Τρίτη 6 Μαΐου 2014

Ο Γρηγόρης ο Γόης (Αστυνομικό Διήγημα) 6 Μαΐου 2014


Πίνακας Νο 4 Διηγήματα με περιβάλλον αστυνομικό, μυστηρίου,  αγωνίας (ιστορίες χωρίς φόνους), (ανάρτηση 6 Μαΐου 2014)
Αναρτήσεις
Οι Νεαροί Επιβήτορες Η εποχή του νόμου 4.000
3 Μαΐου 2014
6 Μαΐου 2014
Φαλτσέτα χωρίς αίμα .Ακόμα και τα μαθητικά παιχνίδια είναι επικίνδυνα
7 Μαΐου 2014
Το πρώτο μου Σκασιαρχείο
8 Μαΐου 2014
Παράθυρο φονιάς
9 Μαΐου 2014
Κληρονομητήριο
10 Μαΐου 2014
Χρηματαποστολή
12 Μαΐου 2014
Επιδρομή στο Νεκροταφείο
13 Μαΐου 2014
Ο Μπαμπίτης ο Μάγκας
14 Μαΐου 2014
Το παρκάρισμα
15 Μαΐου 2014




Ο Γρηγόρης ο Γόης (Αστυνομικό Διήγημα) 6 Μαΐου 2014


Άλλες ιστορίες καθημερινότητας
του Αστυνόμου Πέτρου Πέτρου
του γνωστού απλησίαστου 2Π

1.    Παράθυρο Φονιάς
2.    Φαλτσέτα χωρίς Αίμα
3.    Αεροπορική Χρηματαποστολή
4.    Ο Γρηγόρης ο Γόης
5.    Το Πρώτο μου Σκασιαρχείο


  




Στο καφενείο της γειτονιάς κοντά στην Εκκλησία της Υπαπαντής του Κυρίου του Δήμου Πειραιά, μαζευόντουσαν όλοι οι νεαροί της εποχής, στο τέλος της δεκαετίας του εξήντα. Το καφενείο συγκέντρωνε το πρωί τους άνεργους και αργόσχολους νέους, μαζί με λίγους φοιτητές της περιοχής. Το απόγευμα συγκέντρωνε όλους τους εργαζόμενους, για να ανταλλάξουν πολιτικές ή κοινωνικές απόψεις και να παίξουν μια παρτίδα πρέφα, για τους ποιο ζωηρούς μια παρτίδα τάβλι. Το καφενείο εκείνη την εποχή ήταν τόπος συγκέντρωσης και βήμα όλου του αρσενικού πληθυσμού, από την εφηβική ηλικία και επάνω. Εκεί σχηματιζόντουσαν οι ομάδες για τις πολιτικές πορείες, εκεί οι νεαροί της εποχής έκαναν δειλά τα πρώτα πειράματα της ερωτικής τους εξόρμησης, εκεί γινόντουσαν γνωστές οι αθλητικές και ποδοσφαιρικές επιδόσεις των πελατών του. Το καφενείο μαζί με το άλλο στέκι της παρέας, την ταβέρνα, ήταν οι δύο πόλοι έλξεως των επίδοξων νεαρών που σιγά, σιγά γινόντουσαν άνδρες.

Το καφενείο ήταν πάντα πόλος έλξεως όλων των μικροπωλητών, όχι μόνο της περιοχής, αλλά και του ευρύτερου Πειραιά. Παρηλάσανε από τις πάντα ανοικτές πόρτες του, ακόμα και το χειμώνα, οι κουλουρτζήδες, οι υφασματάδες, οι λαχειοπώλες, οι φιστικάδες και στραγαλάδες και οι παγωτατζήδες. Μικροί επαγγελματίες που μπορούσαν να προσφέρουν μικρές απολαύσεις στους θαμώνες του καφενείου.

Μια μέρα εμφανίστηκε στις πόρτες του καφενείου ο Γρηγόρης, ένα νέο παλικάρι, με καλή στο μάτι κορμοστασιά που πουλούσε τσίχλες. Τα ρούχα του Γρηγόρη ήταν καθαρά αλλά φθαρμένα, έντονα φθαρμένα, παπούτσια με σκισμένο το πάνω δέρμα τους, παντελόνι καθαρό αλλά όχι ιδιαίτερα σιδερωμένο, πουκάμισο ανεκτικό στο μάτι, όταν ήταν καλοκαίρι και σακκάκι στην ίδια κατάσταση με το παντελόνι το χειμώνα. Βέβαια δεν αποτελούσαν κοστούμι. Το κοστούμι, το φορούσε ένα μικρός αριθμός του ανδρικού πληθυσμού με καλή οικονομική κατάσταση. Την ενδυμασία του Γρηγόρη την συμπλήρωνε η τραγιάσκα.

Ο Γρηγόρης πουλούσε τσίχλες κουφέτο, σε συσκευασία πακετάκι, που άρχισε να τις χρησιμοποιεί και ο αρσενικός πληθυσμός. Εκείνη την εποχή υπήρχαν οι τσίχλες που έκαναν και φούσκες αλλά ήταν προνόμιο περισσότερο των κοριτσιών. Η τιμή της τσίχλας ήταν προσιτή στον πολύ κόσμο. Τότε ξεκίναγε και η επιθυμία των νέων ανθρώπων να προσέχουν με προληπτικά μέτρα τα δόντια τους. Η τσίχλα κουφέτο ήταν ένα από αυτά.

"Τσίχλες ο Γρηγόρης ο γόης" διαλαλούσε ο μικροπωλητής.
"Τσίχλες, ο Γρηγόρης ο γόης" ξανά διαλαλούσε ο μικροπωλητής. Η αλήθεια είναι ότι οι τσίχλες ήταν αμερικανικές. Από τον Νέο Κόσμο μας ήλθε αυτή η καταναλωτική συνήθεια, δήθεν για να προστατεύει και δυναμώνει τα δόντια.

"Γρηγόρη δώσε μου ένα πακέτο"
"Ορίστε.............."
"Πόσο κάνει;"
"Μια δραχμή"
Ο Γρηγόρης ήταν ευγενικός και καλόκαρδος. Γύρναγε όλο τον Πειραιά και τις συνοικίες του, μέχρι τις πιο μακρινές. Πέρναγε καφενεία, ταβέρνες, μαγαζιά της γειτονιάς, νοικοκυρές που ήθελαν να αγοράσουν τις τσίχλες του και πούλαγε. Ήταν ένα καλόκαρδο μεγάλο παιδί, παρά τα τριάντα πέντε τόσα χρόνια του. Ήξερε μόνο να πουλάει τσίχλες και τίποτα άλλο. Δεν κοίταζε τις κοπελιές, δεν κοίταζε τα μπιλιάρδα και τα ποδοσφαιράκια, μόνο τη δουλειά του, να πουλάει τσίχλες.

Όλοι του καφενείου τον θεωρούσαν λιγάκι κουτούτσικο, λιγάκι ελαφρό στο μυαλό, χωρίς πονηράδες και ύπουλες συμπεριφορές. Αυτή ήταν και μια αιτία που του αγόραζαν τις τσίχλες του, τον λυπόντουσαν αλλά και τον πείραζαν.
"Γιώργο ήλθε ο Γρηγόρης, ο γόης" φωνάζει ο Αλέκος.
"Ποιος Γρηγόρης. Αυτός που είναι γρήγορος στα πόδια;"
"Με τις τσίχλες. Παμε να τον πειράξουμε" και έβγαιναν όλοι έξω στο πεζοδρόμιο του καφενείου για υποδοχή.

"Τσίχλες, ο Γρηγόρης ο γόης" ακούστηκε δυνατή και καθάρια η φωνή του.
"Γρηγόρη είναι φρέσκιες οι τσίχλες;"
"Φρεσκότατες από τη Αμερική " απαντά ο Γρηγόρης
"Είναι σήμερα φθηνότερες;"
"Έχουν τη ίδια τιμή"
"Μου δίνεις δύο"
"Ορίστε" και του προσφέρει δύο πακετάκια.
"Θέλω δύο κουφέτα"
"Δεν μπορώ!! θα χαλάσουν οι υπόλοιπες"
"Έλα μην τον πειράζεις» επεμβαίνει ο Αλέκος.
"Τσίχλες ο Γρηγόρης, ο γόης" πάλι η δυνατή και καθαρή φωνή του.
"Γιατί σε λένε Γρηγόρη" ρωτάει ένας τρίτος νεαρός.
"Γιατί είμαι γρήγορος στα πόδια" απαντά και βγαίνουν τα χαμόγελα της παρέας.
"Το παντελόνι σου δεν έχει τσάκιση " πετάει ένα άλλος νεαρός.
"Κόπηκε το ρεύμα εχθές και δεν το σιδέρωσε η μάνα μου"
Ακόμα περισσότερα γέλια στην παρέα. Όμως οι δραχμές από τις πωλήσεις αλλάζουν συνέχεια χέρια.
"Τι θα τα κάνεις τα λεφτά που κερδίζεις Γρηγόρη;"
"Θα τα δώσε της μάνας μου"
Η εύθυμη και πειρακτική κουβεντούλα κάποτε τελείωσε. Ο Γρηγόρης μάζεψε τις δραχμές του και συνέχισε την πορεία του.
"Τσίχλες, ο Γρηγόρης ο γόης!!!"

***


«Αλέκο! κοίταξε ποιος μας ήλθε;» λεει ο Γιώργος σηκώνοντας τα μάτια του από το τάβλι.
«Τσίχλες ο Γρηγόρης, ο γόης» και χαμογελούν στο καφενείο με κατανόηση.
Ο Γρηγόρης εμφανίστηκε έξω στο πεζοδρόμιο του Καφενείου. Δεν έμπαινε συνήθως σε κλειστούς χώρους. Τους απέφευγε. Κρατούσε μια απόσταση απέναντι στους ανθρώπους, ίσως για διαφυγή. Ήθελε να τον περιτριγυρίζουν άνθρωποι, ένοιωθε ότι ήταν κάποιος, ήθελε όμως και διεξόδους διαφυγής. Η εμφάνιση του Γρηγόρη ήταν εντελώς προς το καλύτερο. Φόραγε καινούργιο κουστούμι παρακαλώ, καλά σιδερωμένο, φόραγε γυαλισμένα καινούργια παπούτσια και συμπλήρωνε την αμφίεσή του με μια καινούργια τραγιάσκα, σε χρώμα ταιριαστό με το κουστούμι.

Τα παιδιά του καφενείου έμειναν έκπληκτα σε μια τέτοια εμφάνιση. Είδαν τις αλλαγές στον Γρηγόρη και άρχισαν τα πειράγματα.
«Γρηγόρη είσαι καινούργιος σήμερα»
«Καινούργιο, σκαρπίνι παπουτσάκι Γρηγόρη. Έχουν κέρδη οι τσίχλες από την Αμερική, βλέπω. Τσίχλες κουφέτα. Έτσι;;;»
«Η τραγιάσκα, σου παει Γρηγόρη, σε κάνει γόη»
«Ο Γρηγόρης ο γόης» φωνάζει ξαφνικά ο μικροπωλητής.
«Ωραίο χρώμα η γραβάτα. Και αυτή από τις εισπράξεις της τσίχλας;»
Ο Γρηγόρης δεν μίλησε στα πρώτα πειράγματα, αρκέστηκε να διαλαλήσει το εμπόρευμα του.
«Τσίχλες ο Γρήγόρης, ο γόης»
«Τσίχλες ο Γρηγόρης, ο γόης»

Η παρέα του καφενείου όμως δεν τον άφηνε σε ησυχία.
«Ρε Γρηγόρη ποιος σε περιποιείται έτσι;»
«Η μάνα μου. Καλά να είναι!!!»
«Σε σιδερώνει, σε πλένει, σε φροντίζει, ποιος!!!»
«Η μάνα μου»
«Μήπως Γρηγόρη υπάρχει κανένα θηλυκό;»
«Όχι θηλυκό παιδιά. Μακρυά από θηλυκό. Έτσι λεει η μάνα μου»
«Τσίχλες ο Γρηγόρης ο γόης» φωνάζει πάλι με την καθαρή και δυνατή φωνή του ο μικροπωλητής.
«Τι γόης είσαι ρε Γρηγόρης χωρίς κοπέλα;»
«Όχι θηλυκά παιδιά»
«Και τι άλλο λεει για τα θηλυκά η μάνα σου Γρηγόρη;»
«Φέρνουν καταστροφή λεει η μάνα μου»
«Δεν θα παντρευτείς Γρηγόρη;»
«Θα παντρευτώ, όταν μου βρει μια καλή κοπέλα η μάνα μου»

Ο Γρηγόρης εδώ και αρκετό χρόνο απέκτησε οικονομική ευχέρεια. Κράτησε αυτός και η μάνα του τα περισσευούμενα χρήματα και εμφανίζονται στον κόσμο καλοβαλμένοι. Το σχόλιο της παρέας των νέων του καφενείου είναι ενδεικτικό:
«Τραγιάσκα καινούργια, ο Γρηγόρης;»
«Πατούμενο καινούργιο, ο Γρηγόρης»
«Κουστουμάκι καινούργιο, ο Γρηγόρης;» ένας μάλιστα νέος τον έπιασε φιλικά από τους ώμους. Ο Γρηγόρης κατανόησε ότι έπρεπε να ξεγλιστρήσει από τον κλοιό των νεαρών. Έκανε μια γρήγορη στροφή και έφυγε τρέχοντας να στρίψει το στενό.
«Τσίχλες ο Γρηγόρης ο γόης» ακούστηκε η φωνή του.

Σε χαμηλές συζητήσεις της παρέας, θαύμαζαν τη συνεχή και σκληρή δουλειά του Γρηγόρη, του γόη, να γυρνά τις γειτονιές του Πειραιά, θαύμαζαν την εγκράτεια του να κάνει οικονομίες στα έξοδα του, θαύμαζαν την πρόθεση του να έχει μια καλή εμφάνιση στη δουλειά του. Αυτός ο θαυμασμός έφερνε τις άλλες θύμισες στο μυαλό τους:

«Και να σκεφθείς ότι είναι καθυστερημένος στο μυαλό»

***

Ο Αστυνόμος Πέτρος Πέτρου βρίσκεται στο γραφείο του στην Αστυνομική Διεύθυνση Πειραιά, επί της οδού Βασιλέως Κωνσταντίνου. Κοιτάζει τον φαρδύ δρόμο κάτω από το γραφείο του. Βλέπει το απέναντι κτίριο των Εκτελωνιστών φωτισμένο και με μεγάλη κινητικότητα και το μυαλό του πάει στον πρώτο του ξάδελφο, τον Παναγιώτη. Καλή η επιλογή του να ακολουθήσει το επάγγελμα του εκτελωνιστή. Οι δουλειές του πανε καλά και ζει αυτός και η οικογένεια του, με σχετική οικονομική άνεση. Καλύτερη άνεση από τον αστυνόμο. Αυτός είναι δημόσιος υπάλληλος. Μπροστά του πάντα είναι η αξιοπρέπεια της Υπηρεσίας και του Κράτους, ακολουθούν οι απολαβές, ο μισθός του.

Πολλές φορές κουβεντιάζουν για το μέλλον με τον ξάδελφο. Κουβεντιάζουν τη ζωή τους. Πως θα είναι μετά από είκοσι χρόνια. Ο Πέτρου θα έχει να λαμβάνει μια οικονομική ενίσχυση στην αποχώρηση από την Υπηρεσία, το εφάπαξ. Η σύνταξή του θα είναι αρκετή για το υπόλοιπο της ζωής του. Θα ενισχύσει την οικογένεια με το εφάπαξ που θα πάρει, έτσι, να βλέπει τη χαρά στα πρόσωπα των μελών της οικογένειας. Ο εξάδελφος του έχει τον σκόπελο της ενιαίας εσωτερικής αγοράς μπροστά του. Δεν γνωρίζει τις συνέπειες αυτής της νέας πρωτοπόρου ευρωπαϊκής ρύθμισης, στη δουλειά του. Η απαισιόδοξη άποψη λεει ότι θα χαθεί το μεγαλύτερο μέρος δουλειάς. Θα πεινάσουν. Η αισιόδοξη μιλάει για μεταστροφή σε συγγενή επαγγέλματα. Έχει αισιοδοξία για την καλύτερη ποιότητα ζωής που θα διαμορφώσουν τα πακέτα σύγκλισης της Κοινότητας, για το βάπτισμα μας σε Ευρωπαίους Πολίτες.

Αυτά σκέπτεται, όταν μπαίνει μέσα ο βοηθός του.
«Τι συμβαίνει Δημήτρη;»
«Κύριε Πέτρου, θέλετε να κατεβείτε στο υπόγειο;»
«Να δω κάτι ενδιαφέρον Δημήτρη; κάτι σπουδαίο;»
«Να δείτε η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, μέχρι που μπορεί να κατρακυλήσει»
«Έρχομαι. Δεν έχω και κάτι επείγον τώρα. Ύστερα πάντα με εντυπωσιάζεις με την δηκτικότητα σου»

Ο πολύτιμος βοηθός του και ο Αστυνόμος Πέτρου παίρνουν τη σκάλα για να κατέβουν στο υπόγειο. Πάντα ο Πέτρου κάνει την εικονική του γυμναστική στο κατέβασμα της σκάλας. Νοιώθει αίσθημα ευφορίας στο επαναλαμβανόμενο τράνταγμα του ποδιού και του κορμιού του, όταν έλθει σε επαφή με το σκαλοπάτι.

Το υπόγειο χρησιμοποιείτε για τις προσωρινές συλλήψεις, συνήθως την νύκτα. Μεθυσμένοι, ταραχοποιοί, αλήτες, περιθωριακά στοιχεία, όλες αυτές οι ανθρώπινες υπάρξεις συγκεντρώνονται από όλες τις συνοικίες του Πειραιά. Το πρωί γίνεται η ανάλογη μετακίνηση τους. Πότε τους αποστέλλουν στον εισαγγελέα. Πότε τους αφήνουν ελεύθερους. Πότε γίνονται μηνύσεις.

«Κύριες Διοικητά, κοίταξε αυτόν. Είναι ο Γρηγόρης, ο Γόης»
«Γόης, τρομάρα του!!!»
«Μην το λετε κε Διοικητά»
Ένας άνδρας απροσδιόριστου ηλικίας ήταν ξαπλωμένος στο παγκάκι του υπογείου. Έμοιαζε να μη καταλαβαίνει τίποτα. Το βλέμμα του ήταν απλανές. Φορούσε κουρέλια. Ήταν βρώμικος και αξύριστος. Η κατάστασή του φαινόταν ότι ήταν μόνιμη, δεν ήταν κάτι προσωρινό.

«Τον μάζεψαν τα παιδιά το βράδυ, από ένα παγκάκι στο περιβολάκι της Νίκαιας. Έκανε κρύο πολύ, τον λυπήθηκαν και τον έφεραν εδώ. Θλιβερή η διαδρομή του στη ζωή»
«Πόσο θλιβερή;»
«Ζούσε με τη μάνα του σε ένα σπιτάκι στον Κορυδαλλό. Έβγαινε στις γειτονιές και πούλαγε τσίχλες αμερικάνικες. Αυτές που είναι κουφέτα. Οι δουλειές του πήγαιναν καλά. Η μάνα του τον διατηρούσε καθαρό, αξιοπρεπή, με μια λέξη κύριο. Τα λεπτά που έβαζαν στην άκρη γινόντουσαν περισσότερα. Καινούργια ρούχα, καινούργια παπούτσια, καλό φαγητό από τη μάνα του και η ζωή είναι ωραία.

«Όμως ο δαίμονας πάντα έχει το όπλο του και κτυπά. Κτύπησε και τον Γρηγόρη. Ο Γρηγόρης ο γόης, έτσι τον ήξεραν όλοι, ήταν λιγάκι ελαφρός στο μυαλό. Απέφευγε τις γυναίκες, έτσι του είχε πει η μάνα του για να τον προστατεύσει. Δεν τις πλησίαζε, δεν τις απηύθυνε τον λόγο. Ήταν έξω από το στοιχείο του. Βρέθηκε όμως η κατάλληλη. Έμαθε για τα χρήματα που είχε ο Γρηγόρης και πέρασε στην επίθεσή της, καταστρώνοντας σχέδιο. Ήθελε να τους βάλει <χέρι>. Άρχισε να τον καλόβλεπε, του καλομιλούσε, του χαϊδολογιόταν δίπλα του, τον προσκαλούσε στο σπίτι της.

«¨Έλα Γρηγόρη στο σπίτι. Είναι και η μάνα μου εκεί. Θα πιούμε καφέ. Έχω και γλυκό νεραντζάκι».
«Δεν του μίλαγε για το άλλο γλυκό, το απαγορευμένο, το μεγάλο της όπλο»

«Να ρωτήσω τη μάνα μου» απαντούσε ο Γρηγόρης.
«Δεν πειράζει Γρηγόρη. Της το λες μετά. Άλλωστε η μάνα σου και η μάνα μου είναι φιλενάδες»
Ο Γρηγόρης πείστηκε και κρυφά από τη μάνα του έμπαινε στο σπίτι της Σουλτάνας, να πιει καφέ, να φαει το νεραντζάκι του.
«Η πρώτη κατάκτηση έγινε από την Σουλτάνα. Τον έμπασε στο σπίτι της. Τώρα πρέπει να τον βάλει στο κρεβάτι της. Μικρή είναι η απόσταση. Και τον έβαλε.
Χαρές ευτυχίες ο Γρηγόρης. Πρωτόγνωρα συναισθήματα. Η αγάπη για τη μάνα του πέρασε σε δεύτερη μοίρα. Όσο πέρναγε ο καιρός, τόσο πιο συχνά ο Γρηγόρης πήγαινε στο σπίτι της Σουλτάνα.

Η επόμενη κίνηση της Σουλτάνας ήταν να φαει τα λεπτά του Γρηγόρη. Σιγά μήπως παντρευόταν τον ηλίθιο, τον βλάκα. Αυτή είχε μεγάλα σχέδια για τον εαυτό της. Ο τσακωμός του Γρηγόρη με τη μάνα του δεν άργησε. Της ζήταγε χρήματα από τα έτοιμα. Όλο ζήταγε χρήματα από τα έτοιμα. Η μάνα του έβλεπε την συμφορά, την καταστροφή να πλησιάζει. Έκλαιγε και στεναχωριόταν με την εξέλιξη που πήρε ο δρόμος του γιου της
Ο Γρηγόρης με τη Σουλτάνα πήγαιναν στον Τζίμη τον Χονδρό στην Κοκκινιά, να ακούσουν Τσιτσάνη.
Πήγαιναν στις Τζιτζιφιές να γλεντήσουν.
Πήγαιναν να ψωνίσουν όμορφα φορέματα της Σουλτάνας.
Πήγαιναν εκδρομές στην Μαγκουφάνα..
Πήγαιναν για μπάνιο στου Ζούμπερι.

Σιγά, σιγά τα έτοιμα χρήματα άρχισαν να μειώνονται επικίνδυνα. Ο Γρηγόρης δεν ήταν τακτικός στις γειτονιές, για να πουλήσει τις τσίχλες του. Τα έσοδα του έφθασαν στο μηδέν. Τα έτοιμα χρήματα εξαντλήθηκαν. Ο Γρηγόρης άρχισε να πίνει. Η Σουλτάνα μόλις κατάλαβε ότι εξαντλήθηκαν τα χρήματα, τον πέταξε έξω από την πόρτα της. Από την στεναχώρια της η μάνα του πέθανε. Ο Γρηγόρης έβλεπε τη ζωή να φεύγει κάτω από τα πόδια του και έγινε μπεκρής, για να ξεχνάει.

«Κύριε Διοικητά αυτή είναι η ιστορία του»
«Δημήτρη εδώ η γυναίκα λειτούργησε σαν ανεμοστρόβιλος. Έπεσε στο διάβα του ο Γρηγόρης και τον σκότωσε. Ξέρω τι περιμένουμε ακόμα. Τον θάνατο του και τον ενταφιασμό του στο κοινοτάφιο της Ανάστασης»

Ο Αστυνόμος Πέτρου κοιτάζει με θλίψη το σχήμα ανθρώπου που βρίσκεται στον πάγκο και ψιθυρίζει: “ο Γρηγόρης είναι θύμα της κακίας μιας γυναίκας. Η Σουλτάνα με τη σειρά της, είναι θύμα της ανέχειας της σημερινής κοινωνίας μας»
«Είπατε κάτι κύριε Διοικητά;»
«Τίποτα, τίποτα μουρμουράω δικά μου …….»


ΤΕΛΟΣ



Σεπτέμβριος 2003

Λέξεις 2177

Σημ: Οποιαδήποτε ομοιότητα με την πραγματικότητα είναι εντελώς συμπτωματική

Δείτε πίνακα διηγημάτων στην Ανάρτηση της 3/5/2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου