οι μεγάλοι άνθρωποι φτιάχνουν λέξεις με μπερδεμένα νοήματα. Να θυμηθεί, όταν πάει στο σπίτι του να βρει στο λεξικό την ερμηνεία της λέξης <αδικαιολόγητα>. Ότι έκανε, δεν το έκανε με σκοπιμότητα. Έτσι απλά τον παρέσυρε η φορά των πραγμάτων.

«Σήκωσε το δεξί χέρι πρώτα. Ύστερα το αριστερό. Έτσι μπράβο» με τη βίτσα στο χέρι ο δάσκαλος έδινε τις κατάλληλες οδηγίες για να εφαρμοσθεί, κομψά, η τιμωρία. Ακούστηκε άχρωμη η φωνή του:
«Μία ……….»
Με την επαφή που έκανε η βίτσα στο χέρι του Φίλιππα ήλθε ο πόνος στο μυαλό του. Προσπάθησε να αδιαφορήσει. Χρησιμοποίησε την αφαιρετική μέθοδο που ήξερε. Στο βάθος του μυαλού άκουσε:
«Δύο …….»
Ένας δεύτερος εξ ίσου δυνατός πόνος πέρασε στο μυαλό του. Άπλωσε πάλι το δεξί χέρι ασυνείδητα. Η φωνή συνέχισε να μετρά.
«Τρεις …….. τέσσερις, πέντε»
Ο Φίλιππας δεν ένοιωθε πλέον κανένα πόνο. Τον συνήθισε; τον υπόφερε; τον έδιωξε; δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε μέσα του. Κάποια στιγμή σταμάτησε να ακούει το μέτρημα της φωνής. Δεν μπορούσε να το παρακολουθήσει. Το άγγιγμα της βίτσας δεν επαναλήφθηκε. Κοίταξε τα χέρια μπροστά του. Είχαν διπλασιαστεί σε πάχος. Φάνταζαν πελώρια. Είχαν γίνει σαν φραντζολάκια. Ήξερε ο τιμωρός, ότι μετά τις είκοσι βιτσιές δεν καταλαβαίνεις πόνο, αντιλαμβάνεσαι ένα άγγιγμα και τίποτε άλλο. Γι’ αυτό σταματούσε στο είκοσι, ο πόνος δεν ξαναεμφανιζόταν έντονος.

Είχε πάρει το ρυθμό του και είχε καλύψει το στόχο του. Ο τιμωρημένος δεν πονούσε περισσότερο, πονούσε συνέχεια.

«Φίλιππα, κάτσε στο θρανίο σου» άκουσε τη φωνή της δασκάλας του. Σαν αυτόματο προχώρησε στον διάδρομο για το τελευταίο θρανίο. Ήταν μόνιμος φίλος του τελευταίου θρανίου. Το λάτρεψε από τη πρώτη φορά που μπήκε σε σχολική αίθουσα. Ορκίστηκε μαζί του, να είναι παντοτινοί φίλοι, όσα χρόνια και αν χρειαστεί να κάθονται μαζί μέσα σε σχολική αίθουσα. Έβλεπε μπροστά του όλα τα γεγονότα της τάξης. Γιατί να χάνει το θέαμα της σαΐτας, γιατί να χάνει τα πρόσωπα των συμμαθητών του, γιατί να χάνει το σκονάκι των φίλων του, μόνο και μόνο για να αφοσιωθεί στα μάθημα που λέει ο δάσκαλος; Ήθελε μια πιο σφαιρική εικόνα της μαθητικής του ζωής. Πήγαινε στο σχολείο για να μάθει, αλλά και να γνωρίζει την συντροφικότητα, την παιδική ασχήμια, την αταξία, την εξαπάτηση με το σκονάκι, την άμυλα, τον πρωταγωνισμό.

Ο κύριος Νίκος προτού φύγει από την τάξη του Φίλιππα έβγαλε ένα μικρό λόγο για τη χρησιμότητα του σχολείου, για τους χρηστούς πολίτες, για τον αναγκασμό του να τιμωρεί τα παιδιά που κάνουν αταξίες ή κακές πράξεις. Δεν θέλει έλεγε, να τιμωρεί τους μαθητές, αλλά επιβάλλεται. Και συνέχισε:
Ο συμμαθητής σας έχει καλή επίδοση στα μαθήματα του, ιδιαίτερα στην αριθμητική. Θυμάμαι ένα πρόβλημα που έλυσε μόνος του, ενώ κανένας άλλος από την τάξη δεν πέτυχε να το λύση. Είναι αλήθεια ότι έχει μαθηματική σκέψη και μπορεί να προχωρήσει σε σύνθεση σκέψεων για μαθήματα, που δεν έχει διδαχθεί. Θυμάμαι, την αμηχανία όλης της τάξης να βρει τη λύση του προβλήματος και τον Φίλιππα να σηκώνει το χέρι να δώσει την άποψη του, που ήταν και σωστή. Ακόμα γνωρίζω ότι ο Φίλιππας σπάνια έλεγε την άποψη του και πολύ πιο σπάνια σήκωνε το χέρι για οτιδήποτε ερώτημα έβαζε η δασκάλα. Όταν όμως του το ζητούσαν η απάντηση συνήθως ερχόταν σωστή. Αυτό όμως δεν μου δίνει το δικαίωμα να τον συγχωρήσω για το σκασιαρχείο που έκανε …………

Ο Φίλιππας άκουγε και δεν καταλάβαινε. Τοποθέτησε τα χέρια του με τις παλάμες προς την οροφή της αίθουσας για να ξεπρηστούν. Ήλπιζε να μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει μέχρι την ώρα που σχολνούσαν.

Ένα μεγάλο ερωτηματικό διαμορφωνόταν μέσα του. Αυτό που φοβόταν έγινε. Ήλθε η τιμωρία από το σχολείο. Η τιμωρία από το σπίτι ποια θα ήταν; έπρεπε να είχε χρόνο να το σκεφθεί. Αν ήταν πιο σκληρή, πιο βασανιστική; σκεπτόταν την καρφίτσα και την αγριάδα στα μάτια της μάνας του, τα δυνατά χέρια και το λουρί του πατέρα του και αγρίευε περισσότερο.

***

Ο Αστυνόμος Πέτρος Πέτρου της Διεύθυνσης Πειραιώς καθόταν νωχελικά στα γραφείο του, στον έκτο όροφο γωνία Βασ. Κωνσταντίνου και Τσαμαδού. Τακτοποιούσε τα υπηρεσιακά του έγγραφα και σκεπτόταν το Σαββατοκύριακο που θα ερχόταν. Είχε προμηθευτεί φυτώρια για μαρούλια και σπόρους από σπανάκι. Ετοιμαζόταν να πάει στο εξοχικό του, κοντά στην Χαλκίδα, αν όλα πήγαιναν καλά στην Υπηρεσία. Θα έπαιρνε τη γυναίκα του και τα δύο κουτσούβελα που είχε αποκτήσει μαζί της και θα πήγαινε για «γεωργικές ενασχολήσεις>, όπως του άρεσε να αποκαλεί την απασχόλησή στο κτήμα του. Θα φορούσε την <τίμια στολή του αγρότη> και θα ίδρωνε μέχρι να σκάψει τα είκοσι, είκοσι πέντε τετραγωνικά μέτρα να φυτέψει τα λαχανικά του. Θυμάται ένα Σαββατοκύριακο, θα ήταν Φεβρουάριος μήνας και είχε χιονίσει στην περιοχή. Η ημέρα φαινόταν ηλιόλουστη από το πρωί.

Ήταν στο εξοχικό του, στην μεγάλη του βεράντα και απολάμβανε τον ήλιο μέσα σε ένα τοπίο από χιόνι. Κάποια στιγμή φωνάζει τη γυναίκα του και της έδωσε δύο χούφτες, από το σπανάκι του. “Κάνε μια βρασιά θα το φάμε εδώ στον ήλιο”. Είχε δίκιο. Το σπανάκι ήταν νοστιμότατο. Έχουν περάσει χρόνια, όμως τη νοστιμιά του ακόμα τη φέρνει στη μνήμη του.

«Κύριε Πέτρο» μπαίνει μέσα στο γραφείο ο Δημήτρης, ο συνεργάτης του.
«Τι έχουμε Δημήτρη;¨»
«Έκτακτο περιστατικό»
«Σαν τι Δημήτρη;»
«Ένα δεκάχρονος μαθητής χάθηκε μετά το απογευματινό του σχολείο. Οι γονείς δήλωσαν την εξαφάνιση στο ΣΤ Αστυνομικό Τμήμα. Είναι λιγάκι περίεργη η ιστορία. Φαίνεται ότι ο μαθητής έκανε σκασιαρχείο το πρωί και το απόγευμα που πήγε σχολείο έφαγε από το δάσκαλο, το ξύλο της χρονιάς του. Το σχολείο είναι το Ιδιωτικό Στέγκα και Γκίκου. Έκτοτε δεν φάνηκαν πουθενά τα ίχνη του»
“Σκασιαρχείο, ένας δεκάχρονος μαθητής της Τετάρτης Δημοτικού; έχει οικογένεια; είναι διαλυμένη;”
”Έχει κύριε Διοικητά. Το μυστήριο είναι ότι σαν μαθητής είναι πολύ καλός, ο πρώτος θα έλεγα”

«Πάμε Δημήτρη στο ΣΤ Τμήμα να οργανώσουμε την ανεύρεση του. Φαίνεται ότι δεν θα πάω στο εξοχικό μου το Σάββατο. Να σου πω καλύτερα. Μούχλιασα στο Γραφείο. Λιγάκι δράση δεν βλάπτει»
«Τι να κάνω εγώ κύριε Αστυνόμε;»
«Πάρε το αυτοκίνητο. Φέρε το μπροστά στην είσοδο και κατεβαίνω. Θα μας δοθεί ο χρόνος στο δρόμο να συζητήσουμε για τις επόμενες ενέργειες μας»
«Καλώς κύριε Αστυνόμε»

Άλλο ένα παιδί που δεν μπόρεσε να αντέξει το βάρος της τιμωρία του. Τα παιδιά τις περισσότερες φορές κάνουν πράγματα που δεν τα θέλουνε. Ζουν στον κόσμο της αθωότητας τους. Εμείς οι μεγάλοι, οι μορφωμένοι, έχουμε μπερδέψει τις διαδικασίες και τις έννοιες.

Αναγκάζουμε το παιδί και το στέλνουμε στο Σχολείο. Δεν το ρωτάμε αν το θέλει. Αν νοιώθει άνετα στο νέο περιβάλλον που το στέλνουμε. Και από πάνω, αν δεν τηρήσει τους κανονισμούς του Σχολείου, το τιμωρούμε. Μπλεγμένα πράγματα στην πολιτισμένη μας κοινωνία.

Ο Αστυνόμος Πέτρου μαζί με τον βοηθό του, εγκαταστάθηκαν στο γραφείο του Διοικητή του ΣΤ Αστυνομικού Τμήματος της περιοχής. Το ΣΤ Αστυνομικό Τμήμα είχε εγκατασταθεί επί των οδών Καλοκαιρινού – Μακεδονίας και Κορυτσάς, ένα χιλιόμετρο από το σπίτι του Φίλιππα. Ήταν ένα περίεργο κτίσμα σε σχήμα τριγώνου με επιβλητική όψη. Ή μήπως επειδή ήταν Αστυνομικό Τμήμα φάνταζε έτσι;

Φώναξαν τους γονείς του μικρού Φίλιππα για την πρώτη κατατοπιστική ανάκριση και στρώθηκαν στη δουλειά.
«Δημήτρη να στείλεις σήματα, πρώτα στο Τμήμα της περιοχής του Περάματος, ύστερα στο Α Τμήμα του Πειραιά, με τη σημείωση να ερευνήσει ο αστυφύλακας υπηρεσίας, ιδιαίτερα το Πασαλιμάνι. Να στείλεις σήμα στο Τμήμα της Βούλας, εκεί πήγαινε τακτικά η οικογένεια του Φίλιππα για μπάνιο. Να στείλεις σήμα στο Τμήμα του Νέου Φαλήρου, έχουμε ενδείξεις ότι η οικογένεια την ήξερε την περιοχή. Να ειδοποιήσεις το Β Αστυνομικό Τμήμα του Πειραιά, ο αστυφύλακας υπηρεσίας να ερευνήσει περισσότερο, ιδιαίτερα την Ακτή Ποσειδώνος, ήταν γνωστό μέρος του νεαρού, ο πατέρας του, του ψώνιζε παπούτσια. Να στείλεις σήμα στο Τμήμα της Κοκκινιάς, να ερευνήσει το περιβολάκι, εκεί γύρω η οικογένεια είχε συγγενείς και πήγαιναν που και που.

Να κάνεις εκτενή περιγραφή του νεαρού μας. Κουρεμένος γουλί με μια φούντα μπροστά στο μέτωπο, τις αφέλειες. Κοντό παντελόνι χρώματος γκρι στερεωμένο με τιράντες. Παπούτσια μαύρα σχεδόν καινούργια. Η εμφάνιση του καθαρή και περιποιημένη.

Η σάκα του κλασική, πάνινη και την κουβαλά στην ώμο του. Συνηθισμένο οβάλ πρόσωπο με καστανά σκούρα μαλλιά και καστανά μάτια.

«Δημήτρη που αλλού μας είπαν οι γονείς του, ότι τον έχουν πάει τον νεαρό στο παρελθόν;»
«Μας είπαν για το Κέντρο του Πειραιά, για το Νέο Φάληρο, για τη Βούλα, για το Πέραμα, για την Κοκκινιά, για την Μαγκουφάνα, τα Ταμπούρια ………..»
«Ναι!! στείλε ένα Αστυφύλακα από εδώ να κάνει μια περιοδεία μέχρι τον Άγιο Γεώργιο και μέχρι τον κινηματογράφο Παλλάς»

«Δημήτρη θύμισέ μου αν ερωτήσαμε τους γονείς του μικρού για χρήματα. Του έδιναν καθόλου; θα μπορούσε να έχει εισιτήριο για κάποιο ταξίδι μακρινό ή κοντινό;»
«Έπαιρνε χρήματα για το καθημερινό του κουλούρι. Πιθανώς για αστική συγκοινωνία να τον έφταναν»
«Η πιο πιθανή περιοχή που μπορεί να πήγε ο μικρός Φίλιππας είναι τα Ταμπούρια που ζει ή ο Πειραιάς που τον επισκεπτόταν, περισσότερο με τον πατέρα και τη μάνα του. Ενισχύστε την περιπολία σε αυτές τις δύο περιοχές. Και ……….. Δημήτρη, σε μια ώρα θέλω αναφορά από όλους όσους στείλαμε σήματα»
«Καλώς κύριε Αστυνόμε»

Ο Αστυνόμος Πέτρου καθόταν στο ξένο γραφείο του Διοικητή του ΣΤ Αστυνομικού Τμήματος και σκεφτόταν συνέχεια τα δεδομένα της εξαφάνισης του μικρού Φίλιππα. Θεωρούσε αδύνατη την απαγωγή του μικρού από γύφτους. Είχε επικοινωνήσει με τον σύνδεσμό του στους γύφτους της Αγίας Βαρβάρας. Η απάντηση ήταν αρνητική. Ο μικρός δεν προσφερόταν για τέτοιες περιπέτειες, ακόμα και οι γύφτοι απαγωγείς τηρούσαν τους κανόνες δεοντολογίας τους. Άρπαζαν, καλλίτερα περισυνέλεγαν παιδιά που δεν τα ήθελαν οι νεαρές, πρώιμες μητέρες.

Θεωρούσε αδύνατη την απαγωγή του μικρού για λύτρα, μόνο σ’ αμερικανικές ταινίες μπορούσε να συμβεί, όχι στην ελληνική κοινωνία.

Το μυξιάρικο, φοβήθηκε και πήρε τους δρόμους. Αυτό είναι το συμπέρασμα που λογικά βγαίνει από όλα τα δεδομένα της υπόθεσης. Πρέπει όπου είναι να έλθει σήμα ότι βρέθηκε το παιδί.
«Δημήτρη» φωνάζει τον βοηθό του ο αστυνόμος Πέτρου «πήρες τηλέφωνα τα κοντινά νοσοκομεία; μήπως κάπου κτύπησε ο μικρός και τον πήγαν στο Κρατικό ή στο Τζάνειο του Πειραιά»
«Να κοιτάξω κύριε Αστυνόμε αμέσως»
Ο Δημήτρης παίρνει το υπηρεσιακό τηλέφωνο στο χέρι και καλεί το κέντρο:

«Κέντρο, εδώ υπαστυνόμος Δημήτρης Καλότυχος της Διεύθυνσης Πειραιά, δώστε μου το Τζάνειο Νοσοκομείο"
"Τζάνειο, εμπρός, υπαστυνόμος Δημήτρης Καλότυχος, έχετε περιστατικό με δυστύχημα για ένα μικρό δέκα χρόνων; Όχι είπες; Α!!! μάλιστα ευχαριστώ. Καληνύχτα»

«Κέντρο, δώσε μου το Κρατικό Νικαίας. Ναι!!! να ρωτήσω για ατυχήματα"
"Κρατικό!! εμπρός Κρατικό με ακούς; ναι !!! Υπαστυνόμος........ είχατε ατύχημα με δεκάχρονο αγόρι; Ναι είχε και τσάντα στο ώμο του. Ναι!! Σχολική τσάντα. Όχι!! Δεν είχες. Είσαι σίγουρος; καλά ευχαριστώ. Καληνύχτα"


Το μαύρο τηλέφωνο στο γραφείο του Διοικητή κτύπησε. Ο Πέτρου σηκώνει το ακουστικό. Το Κέντρο της Υπηρεσίας ακούγεται να μιλά;
"Τον κύριο Πέτρου, τον ζητούν από το Α Αστυνομικό Τμήμα του Πειραιά"
"Σύνδεσέ με γρήγορα"

"Κύριε Πέτρου, ο Διοικητής του Α Τμήματος είμαι. Βρέθηκε ο μικρός. Ήταν στο Πασαλιμάνι. Κάτω στην αμμουδιά. Δίπλα σε μια βάρκα"
"Έρχομαι αμέσως Γρηγόρη. Κράτησε τον μικρό μπόμπιρα "
"Καλώς κύριε Πέτρου"
"Είναι σε καλή κατάσταση η υγεία του;"
"Ναι μόνο κρυώνει λίγο"
'Ερχομαι..................."
"Δημήτρη βρέθηκε ο μικρός. Πάμε στο αυτοκίνητο, ειδοποίησε τους γονείς και όλα τα σχετικά"


***

«Αυτός είναι ο νεαρός μας μαθητής;" ρωτά τον Διοικητή του Α Τμήματος ο Αστυνόμος Πέτρος Πέτρου..
"Ναι αυτός"
"Έλα εδώ Φίλιππα"
Ο Φίλιππας με σκυμμένο το κεφάλι πλησιάζει τον Αστυνόμο που του χαμογελά. Κάτι του λέει ότι αυτός ο άνδρας μπορεί να γίνει φίλος του. Να τον εμπιστευτεί. Δεν μοιάζει με τους άλλους σκληρούς αστυνομικούς με τα γκλόπς και τα πιστόλια στα παντελόνια τους. Δεν πρέπει να πέφτει έξω.
"Πως έφτασες στο Πασαλιμάνι μικρέ;"
"Πήρα το τραίνο από τη Στάση Παναγιωτάκου"
"Είχες χρήματα;"
"Όχι "
"Τότε;"
"Καβάλησα από πίσω, το τραμ"

"Έχεις ξανά καβαλήσει πίσω από το τραμ;"
"Όχι, είδα τους άλλους που το έκαναν. Το έκανα και εγώ"
"Γιατί δεν πήγες σπίτι σου; Φοβήθηκες;"
"Έφαγα πολύ ξύλο στο σχολείο. Ύστερα θα έτρωγα άλλο τόσο και περισσότερο από τη μάνα μου και τον πατέρα μου.......... Δεν μπορούσα να το αντέξω.........."
"Έκανες όμως σκασιαρχείο"
"Όχι δεν έκανα σκασιαρχείο. Η πόρτα του σχολείου ήταν κλειστή. Τι να έκανα;" ο μικρός Φίλιππας επιμένει στον ισχυρισμό του, φωνάζοντας με τόλμη.
"Ηρέμησε μικρέ, για πες μου. Τι άλλο σε φόβισε. Όχι βέβαια, μόνο το ξύλο της μάνας σου;"

"Να !! την περασμένη Τετάρτη ήμουνα στο σπίτι ενός συμμαθητή μου, του Σπύρου. Πήγα να του δείξω την Ανάγνωση και την Ορθογραφία της άλλης ημέρας. Η μάνα του άρχισε να τον βρίζει, επειδή δεν ήξερε το μάθημα που μας έβαλε η δασκάλα. Νευρίασε τόσο πολύ, που πήρε ένα μαχαίρι από την κουζίνα και του φώναζε:
"Θα σε σφάξω, αν δεν μάθεις γράμματα" εγώ φοβήθηκα και έφυγα. Δεν ξέρω τι έγινε μετά. Σκέφθηκα μήπως συμβεί το ίδιο και σε μένα. Καλύτερα να με φάνε τα.............. φαντάσματα παρά να με σφάξει η μάνα μου επειδή δεν πήγα σχολείο"
"Έλα" του λέει χαμογελαστός ο Πέτρου. Θα σε πάω στου γονείς σου. Σε αγαπούν πολύ. Ανησύχησαν με την εξαφάνισή σου. Όλοι οι γονείς δεν είναι το ίδιο .........
"Ύστερα έχω διαβάσει ότι υπάρχουν και καλά φαντάσματα, μπορεί να την γλίτωνα .................."



ΤΕΛΟΣ

Σημ: Οποιαδήποτε ομοιότητα με την πραγματικότητα είναι εντελώς συμπτωματική

Δείτε πίνακα διηγημάτων στην Ανάρτηση της 6/5/2014
  






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου