Τετάρτη 14 Μαΐου 2014

Ο Μπαμπίτης ο Μάγκας, (Αστυνομικό Διήγημα) 14 Μαΐου 2014




Ο Μπαμπίτης ο Μάγκας (Αστυνομικό Διήγημα) 14 Μαΐου 2014

Αστυνομικό Διήγημα  
Διηγήματα
Με πρωταγωνιστή τον Αστυνόμο Πέτρο Πέτρου,
τον απλησίαστο 2Π

1.Οι Νεαροί Επιβήτορες
2.Φαλτσέτα χωρίς Αίμα
3.Ο Γρηγόρης ο Γόης
4.Παράθυρο Φονιάς
5.Το Πρώτο μου Σκασιαρχείο
6.Αεροπορική Χρηματαποστολή
7.Εργατικό ατύχημα
8.Το Παρκάρισμα
9.Ο Μπαμπίτης ο Μάγκας
10.Κληρονομητήριο
Επιδρομή στο Νεκροταφείο




Γιώργος Γραικός

Ο Μπαμπίτης
ο Μάγκας
 Αστυνομικό διήγημα

www.Bookstars.gr
  


“Θέλω να ξεράσω, θέλω να ξεράσω”
Ο Φίλιππας γυρνάει το κεφάλι στο πίσω κάθισμα για να διαπιστώσει τι συμβαίνει. Η γυναίκα του η Πανωραία, έχει αποκτήσει το κίτρινο χρώμα της αρρώστιας και δείχνει να μην μπορεί να αντέξει άλλο την κλεισούρα του αυτοκινήτου. Από το βράδυ της πόναγε το κεφάλι και συνεχίστηκε ο πονοκέφαλος και τις πρωινές ώρες.

Το αυτοκίνητο ήταν στον επαρχιακό δρόμο των ορεινών χωριών της Άρτας. Είχαν αποφασίσει να πάνε, μια ολόκληρη παρέα στους Καλαρρύτες και στο Συρράκο, εκεί στα Αθαμανικά όρη. Ο Μίμης ήξερε καλά την διαδρομή. Θα χρειαζόντουσαν δύο τουλάχιστον ώρες για να διασχίσουν αυτή την απόσταση. Θα πέρναγαν από την Γραμμενίτσα, θα ανέβαιναν τα βουνά της Ροδαυγής, θα περνούσαν τους Κτιστάδες και θα έφταναν στην Κωμόπολη, στα Πράμμαντα. Μια πολιτεία που είναι κτισμένη σε απόκρημνη, θα λέγαμε, πλαγιά βουνού, εμπορικό κέντρο όλης της ορεινής περιοχής. Ύστερα θα έστριβαν αριστερά για Καλαρρύτες και Συρράκο. Όταν ακολουθήσεις όμως τον δρόμο ευθεία, σε βγάζει στους Μελισσουργούς.

Στην μέση της διαδρομής από Κτιστάδες προς Πράμμαντα η Πανωραία είχε αυτό το επεισόδιο υγείας. Ήθελε να κάνει <εξαγωγές> από το στομάχι της. Η αδιαθεσία φαίνεται μεγάλωνε. Την ανακάτωσε αρκετά το αυτοκίνητο με τις στροφές του στον ορεινό ασφαλτόδρομο. Ακούστηκε ξανά η χαρακτηριστική φράση:
<Σταμάτα ανακατεύομαι, θέλω να ξεράσω, θέλω να ξεράσω>.
Ήταν φράση συναγερμός.
Ο Μίμης, με ήσυχη κίνηση σταμάτησε το αυτοκίνητο στα δεξιά του δρόμου. Βέβαια η κυκλοφορία ήταν ανύπαρκτη σε εκείνη την περιοχή. Λίγα αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν στον αμαξιτό δρόμο. Φαίνεται ότι η εμπορική κίνηση αλλά και οι άλλες ασχολίες των κατοίκων περιοριζόντουσαν στην τοπική τους περιφέρεια. Αργότερα μας επεσήμανε ο Μίμης ότι τα Πράμμαντα, κωμόπολη της περιοχής, είχαν αντέξει στον χρόνο  σαν μεγάλο εμπορικό κέντρο. Δεν το διερευνήσαμε επισταμένος, αλλά όταν περάσαμε τους εσωτερικούς δρόμους του, είδαμε σταματημένα πολλά αυτοκίνητα. Σχεδόν πάρα πολλά για την περιοχή.

Η παρέα βρήκε και αφορμή για να δει όλο το τοπίο. Να αγκαλιάσει τη θέα από μια θέση σταθερή και όχι κινούμενη. Η αλήθεια είναι ότι απολαμβάνεις καλύτερα τη φύση όταν είσαι σταθερά δεμένος μαζί της, την ακουμπάς, την αισθάνεσαι κάτω από τα πόδια σου, παρά όταν κινείσαι επάνω της σε τέσσερα φουσκωμένα λάστιχα. Δίνει μια άλλη αίσθηση το περπάτημα στα πεσμένα φύλλα της γης ή στα απόκρημνα γλιστερά μονοπάτια του βουνού. Όταν κινείσαι με το αυτοκίνητο τότε είναι σαν να βλέπεις φωτογραφίες. Ερεθίζεται μόνο η όρασή σου, δεν συμμετέχουν οι άλλες αισθήσεις.

Πάτησαν το ποδάρι τους οι τέσσερις επιβάτες από το αυτοκίνητο στη γη. Η άρρωστη έκανε τη βόλτα της γύρω στην περιοχή, να ανακουφιστεί από τον δροσερό αέρα και την αίσθηση της επαφής με την μητέρα γη.
«Θα συνέλθω μονολογούσε, θα συνέλθω. Με βοηθάει ο καθαρός αέρας και το περπάτημα»
«Περιμένουμε όσο χρόνο θέλεις» ήταν η απάντηση του Φίλιππα «να βοηθήσω σε κάτι;»
«Όχι, θα περπατήσω ακόμα λίγο παρακάτω και έρχομαι ……..»
«Φίλιππα» λέει ο Μίμης «ξέρεις τι μου θυμίζει <θα ξεράσω, θα ξεράσω; με γυρνάει τριάντα τόσα χρόνια πίσω. Είναι μια θλιβερή ιστορία αγάπης και μίσους………»
«Τη διηγείσαι λοιπόν ……….»
«Του φίλου μας του Μπάμπη, μακαρίτης τώρα, η γυναίκα ξεστόμισε μια τέτοια φράση όταν πηγαίναμε παρέα σε αυτοκίνητο, καλή ώρα όπως τώρα, τρεις και το ζευγάρι Μπάμπης – Ναταλία»
Εν τω μεταξύ η Πανωραία γύρισε από τον περίπατό της. Είχε φοβηθεί η αρρώστια της τον καθαρό ουρανό και το απειλητικό δάσος και δεν εκδηλώθηκε.
«Μπαίνουμε στο αμάξι και συνεχίζουμε» λέει από μόνη της η Πανωραία και κάνει την πρώτη κίνηση.
«Έλα μέσα Φίλιππα. Καθ’ οδόν θα προσπαθήσω να φερθώ ανάλογα με τις περιστάσεις. Θα σας διηγηθώ την ιστορία αν και δεν θέλω να την θυμάμαι καθόλου. Μου δημιουργεί λύπη και ………»
«Σιγά τώρα, μετά από τριάντα χρόνια ……… έχει την μελαγχολία της; έχει την ευτυχία της; έχει την δυστυχία της; τι έχει και γίνεται αρνητική θύμηση για σένα;»
«Είναι το πέρασμα μιας οικογένειας από την ευτυχία στην δυστυχία ……….”
«Είναι της εποχής <άστα τα μαλλάκια σου ανακατωμένα>; ………..”
«Και όμως ήταν ωραίες εποχές. Ο Μπαμπίτης ο μάγκας, έτσι τον φώναζαν οι φίλοι ………. είμαστε φιλαράκια από την Αστυνομία Πόλεων …………..»
Ο Μίμης έβγαλε τσιγάρο να ανάψει και αφού τράβηξε την πρώτη ρουφηξιά, ξεδίπλωσε σιγά, σιγά τις αναμνήσεις του.


***


Ο Αστυνόμος Πέτρος Πέτρου καθόταν στον πεζόδρομο της Αγίου Κωνσταντίνου στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και έπινε τον καφέ του. Είχε μια ώρα καιρό για να ξανάπαει στο γραφείο στην Αστυνομική Διεύθυνση Πειραιά. Μέχρι τις 5 η ώρα, θα αναπαυόταν στην καφετέρια κάτω από το Δημοτικό Θέατρο, πίνοντας τον ελληνικό καφέ του, μια και στο σπίτι η γυναίκα του, είχε την κοπέλα της καθαριότητας εκείνη την ημέρα και δεν μπορούσε να ξαπλώσει στο κρεβάτι του, να περιπλανηθεί στο χώρο του. Κάθε δέκα πέντε ημέρες η κοπέλα της καθαριότητας επεμβαίνει με δραστικά μέσα στην αφαίρεση όλων των περιττών στο διαμέρισμα του αστυνόμου. Μαζεύει τις εφημερίδες και τα περιοδικά που Είναι πεταμένα στο καθιστικό. Μαζεύει τα διπλά και τριπλά κουστούμι από τις καρέκλες. Μαζεύει τα πάντα Η γυναίκα του είναι αυστηρή σε αυτά. Όταν λέει ότι θέλει καθαριότητα, την εννοεί. Όχι πασαλείμματα. Καθαριότητα με πολλά νερά και καθαριστικά άφθονα. Έτσι τρίτος άνθρωπος στο σπίτι δεν χωράει μια φορά στις δεκαπέντε.

Είχε πιει σχεδόν τον ελληνικό καφέ του, το ύψος του καφέ είχε σχεδόν πλησιάσει τον πάτο του φλιτζανιού, αντιπαθούσε τα σκευάσματα που τα περισσότερα μας ήλθαν από το εξωτερικό και επέμενε στην πατροπαράδοτη γεύση του υγιεινού καφέ, όπως τον φτιάχνουν οι Έλληνες, όταν είδε από την απέναντι πλευρά του οικοδομικού τετραγώνου, στο Νεοκλασικό κτίριο του Ταμείου Μετάλλων να περνά ο Μπάμπης Πετρόπουλος, μαζί με τον Μίμη Τσαμπάκη. Μόλις είχαν περάσει το παρακείμενο βιβλιοπωλείο του ………. και βάδιζαν για να στρίψουν την γωνία, φυσικά με πολιτική περιβολή. Τον Μίμη Τσαμπάκη τον έβλεπε στην υπηρεσία, δεν είχαν διακοπές οι συναντήσεις τους, όμως τον Μπάμπη Πετρόπουλο είχε μια εβδομάδα να τον δει. Όταν έκανε την σχετική παρατήρηση στον συνεργάτη του, η απάντηση ήλθε λιγάκι ακαταλαβίστικη.
«Κύριε Αστυνόμε, ο Πετρόπουλος είναι εκτός υπηρεσίας»
«Άρρωστος;»
«Όχι ……… ναι. Ομολογώ δεν ξέρω κύριε αστυνόμε. Κάτι έχει συμβεί και δεν ευκαίρησα να το διευκρινίσω»
«Όταν μάθεις να με ενημερώσεις»
«Ο Πετρόπουλος είναι καλός αστυφύλακας …….. υπηρεσιακός, λεβέντης με ακμαίες σωματικές δυνάμεις, για τον Τσαμπάκη ε!! δεν έχω και τόσο καλή γνώμη»

«Πετρόπουλος, Πετρόπουλος» βάζει μια φωνή ο Πέτρου, αν και δεν το συνηθίζει. Το θεωρεί λιγάκι εκτός πρωτοκόλλου. Όμως είχε πολλά ερωτηματικά για τον άξιο συνάδελφο. Ήθελε να διευκρινίσει τις απορίες του. Ασυνήθιστα πιάνει το ποτήρι με το μισογεμάτο νερό και ρίχνει μια μικρή ποσότητα στο φλιτζάνι του καφέ. Συνήθιζε να κάνει αυτή την κίνηση, να αυξάνει την ποσότητα του καφέ, προσθέτοντας νεράκι από το ποτήρι του. Ήταν μια τελευταία επιθυμία γεύσης του καφέ, από έναν που εκτιμά την δεοντολογία του παλιού καφενείου.

Στο μεταξύ ο Πετρόπουλος γυρνά το κεφάλι του προς τα εκεί που ακούστηκε η φωνή και αναγνωρίζει τον Αστυνόμο Πέτρο Πέτρου. Κάτι ψιθυρίζει στον διπλανό του συνάδελφο και κοντοστέκεται. Οι δύο αστυφύλακες κουβεντιάζουν ζωηρά χωρίς να ακούγονται από τον αστυνόμο.
«Μίμη δεν πάω στον αστυνόμο ……..»
«Πάμε μωρέ, είναι καλός κύριος»
«Να κάθομαι τώρα να του αναλύω το πρόβλημά μου, αρκετά γελοιοποιήθηκα τις τελευταίες είκοσι μέρες»
«Αυτός δεν είναι σαν τους άλλους. Βλέπει πιο μακριά. Έχει την αίσθηση του δίκαιου μέσα του. Να σκεφθείς ότι και στις δικές μου <αταξίες> δίνει μια βαρύτητα καθόλου υπηρεσιακή. Επιμένει από μόνος του ότι <θα στρώσω στην υπηρεσία>. Καμώματα νέων εισερχόμενων στο σώμα είναι αυτά, λέει. Πάμε …….»

Τον παίρνει από το μπράτσο και τον τραβά ελαφρά, να μην γίνουν και ρεζίλι. Πλησιάζουν το τραπεζάκι του Αστυνόμου Πέτρου, Πέτρου και τον χαιρετούν με σεβασμό. Δεν είναι μόνο ο μεγαλύτερος βαθμός που έχει ο Πέτρου αλλά και αποπνέει ένα σεβασμό σε όλους τους αστυφύλακες και αξιωματικούς στην υπηρεσία. Ξέρει να ξεχωρίζει το δίκαιο από την περιορισμένη γραμμή που εκφράζει η διαταγή του Αρχηγείου της Αστυνομίας και να την εφαρμόζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
«Καθίστε κύριοι…….» πρότεινε ο Πέτρου.

Περίεργο πράγμα, τι να τους θέλει; κάθονται λιγάκι μουδιασμένα και περιμένουν τις εξελίξεις από το στόμα του συνομιλητή τους
«Θέλω κατ’ αρχή να σας πω κύριοι ότι δεν λειτουργώ σαν υπηρεσιακός παράγοντας αυτή την στιγμή. Είμαι εκτός τόπου αλλά και εκτός χρόνου. Δεν έχω άλλωστε και καμία αρμοδιότητα, αφού δεν έχει έλθει καμία εντολή από το Αρχηγείο για διερεύνηση κάποιου θέματος. Άκουσα κάτι από τον βοηθό μου, χωρίς να έχω περισσότερες λεπτομέρειες.  Έτσι λοιπόν χαλαρώστε ……… να παραγγείλω καφέ;»
«Ευχαριστούμε κύριε Αστυνόμε. Θα πάρουμε μια και κάτσαμε καφέ» λέει ο Τσαμπάκης.
«Λοιπόν σας έκανα αυτόν τον πρόλογο για να σας πω ότι το ενδιαφέρον μου για σένα ιδιαίτερα Μπάμπη, είναι ανθρώπινο. Αν μπορώ να βοηθήσω σε κάτι θα το κάνω, με ιδιωτική προσπάθεια ή ακόμα και με υπηρεσιακή προσπάθεια. Ότι εσύ θελήσεις ………….»
«Ναι κύριε Πέτρου, πολλά έχουν συμβεί τον τελευταίο καιρό. Δεν αφορούν την υπηρεσιακή μου κατάσταση, ούτε την αγάπη μου για το Σώμα. Είναι ένα κτύπημα της κοινωνίας, της μοίρας προς την οικογένεια μου, προς εμένα. Κάτι που δεν το περίμενα ……..»
«Θάνατος του πατέρα σου ή της μάνας σου ή άλλου συγγενικού προσώπου;»

«Όχι, οι θάνατοι έχουν τέλος, αυτό δεν έχει τέλος, διαιωνίζεται ………»
«Καλά περιμένω την συνέχεια. Βλέπω και το πρόσωπό σου. Έχει μαύρους μώλωπες. Ένδειξη ότι είχες μια μεγάλη συμπλοκή. Φαίνεται ότι η συμπλοκή δεν ήταν υπηρεσιακή. Θα είχες υποστεί λιγότερη ζημιά. Βλέπω όμως ότι τα τραύματα ήταν αποτέλεσμα παροξυσμού και πέρα από κάθε λογική. Έχω μήπως δίκιο;»
«Έχεις δίκιο κύριε Αστυνόμε. Είναι η μεγάλη ιστορία, που μου ανέτρεψε τον οικογενειακό μου προορισμό, φαντάζομαι και τον επαγγελματικό μου σε λίγο καιρό. Από που να αρχίσω όμως; Ο συνάδελφος Τσαμπάκης την έζησε από κοντά αυτή την οικογενειακή μου ιστορία και δεν με πειράζει, να την ξανακούσει.
«Έχω εάν μικρό FIAT 127 μεταχειρισμένο και κάνω τις μετακινήσεις μου εγώ και η γυναίκα μου η Ναταλία. Κυρίως το έχω πάρει για να πηγαίνω στην πατρίδα μου τον Πύργο. Είναι ο γέροντας πατέρας μου εκεί άρρωστος και πηγαίνουμε κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο, όποτε το επιτρέψει η Υπηρεσία. Το χρησιμοποιώ και μέσα στην Αθήνα, τακτικά. Όποτε μας δίνεται η ευκαιρία τηλεφωνιόμαστε τρεις τέσσερις συνάδελφοι και πηγαίνουμε σε κανένα ταβερνάκι τα βράδια. Φτωχό ταβερνάκι με καμιά κιθάρα να περάσουμε δύο ώρες ευχάριστες. Αυτή τη φορά στην παρέα ήταν ο Μίμης, ο Πέτρος Δημόπουλος, ο Νίκος Νικολόπουλος, εγώ και η γυναίκα μου η Ναταλία. Το παιδί το είχαμε αφήσει στην πεθερά μου. Ήταν απόγευμα. Μαζευτήκαμε στο ύψος της Λεωφόρου Αλεξάνδρας και Κηφισίας, μπήκαμε όλοι στο Φιατάκι, χώραγαν, λιγάκι στριμωγμένοι βέβαια και πήραμε κατεύθυνση για τον Υμηττό.

«Όλοι οι συνάδελφοι που σας ανέφερα ήταν παντρεμένοι και είχαν οικογένεια. Κάναμε και επισκέψεις μεταξύ μας. Πολλές φορές βρισκόμαστε για φαγητό, στο σπίτι του ενός φίλου ή του άλλο. Πρόβλημα με την γυναίκα μου δεν είχαμε. Το τωρινό σχήμα μια γυναίκα τέσσερις άνδρες άλλαζε συνέχεια. Όλες οι γυναίκες μεταξύ τους γνωριζόντουσαν, αλλά και οι άνδρες. Εκείνη την ημέρα έτυχε να γίνει αυτός ο συνδυασμός. Άλλη φορά μπορούσε να γίνει ένας άλλος συνδυασμός δύο ζευγάρια και ένας άνδρας.

«Είχαμε επισημάνει ένα ταβερνάκι, εκεί στους πρόποδες του Υμηττού, με καλό κρασί και μεζέ τους τελευταίους τρεις μήνες. Γίναμε αμέσως πελάτες του. Αυτό μέχρι να βρεθεί κάποιο άλλο καλύτερο για τα γούστα μας ταβερνάκι και να αποχωρισθούμε το παλαιό. Στον δρόμο που πηγαίναμε, κοντεύαμε να φτάσουμε η γυναίκα μου ή Ναταλία ένοιωσε αδιάθετη.
<Μπάμπη ζαλίζομαι, Μπάμπη ζαλίζομαι» είπε και έβαλε το χέρι στο κεφάλι της.
<Μπάμπη θέλω να ξεράσω, Μπάμπη σταμάτα, θέλω να ξεράσω» συνέχισε η Ναταλία. Αναγκάστηκα να σταματήσω δεξιά στον δρόμο. Μάλιστα καβάλησα ένα πεζοδρόμιο παράνομα, να μην εμποδίζω την κυκλοφορία

«Η γυναίκα μου βγήκε από το Φιατάκι και πήγε στην γωνία του κάθετου χωματόδρόμου που συναντούσε την άσφαλτο. Βγήκα και εγώ έξω από το αυτοκίνητο και προσπάθησα να την βοηθήσω. Της έπιασα το χέρι, ακούμπησα την παλάμη μου στο μέτωπο της, μήπως έχει πυρετό. Έπρεπε να βεβαιωθώ. Τέλος πάντων έκανα ότι ήταν δυνατόν για να την ανακουφίσω.
<Μπάμπη πήγαινε εσύ με τα παιδιά στην ταβέρνα. Θα μου περάσει και θα έλθω και εγώ> λέει η Ναταλία.
<Δεν γίνεται αυτό. Θα σε περιμένουμε ……….>
<Όχι, πήγαινε που σου λέω. Επειδή εγώ αρρώστησα, να μην χαλάω την παρέα ……… θα συνέλθω σου λέω ……..»
<Ναταλία πως νοιώθεις;> την πλησιάζει ο Μίμης. Ήταν πάντα ευαίσθητος στις αρρώστιες. Έδινε τέτοιες προτεραιότητες.
<Μίμη πηγαίνετε εσείς στην Ταβέρνα και θα σας ακολουθήσω. Πες και στον Μπάμπη ……… σπρώξε τον ………. >
<Μα, Ναταλία, είμαστε παρέα. Και παρέα θα μείνουμε …………>
<Άστη ρε Μίμη. Δεν πειράζει. Πάμε εμείς> λέω εγώ <ξέρει τον δρόμο. Δεν έχουμε πάει μόνο μία φορά>

Εκεί που σταμάτησε το αυτοκίνητο ήταν κατοικημένη περιοχή. Αραιά κατοικημένη βέβαια. Ο φωτισμός ήταν άπλετος και δεν υπήρχαν σκοτάδια και φόβοι. Άλλωστε μόλις είχε αρχίσει να πέφτει ο ήλιος. Ήταν άνοιξη και η ημέρα ήταν μεγάλη. Η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας ήταν μια απόλαυση για το ανθρώπινο σώμα. Σου ερχόταν να κάνεις βόλτες στον δρόμο, όταν μάλιστα αυτός ο δρόμος ήταν στους πρόποδες ενός βουνού όπως του Υμηττού. Στα εκατό μέτρα ξεκινούσα τα δένδρα και η εξοχή.




***

«Ο ταβερνιάρης, ο μπάρμπα -Μήτσος, μας καλοδέχτηκε με το γνωστό του χαμόγελο. Είχαμε γίνει φιλαράκια. Αυτός για δικούς του λόγους μας περιποιόταν και εμείς βρίσκαμε από την άλλη μεριά μια γωνιά της Αττικής για να ξεδίνουμε. Φώναζε και ένα γείτονα που γνώριζε να παίζει κιθάρα και όλες οι παρέες του μαγαζιού γινόντουσαν μία. Τραγουδάγαμε και πίναμε το όμορφο, είναι αλήθεια κρασάκι του, που ισχυριζόταν ότι το έφερνε από τα αμπέλια του στο Άργος.

«Πολλές φορές μας έλεγε ιστορίες. Είχε ειδίκευση στις ερωτικές. Δεν ξέρουμε αν ήταν αληθινές ή τις έβγαζε από την φαντασία του. Μας έλεγε και την δική του ιστορία.

«Ήταν ένας άνδρας ηλικιωμένος, είχε περάσει τα πενήντα και φαινόταν βασανισμένος. Ήταν από ένα χωριό του Άργους. Το χωριό του ήταν κοντά στην Αρχαία Τίρυνθα. Ό πατέρας του από πάππο προς πάππου καλλιεργούσε αμπέλια και έβγαζε θαυμάσιο κρασί. Όταν έγινε δέκα οκτώ χρόνων, μόλις τελείωσε το Γυμνάσιο, αποφάσισε με την βοήθεια του πατέρα του να σπουδάσει. Ανέβηκε στην Αθήνα και έδωσε εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Τότε ήταν της <μόδας να σπουδάσεις καθηγητής μαθηματικών ή φιλόλογος ή χημικός. Δυστυχώς όμως δεν πέρασε και συνέχισε να δίνει εξετάσεις σε δευτέρας τάξης πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Τότε ήταν η Ανωτάτη Εμπορική η Πάντειος και η Βιομηχανική του Πειραιά  Προτίμησε να δώσει στην Πάντειο. Πραγματικά στάθηκε τυχερός, ήταν και διαβασμένος και πέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις.

«Την φοιτητική του ζωή την πέρασε σε ένα δωμάτιο στην Καλλιθέα κοντά στην Πάντειο. Πήγαινε στην σχολή με τα πόδια, δεν είχε ούτε το εισιτήριο του Πράσινου Λεωφορείου να πληρώσει. Ευτυχώς το Πράσινο Λεωφορείο πέρναγε μπροστά από το νοικιασμένο δωμάτιο. Παράλληλα έψαχνε και για δουλειά. Βρήκε στην αρχή, κάτι δουλειές του ποδαριού. Πότε πήγαινε σερβιτόρος τα Σαββατοκύριακα σε ταβέρνες στην Παραλίας του Φαλήρου, πότε σε κανένα ιδιωτικό ντετέκτιβ για παρακολουθήσεις και τέτοια ανεξιχνίαστα μυστήρια. Ο χρόνος κυλούσε, τα μαθήματα τα πέρναγε εύκολα και καραδοκούσε μόλις θα έπαιρνε το πτυχίο, να δώσει σε καμιά δημόσια θέση.

«Η ευκαιρία του δόθηκε όταν ήταν στο τελευταίο μάθημα του πτυχίου. Είχε προκηρυχθεί διαγωνισμός στο Υπουργείο Οικονομικών για Τελωνοφύλακες. <Πήγαινε> του πρότειναν οι φίλοι του. Αν επιτύχεις, μετά μπορείς να κάνεις μετάταξη στους Τελωνειακούς. Πράγματι πέρασε στις εξετάσεις και ντύθηκε με τη στολή των Τελωνοφυλάκων. Όλα του ήλθαν δεξιά, όπως τα ήθελε. Η ευτυχία βάδιζε στο ίδιο μονοπάτι μαζί του.

«Η δεύτερη του επιδίωξη ήταν να βρει μια γυναίκα να παντρευτεί, να κάνει οικογένεια, να κάνει παιδιά. Ήθελε να είχε μια αξιόλογη γυναίκα. Είχε τώρα και μια θέση στην κοινωνία. Αύριο πιθανώς να γινόταν και τελωνειακός. Είχε στα χέρια του εξουσία και την διαχειριζόταν. Έβγαζε και λεφτουδάκια αρκετά. Οι προϋποθέσεις ήταν καλές.

«Θεώρησε ότι ήταν ο τυχερός της ζωής. Έφυγε από το χωριό του, πέτυχε μια επαρκή μόρφωση για την εποχή του και άρχισε να εξελίσσετε στη δουλειά και στα λεπτά. Βρήκε και μια ωραία γυναίκα και απεφάσισε να κάνει το σπιτικό του.

«Είχε αποκτήσει δύο, τρεις φίλους σε όλο αυτό το διάστημα της μετανάστευσής του στην Αθήνα και στον Πειραιά. Τον Πέτρο, τον Ανδρέα και τον Νικηφόρο. Πέρασαν κάποια χρόνια ευτυχισμένα με την γυναίκα του και το μοναδικό του αγόρι που απέκτησε. Πίστευε ότι η μικρή εξουσία που είχε στα χέρια του, λόγω δουλειάς στο Δημόσιο μπορούσε να χαλιναγωγήσει τα πάθη τον ανθρώπων. Βγήκε αφελής. Πολλές φορές στα γλέντια μεταξύ φίλων έστελνε τον φίλο του τον Νικηφόρο, κολλητό του και στην ζωή, ένα μικρό ανθρωπάκι, ένα και εξήντα, με χαμηλούς υποτελείς τόνους στην συζήτησή του, να παίρνει τη γυναίκα του από το σπίτι για να συμμετάσχει στις διασκεδάσεις. <Νικηφόρε, πήγαινε να φέρεις την Μέλπω από το σπίτι. Θα είναι έτοιμη τώρα ………... της έχω τηλεφωνήσει>. Ο Νικηφόρος με λίγο δουλικό ύφος και λίγο φιλικό πήγαινε πρόθυμος. Ο μπάρμπα -Μήτσος ήταν και λίγο εξουσία . ήταν τελωνοφύλακας βαθμοφόρος και τις <ποινές> τις μοίραζε χωρίς να <φοβάται> κανένα. Πίστευε στην παντοδυναμία της εξουσίας και στην αδυναμία του κάθε <υπηκόου> να επαναστατήσει.

«Η μοίρα όμως του έπαιξε άλλα παιχνίδια. Ο Νικηφόρος η υποψία <ανδρός> έπεισε την πελώρια γυναικάρα Μέλπω, ύψος ένα εβδομήντα πέντε, με κορμί αγαλματένιο και δημιούργησε ερωτικό δεσμό. Έτσι επήλθε το τέλος της ευτυχίας του που συνεχίστηκε με ακόμα περισσότερη πτώση. Διαζύγια, διατροφές, απόλυση από την υπηρεσία με κατάληξη την ιδιαιτέρα του πατρίδα του πάλι. Υπερίσχυσε το σύνδρομο του Κουασιμόδου όπως στο κλασικό βιβλίο του Βίκτωρος Ουγκώ, <Παναγία των Παρισίων. Το <τέρας και η ωραία> έφτιαξαν ερωτικό ζευγάρι. Πολλές φορές ταιριάζουν τα αταίριαστα, με κινητήριο μοχλό το χρόνο. Εκεί στο χωριό του ξανά ασχολήθηκε με την καλλιέργεια της αμπέλου, που την γνώριζε καλά από μικρό παιδί. Σήμερα βρίσκεται ταβερνιάρης στον Υμηττό. 
«Στο τέλος έκλινε την διήγηση με φράσεις όπως: <μην υποτιμάς τον κατώτερό σου> <η γυναίκα είναι άμορφη μάζα, έτοιμη να μπει σε όποια φόρμα βρει μπροστά της>. Πρέπει να παρακολουθείς από κοντά την εξέλιξη και την διαδρομή της γυναίκας σου. Τις φόρμες θα τις σχεδιάζεις εσύ και θα παρακολουθείς την εφαρμογή τους. Κάποιος πρέπει να έχει την φρούρηση και την αξιοπρέπεια της οικογένειας και αυτός είναι με τα σημερινά δεδομένα ο άνδρας.  < ευτυχής είναι αυτός που θα ζήσει ευτυχισμένος και το τέλος της ζωής του θα είναι εξίσου ευτυχισμένο>.

«Εκείνη την ημέρα δεν καταλάβαμε πότε πέρασε η ώρα. Οι ιστορίες του ταβερνιάρη μας πήγαν σε χώρες σκληρής δουλείας και αυταρχισμού. Ο κιθαρίστας όμως είχε διάθεση και έδειξε τον καλύτερο εαυτό του. Η Ναταλία ήλθε στην παρέα. Ομολογώ ότι δεν θυμάμαι πόση ώρα είχε περάσει από τότε που την αφήσαμε στο δρόμο, λόγω αδιαθεσίας και εμετού.
<Παιδιά τι τρώω εγώ;» ρωτάει η Ναταλία μόλις κάθισε στην καρέκλα <Δοκίμασε το κοκκινιστό του, είναι θαυμάσιο> λέει ο Μίμης. <έχω μια πείνα δεν σας βλέπω> συνεχίζει η Ναταλία και ρίχνεται στο φαγητό. Η κουβέντα είχε γυρίσει στις απιστίες μεταξύ των ζευγαριών και άρχισαν τα σχόλια. Ο Μίμης είχε παντρευτεί μια αστυνομικίνα. Οι άλλοι της παρέας, αστυφύλακες και αυτοί ήταν παντρεμένοι και είχαν τις αμφιβολίες τους για το πιθανό λύγισμα της ηθικής των γυναικών τους. Σε μια στιγμή ο Μίμης γυρνά στον φίλο του τον Μπάμπη:
<Μπάμπη εσύ δεν έχεις φόβο να σε απατήσει η γυναίκα σου. Είσαι ο Μπαμπίτης ο Μάγκας. Έτσι δεν σε φωνάζουν οι φίλοι και οι γνωστοί;>

<Πάντως παιδιά η Ναταλία και εγώ αγαπιόμαστε, η ευτυχία μας ανοίγει την αγκαλιά της. μας υποδέχεται καθημερινά με χαμόγελο. Έχουμε το αγαπημένο μας παιδί. Το σπιτάκι μας το πήραμε πρόσφατα, είναι βέβαια με δάνειο, αλλά θα τα καταφέρουμε . Έχουμε το αυτοκινητάκι μας, έστω μικρό, έτσι δεν είναι Ναταλία;> την ρωτάω και της πιάνω το χέρι τρυφερά. Η Ναταλία, τον κοίταξε ευτυχισμένη και γυρνά στην παρέα λέγοντας: <ελάτε παιδιά, το κακό δεν μπορεί να γίνει σε αυτούς που γνωρίζουμε θα τους προσπεράσει. Εμείς όλοι έχουμε την τύχη με το μέρος μας> και σηκώνει το ποτήρι της και χαιρετά: <εις υγεία, να σκάσουν οι εχθροί μας, ζήτω στον έρωτα.> τα γέλια μεγάλωσαν και η κουβέντα γύρισε σε άλλα θέματα

«Αυτή ήταν κύριε Αστυνόμε η τελευταία ευτυχισμένη ημέρα της ζωής μου ………» συνέχισε ο Μπάμπης ο Πετρόπουλος, απευθυνόμενος στον Αστυνόμο Πέτρο Πέτρου.
«Δεν καταλαβαίνω που υπάρχει το πρόβλημα της δυστυχίας σου Πετρόπουλε …….»
«Θα σας συνεχίσει, όταν έλθει η κατάλληλη στιγμή, ο Μίμης. Εμένα με πιάνουν τα δάκρυα όταν μιλάω γι’ αυτές τις θλιβερές στιγμές ………..»
«Δείξετε μια σοβαρότητα κύριοι, όχι κλάματα ………..»



***


«Ο Μπαμπίτης ο Μάγκας, αυτό το ψευδώνυμο κύριε Αστυνόμε,  είναι μια παλιά ιστορία που δημιουργήθηκε όταν υπηρετούσα στην Αστυνομική Διεύθυνση του Πειραιά.
 
«Η αλήθεια είναι ότι μου έδωσαν αυτό το παρατσούκλι από την σκληρή στάση που κρατούσα στους παραβάτες του νόμου. Δεν σήκωνα και δεν σηκώνω πολλά στη εφαρμογή του νόμου. Η υπηρεσία είναι υπηρεσία. Δόξα στο θεό, σε αυτό βοηθά και η καλή σωματική μου κατάσταση. Πρωτοακούστηκε το Μπαμπίτης, ο Μάγκας από έναν σαλταδόρο του λιμανιού. Ήταν τη εποχή που ήμουνα στην Ασφάλεια του Πειραιά. Ξέρετε κύριε Αστυνόμε το αντικείμενο της ασφάλειας ……………»
«Ναι Πετρόπουλε, συνέχισε …………» λέει ο Αστυνόμος Πέτρος Πέτρου.
«Εκείνη την εποχή στον Πειραιά ήταν σε έξαρση η λαθραία εισαγωγή ρολογιών. Τα ρολόγια ερχόντουσαν από τους ναυτικούς που πλεύριζαν με τα φορτηγά πλοία τους στο Λιμάνι του Πειραιά,  από Ιαπωνία, από Αμερική, από Χονγκ Κονγκ, από Γερμανία, από Αγγλία. Όλος ο κόσμος και ντουνιάς στο λιμάνι του Πειραιά. Υπήρχε μια κλίκα που επικοινωνούσε με την προσόρμιση των βαποριών στο λιμάνι. Πως γίνεται με τα νερά στα συγκοινωνούντα δοχεία; κάπως έτσι. Πιάναμε την μια σπείρα, ξεπεταγόταν η άλλη. Ύστερα περνάγανε στο μοίρασμα και στην λιανική πώληση. Τα έπαιρνε ο μικροαπατεώνας και τα διέθετε στην αγορά χωρίς φόρο πολυτελείας. Ήταν το αντικείμενο λαθρεμπορίας της εποχής.

«Η πώληση των ρολογιών εκείνη την εποχή είχε γραφειοκρατικούς περιορισμούς. Ο κάθε καταστηματάρχης που θα πουλούσε ένα ρολόι έπρεπε να το καταχωρούσε στο βιβλίο παρακολούθησης των. Το βιβλίο ήταν θεωρημένο από την Τελωνειακή Διεύθυνση του τόπου όπου ήταν εγκατεστημένο το κατάστημα.  Ήταν ένα βιβλίο που το είχε θεσμοθετήσει η Τελωνειακή Υπηρεσία για να μπορεί να ελέγχει το αντικείμενο αυτό, επειδή είχε υψηλό φόρο πολυτελείας. Όπως είναι γνωστό τα προϊόντα που έχουν φόρο πολυτελείας έχουν την μεγαλύτερη πιθανότητα να γίνουν αντικείμενο λαθρεμπορίας. Γυρνάγαμε στα πόστα των μικροαπατεώνων του Πειραιά και της Αθήνας και κάναμε εξακρίβωση στοιχείων σε ανθρώπους που μας φαινόντουσαν ύποπτοι, όταν φορούσαν ρολόγια. Εκεί συγκεντρώναμε και τις πληροφορίες μας για αυτούς που τα διακινούσαν.

«Ο Σχιστοχείλης έκανε αυτή την δουλειά. Έπαιρνε τα ρολόγια, τα λαθραία και τα διοχέτευε στην αγορά λιανικώς. Πήγαινε στις παρέες που διασκέδαζαν στα μαγαζιά ή πλησίαζε τους καλοντυμένους περαστικούς και τους ρωτούσε αν θέλανε κανένα ρολογάκι <ωμέγα>. Τα <ωμέγα> είχαν πέραση τότε. Πουλιόντουσαν εύκολα. Λες και ήταν το ψωμί της ημέρας.  Τον είχα συλλάβει μία φορά, τον είχα συλλάβει στην παράνομη πράξη δύο φορές. Δεν έβαζε μυαλό. Ήταν μια ολόκληρη ζωή παράνομος. Πώς να εγκαταλείψει το κουρμπέτι; Με είχε λοιπόν βγάλει με το όνομα ο Μπαμπίτης ο Μάγκας. Αυτό το όνομα πέρασε και στους άλλους του σιναφιού και ύστερα το χρησιμοποίησαν και οι συνάδελφοι στην Υπηρεσία. Μπα! Δεν με πειράζει. είναι και λιγάκι ηρωικό στον ήχο. Το συνήθισα. Άλλωστε ήμουν ο καλύτερος κυνηγός αυτής της κατηγορίας των αδικημάτων κατά την γνώμη του Σχιστοχείλη. Το Μπαμπίτης είναι φανερό ότι βγήκε παραφράζοντας, όπως το έχουν συνήθεια οι παράνομοι, από το όνομά μου. Μια φορά του έταξα ότι θα τον στείλω στο Νοσοκομείο και φοβήθηκε. Έκτοτε δεν τον ξαναείδα στην πιάτσα.

«Μια μέρα, Κυριακή ήτανε,  είμαστε σε ταβέρνα στην Σαλαμίνα οικογενειακώς. Τέσσερα, πέντε ζευγάρια, δεν θυμάμαι. Εμφανίστηκε μπροστά μου ο Σχιστοχείλης και με χαιρέτησε. <Μπαμπίτη τι κάνεις;> είχε τα διπλάσια χρόνια από μένα. Δεν με ενοχλούσε που με έλεγε με το παρατσούκλι μου <Βρε ο Σχιστοχείλης !! μπα σε έχω χάσει. Έβαλες μυαλό;> < Ναι κύριε αστυφύλακα. Όλα αυτά τα παράνομα ……….. ξεχάστηκαν. Μετά από το τάξιμο που μου έκανες, δεν πλησίασα ξανά τα ρολόγια>. . <Μπράβο, μπράβο. Έκανα και ένα καλό στην κοινωνία. Διόρθωσα έναν αδιόρθωτο>. Η παρέα ενδιαφέρθηκε να μάθει τα καθέκαστα. Τους είπα με λίγα λόγια το ιστορικό του Σχιστοχείλη. Ήταν ένας ανθρωπάκος που προσπαθούσε να βγάλει το ψωμί του αλλά και να το παίξει μπαρμπούτι τα βράδια στα καφενεία της παραλίας.

Τότε είμαστε στο τμήμα της Ασφάλειας τέσσερις συνάδελφοι και είχαμε εφαρμόσει μεθόδους πρωτοποριακές. Αγαπούσαμε την δουλειά μας και κοιτάζαμε να την κάνουμε όσο ήταν το δυνατό καλύτερα.  Λίγος πολύ ήταν μαγκιά να κάνεις τη δουλειά σου καλά, σύμφωνα με τις απόψεις των ανθρώπων που ζούσαν σε γκρίζες περιοχές του νόμου. Δεν είναι λοιπόν παράξενο ότι ήμουν <μάγκας> για τους ανθρώπους της ελαφράς  παρανομίας.

«Μετά από λίγη ώρα ο Σχιστοχείλης έρχεται στην παρέα από το τραπέζι του και ανοίγει ένα όμορφο κουτάκι μπροστά στα μάτια των γυναικών και λέει: <κυρίες μου θα πάρετε ένα ρολογάκι λαθραίο;>
έσκασαν όλοι στα γέλια. Από τότε ξεκίνησε να μου προσάπτουν τη φράση ο Μπαμπίτης ο Μάγκας.



***


“Να μπω εγώ στην κουβέντα κύριε Αστυνόμε, για το δραματικό μέρος της ιστορίας του φίλου μου, του Μπάμπη. Μου επιτρέπεται να τον λέω έτσι και ενώπιον σας, αν και καταλαβαίνω ότι πρέπει να κρατώ τα προσχήματα”
“Τσαμπάκη μπορείς να φέρεσαι όπως θέλεις στο όνομα του συναδέλφους σου, άλλωστε, είπαμε, δεν αποτελεί αυτή η κουβέντα στοιχείο της υπηρεσιακής μας εργασίας ……..”
«Ευχαριστώ κύριε Αστυνόμε. Συνεχίσαμε να πηγαίνουμε στο ταβερνάκι του μπάρμπα – Μήτσου για μια δύο φορές. Τους συνδυασμούς που κάναμε δεν τους θυμάμαι. Άλλοτε ερχόταν η δική μου γυναίκα, όποτε ευκαιρούσε, άλλοτε η γυναίκα άλλου συνάδελφου, άλλοτε όλες μαζί. Γινόμαστε και παρέα με έξη ζευγάρια  και δύο αυτοκίνητα.

«Μια μέρα ενώ πηγαίναμε στο δρόμο για το ταβερνάκι, με την γνωστή παρέα από συναδέλφους, συναντήσαμε έναν συνάδελφο με στολή, που υπηρετούσε στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής του Υμηττού. Εκείνη τη φορά δεν είχαμε γυναίκες μέσα στο αυτοκίνητο, ήτανε ανδροκρατούμενο.<Να πούμε ένα γεια στον συνάδελφο;> <Να πούμε>. Δεν ξέρω πως σταματήσαμε το αυτοκίνητο και πως τον είδαμε. Είναι από τα λίγα πράγματα που γνωρίζουμε ότι θα συμβούν οπωσδήποτε στη ζωή μας. Σαν να τα περιμέναμε. Κάναμε τα σχετικά ερωτήματα για τις οικογένειες και την υγεία και ο φίλος και συνάδελφος από την Σχολή ακόμα, απευθύνθηκε στον Μπάμπη και του λέει:
<Μπάμπη, βλέπω τακτικά τη γυναίκα σου να μπαινοβγαίνει σε ένα σπίτι εκεί κοντά στους πρόποδες του Υμηττού, στις ερημιές. Εκεί που έρχομαι καμιά φορά και σας συναντάω, στο ταβερνάκι. Κάνω υπηρεσία βλέπεις και …….. παρατηρώ. Μήπως έχει η Ναταλία, έτσι δεν την λένε, κανένα συγγενή συνάδελφο;>
<Όχι ………..>
<Περίεργο. Από παρατηρητικότητα εμείς στην Αστυνομία άλλο τίποτα ………>
<Είσαι σίγουρος ότι είναι η δικιά μου γυναίκα;> δεν μπορούσε να το  πιστεύει. Η ατιμία δεν χώραγε στην κρεβατοκάμαρά του.
<Μπορεί να πέφτω και έξω. Πάντως δεν έδωσα γνωριμία. Απέφυγα να συναντηθώ μαζί της πρόσωπο με πρόσωπο>
<Είναι δυνατόν να είναι η Ναταλία;>
<Όλα είναι δυνατά Μπάμπη. Όχι τίποτα άλλο, να μην συμβαίνουν σε εμάς αυτά που κοροϊδεύουμε. Αυτά που γίνονται αστυνομικά συμβάντα σε καθημερινή βάση …………… >
<Δώσε μου διεύθυνση και αριθμό>
<Έλα Μπάμπη, αυτά μπορείς να τα βρεις εύκολα. Εκπαιδευτήκαμε γι’ αυτό”
<Ευχαριστώ Χρήστο για την πληροφορία. Θα την ελέγξω …………”

“Είναι δυνατόν να κάνει τέτοιες ύποπτες κινήσεις η Ναταλία;”
«Αυτή είναι η πιο σοβαρή της παρέας ………..”
“Μπορεί από την δικιά μου τη γυναίκα την Φιλιό, να το περιμένω …………”
“Και η δικιά μου η αρραβωνιαστικιά δεν θα πήγαινε πίσω…………… μπορεί να την υποπτευθώ”
“Τώρα τελευταία είναι μια μοντέρνα κίνηση η απιστία, η μοιχεία ………………”
“Μπορεί να σε ξεγελούν αυτά τα φαινόμενα; ……………”
«Είχε μια αξιοπρέπεια το ντύσιμό της ………..
«Είχε μια σοβαρότητα το βάψιμό της ………….
“Είναι η καλύτερη από όλες τις γυναίκες, που όλοι εμείς οι άλλοι, έχουμε ……….”
“Δεν θα είδε καλά ο συνάδελφος ………….. αποκλείεται ……….. προχώρα για την ταβέρνα”
Άναρθρες κραυγές άκουγες από όλους τους φίλους μέσα στο αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Μπάμπης. Ο Μίμης, ο Νίκος, ο Πέτρος, και ο Μιχάλης γύρναγαν τις κουβέντες του συνάδελφου που βρήκαν στο δρόμο και αναμασούσαν τις λέξεις, χωρίς να καταλαβαίνουν το νόημά τους. Κάποια στιγμή ο Μπάμπης δεν άντεξε και είπε: <παιδιά σταματήστε την συζήτηση γιαυτό> και έγινε νεκρική σιγή. Σεβάστηκαν τον φίλο τους.

«Εκείνη η βραδιά πέρασε πολύ δύσκολα στο ταβερνάκι. Δεν τραγουδήσαμε. Δεν είχαμε όρεξη. Φάγαμε και ήπιαμε, σαν να είχαμε μόλις γυρίσει από κηδεία. Ο ταβερνιάρης ήλθε στο τραπέζι μας. Προσπάθησε να μας πει τις ιστορίες του. Μας απογοήτευσε όμως. Ξεκίνησε πάλι μια ιστορία με έρωτα που κατέληγε σε απιστία της γυναίκας. Με ευγένεια τον απομακρύναμε από το τραπέζι. Θέλαμε να είμαστε μόνοι.

<Παιδιά πάμε να περπατήσουμε;> πρότεινε ο Μπάμπης. <σήμερα δεν υπάρχουν γυναίκες μαζί μας. Πάμε να κάνουμε χαβαλέ στην περιοχή;>
<Μπάμπη, έξω κάνει κρύο. Εδώ πίνουμε το κρασάκι μας. Βέβαια δεν μιλάμε πολύ αλλά θα μας περάσει. Τι, τις θέλουμε τις βόλτες;>
<Πάμε μωρέ, να λαμπικάρει το μυαλό μας. Θα μας φύγουν και τα στενάχωρα λόγια πού ακούσαμε πριν από λίγο> λέει Πέτρος που ήταν εκείνη την ημέρα μαζί μας.

«Πληρώσαμε τον ταβερνιάρη και βγήκαμε έξω στην αστροφεγγιά. Ο ουρανός είχε άλλο χρώμα εκεί στους πρόποδες του Υμηττού. Ήταν πιο καθαρός, πιο γαλήνιος, πιο εκφραστικός. Δεν έψαχνες να τον βρεις, όπως στην Αθήνα και στον Πειραιά, σε εύρισκε αυτός, σου επιβαλλόταν.
<Ας περπατήσουμε από εδώ> πρότεινε ο Μπάμπης <προχωράτε>. Η παρέα πέρασε το πρώτο στενό, πέρασε το δεύτερο, πέρασε το τρίτο και άρχισαν τα παράπονα <έλα ρε Μπάμπη είσαι ο οδηγός αυτής της εξόδου τώρα. Θα τραβήξει μακριά αυτός ο ποδαρόδρομος;> <προχώρα μωρέ και μην μιλάς> του αντιγύρισε ο Μπάμπης, κάπως αυστηρά. Πολλές φορές έπαιρνε το αυστηρό υπηρεσιακό του ύφος.
<Ότι πεις Μπάμπη, είμαστε μαζί σου. Σήμερα εσύ κάνεις κουμάντο> ένοιωθαν την στεναχώρια του φίλου τους.

«Η παρέα προχώρησε ακόμα δύο στενά και το μοιραίο μας συνάντησε. Η Ναταλία έβγαινε από την πόρτα ενός σπιτιού, στα πενήντα μέτρα. Προσπάθησε να κρυφτεί. Ήταν αδύνατο. Η έμπειρη ματιά τεσσάρων αστυνομικών εν ενεργεία την ακινητοποίησε. Η μοίρα πάει τα πράγματα εκεί που θέλει αυτή. Δεν μπορείς να της αντισταθείς. Σε σπρώχνει προς την ευτυχισμένη ή την δυστυχισμένη πορεία της ζωής σου.
<Ναταλία, Ναταλία> φωνάζει ο Μπάμπης και τρέχει προς το μέρος της. Τρέχουμε και εμείς ξοπίσω του. Στην αρχή δεν καταλάβαμε τι είχε συμβεί. Δεν θέλαμε να πιστέψουμε τις πρώτες κουβέντες του Χρήστου για το μυστήριο που έκρυβαν οι περίεργες μετακινήσεις της Ναταλίας. Σε όλους μπορεί να συμβεί αυτό. Μετά μόλις την είδαμε, το μυαλό μας πήγε στο πονηρό κατευθείαν. Τότε λειτούργησε το Αστυνομικό Σύνδρομο. Θέλαμε να την πιάσουμε όπως πιάνουνε έναν κοινό απατεώνα, έναν κοινό κλέφτη. Τρέξαμε προς το <θύμα>, να το φοβίσουμε, να το παγιδεύσουμε.

<Ναταλία τι θέλεις εδώ; έπρεπε να ήσουν στο κομμωτήριο της γειτονιάς μας. Είπες ότι θα πήγαινες σήμερα κομμωτήριο και φωνάξαμε και την μάνα σου να κρατήσει το παιδί>
<Ξέρεις Μπάμπη ………. Σε μια φίλη μου πήγα ……..εδώ κοντά………>
<Ποια φίλη σου;> η φωνή του Μπάμπη άρχισε να παίρνει τους υψηλούς τόνους. Πήγαινε προς την έκρηξη.
<Δεν την ξέρεις ……>
<Δείξε μου το σπίτι της ……..>
<Ξέρεις ……..δεν ………..>

“Ο Μπάμπης την τραβά βίαια από το μπράτσο και την πηγαίνει στην πόρτα του σπιτιού που είχε βγει μόλις προς ολίγων δευτερολέπτων. Κτυπά την πόρτα και ανοίγει ένα συνομήλικος άνδρας, περίπου τριάντα πέντε χρόνων. Φόραγε το παντελόνι, το πουκάμισο και την γραβάτα της υπηρεσίας και ήταν έτοιμος να φορέσει και το σακάκι. Ενστικτωδώς πετάει το σακάκι στο πάτωμα και παίρνει στάση άμυνας. Τότε έγινε η έκρηξη της μάχης. Ο Μπάμπης του επιτέθηκε και άρχισαν τα γρονθοκοπήματα. Έβαλε μαζί με την επαγγελματική του εμπειρία και το συναίσθημα και <έγινε ταύρος εν τω υαλοπολείω>. Προσπαθήσαμε πλέον να τους χωρίσουμε, μπήκαμε στην μέση. Στάθηκε αδύνατο.

Ο ξυλοδαρμός ήταν ένα φυσιολογικό επακόλουθο. Το σπίτι σχεδόν καταστράφηκε. Δεν έμειναν ούτε έπιπλα, ούτε πιάτα, ούτε ποτήρια, ούτε κουζίνες, ούτε ψυγεία. Όλα πήραν μέρος σε αυτή την αναπάντεχη αναστάτωση. Η γειτονιά άρχισε να αφουγκράζεται τους περίεργους θορύβους που γινόντουσαν. Οι περίεργοι κοντοζύγωναν την συμπλοκή μας.

<Παλικάρια όλοι!!! Μεγάλη μάχη γίνεται μέσα στο σπίτι> παρατήρησε ο πρώτος που ζύγωσε την συμπλοκή.
<Ξεκαθάρισμα λογαριασμών θα γίνεται> συμπληρώνει ο άλλος.
<Μπα όλοι πρέπει να είναι αστυφύλακες. Δεν βλέπεις την σωματική τους διάπλαση;”
<Βλέπω και μια γυναίκα. Λες να είναι γι’ αυτήν ο καυγάς;>
<Πάλι η ωραία Ελένη στο προσκήνιο> αναμασά ένας νεοφερμένος.
<Αχ ρε μισοφόρια, τι τραβούν για σας τα αγόρια …………> επιμένει ο εύθυμος.
<Το 100 ρε παιδιά να φωνάξουμε, το 100. Να τους χωρίσει. Θα σκοτωθούν από την βία των κτυπημάτων που ανταλλάσσουν. Εδώ πετιούνται καρέκλες, τραπέζια, πιάτα. Θα γίνει κανένα κακό. Μπορεί να βγάλουν και μπιστόλια, με τον θυμό που έχουν>.

«Έτσι ήταν κύριε Αστυνόμε, ένας χαλασμός χωρίς τελειωμό. Ο Μπάμπης και ο εραστής δεν έλεγαν να σταματήσουν. Τα αίματα είχαν εμφανιστεί, πρώτα στα χείλια, ύστερα στα χέρια και στα πόδια. Μια αστυνομική μάχη μέχρι θανάτου. Ο κάθε αντίζηλος ζητούσε το θάνατο του άλλου, για δικούς του λόγους ο κάθε ένας. Η πέτρα του σκανδάλου, η Ναταλία, ήταν σε μια γωνιά και παρακολουθούσε τον καυγά των δύο ερωτικών συντρόφων της. Αντί να την <περιποιηθούν> και αυτήν κατάλληλα και οι δύο, την άφησαν να παρακολουθεί τα γεγονότα απείραχτη.

«Το να σκέπτεται κανείς σωστά είναι μεγάλο κέρδος, κύριε Αστυνόμε. Δυστυχώς όλοι μας εκείνη τη στιγμή δεν σκεπτόμασταν σωστά. Η γυναίκα ήταν στην μέση. Αυτή έπρεπε να εξοντώσουμε ή να αρκεστούμε στην εφαρμογή μιας πολιτισμένης συμπεριφοράς <κυρία μου αύριο στο δικηγόρο μου για διαζύγιο>.

«Επιτέλους ήλθε το 100. Βγήκαν τέσσερις συνάδελφοι και επενέβησαν. Κατάλαβαν αμέσως την αστυνομική ιδιότητα των συμπλεκομένων. Τους είχαν ενημερώσει και οι περίεργοι παρατηρητές. Ήλθαν δύο περιπολικά, μαζί ήταν και ο αξιωματικός της υπηρεσίας του Τμήματος της περιοχής.

«Η κυρία ………..  Ναταλία, κύριε αστυνόμε, είχε εραστή. Εκείνη την ημέρα που κατέβηκε από το αυτοκίνητο, με την πρόφαση ότι ήθελε να κάνει εμετό, θυμάστε τις λέξεις <θέλω να ξεράσω, θέλω να ξεράσω>, θα πήγαινε στο εραστή της. Ανεξερεύνητες οι βουλές του ανθρώπου. Η γυναίκα είχε πρόβλημα με την ερωτική της φούντωση και ήθελε να πάει στον εραστή της, να ξεδώσει. Μαχαίρι και λαιμός χρειάζεται σε τέτοιες περιπτώσεις κύριε Αστυνόμε. Παίζεται η ασφάλεια και η τιμή του οικογενειακού θεσμού. Σε αυτά δεν πρέπει να κάνει πίσω ο άνδρας. Πρέπει να είναι μονολιθικός. Ο Μπάμπης δεν έκανε πίσω, καθόλου, μα καθόλου. Η Ναταλία μπροστά στα μάτια, όλων των φίλων μας έκανε επίδειξη ερωτικής απελευθέρωσης. Οι φράσεις <θέλω να ξεράσω> <θέλω να ξεράσω> έμειναν παρομοιώδεις. Όταν τις ακούω το μυαλό μου γυρνάει σε αυτό το σκηνικό στους πρόποδες του Υμηττού.

«Κύριε Αστυνόμε έχουν περάσει δύο μήνες από αυτή την κακή ημέρα” συνεχίζει ο Τσαμπάκης. Η υπόθεση δεν έχει κλείσει καθόλου. Τα κτυπήματα που βλέπετε στο πρόσωπο του Μπάμπη είναι σημάδια αυτής της πάλης. Μια πάλη για τον έρωτα μιας γυναίκας αλλά και την προστασία της πατρότητας.




***


«<Σκύλο από μαντρί και γυναίκα από σπίτι>, αυτό μας λες Μίμη, απευθύνει τον λόγο, σε απάντηση ο Φίλιππας, μέσα στο αυτοκίνητο. Το αυτοκίνητο είχε περάσει τα Πράμμαντα, την κωμόπολη των Αθαμανικών βουνών και βάδιζε για Καλαρρύτες και Συρράκο. <να διακόψω λίγο την αφήγηση. Θέλω να προσέξετε όταν θα φτάσουμε σε ένα ύψωμα, θα βλέπουμε και τα δύο χωριά αντικριστή μας, το Συρράκο και τους Καλαρρύτες. Είναι μια πολύ καλή και όμορφη εικόνα των δύο αυτών ορεινών χωριών. Έχω εντοπίσει το μέρος. Αθαμανικά όρη, ακριβώς στην κορυφή Περιστέρι με υψόμετρο 1250 μέτρα. Εικόνα μαγευτική>.

«Αυτή η φράση υποτιμά την γυναίκα» απαντά η Πανωραία <δεν καταλαβαίνω γιατί γίνεται μια εξίσωση με τα συμπαθή τετράποδα. Δηλαδή μια γυναίκα που δεν είναι από σπίτι, δεν έχει καλή ανατροφή, δείχνει τον χαρακτήρα της μόνο από την πλευρά που αντιμετωπίζει το σεξ. Φαντάζομαι όχι>
<Η σημερινή κοινωνία, η ιστορία που μας διηγήθηκες Μίμης έχει γίνει την δεκαετία του εβδομήντα, έχει αυτή την εξέλιξη> λέει ο Φίλιππας. <ξεκίνησε, αν θυμάμαι καλά, από την εικόνα της τηλεόρασης που προξένησε σοκ στον ελληνικό λαό, του Ανδρέα Παπανδρέου, πρωθυπουργού της Ελλάδας, στο αεροπλάνο. Έκανε νεύμα στην επίσημη φιλενάδα του, την Μιμή, να κατέβει από το αεροπλάνο μαζί του, ενώ τον <περίμενε> η επίσημη γυναίκα του. Οι κουτσομπόληδες του πολιτικού παρασκηνίου το μετέφρασαν σε μια έξυπνη κατά τα άλλα φράση: <από εδώ η γυναίκα μου και από εκεί το αίσθημά μου>.

«Αυτή τη μορφή πήρε και συνεχίζει να έχει, η ερωτική απελευθέρωση στην Ελλάδα. Όποιος δεν είχε αίσθημα ή σύντροφο, εκτός από την μόνιμη γυναίκα του, ήταν δεύτερης κατηγορίας πολίτης> συνέχισε τους αφορισμούς του, ο Φίλιππας. Εκείνη την εποχή κυκλοφορούσε στις ανδρικές παρέες και η άλλη συμπληρωματική φράση <τι λοιπόν; με την αδελφή μου θα κοιμηθώ> εννοώντας την νόμιμη γυναίκα τους> πλήρη ανατροπή των ηθικών αξιών της οικογένειας. Μια απαξίωση που θεωρείται <παλικαριά>

«Καταδικάζεται την απιστία αυτής της γυναίκας;» ρωτά ο Φίλιππας.
«Η απιστία βάζει μαχαίρι, φονικό όπλο, στο χέρι του άνδρα> συμπληρώνει ο Μίμης.
«Την καταδικάζουμε» απαντούν και οι δύο γυναίκες μαζί, «αν τα ελατήριά της είναι ποταπά, έχουν δηλαδή μόνο το σωματικό σεξ, παράδειγμα την πορνεία. Αν όμως …………»
«Ψάχνεται να βρείτε δικαιολογητικά, σε αδικαιολόγητες ενέργειες;»
«Αυτής της μορφής οι απιστίες έχουν μόνο ένα στόχο. Να βγάλουν τον άνδρα ανίκανο σεξουαλικά και να του οπλίσουν το χέρι με φονικό μαχαίρι»
«Να ξεπλύνει την ντροπή της οικογένειας;» λένε και οι δύο γυναίκες μαζί …………. «να γελάσουμε. Τα κριτήρια σας είναι μόνο φαλλικά …………. χωρίς λογική ……….»

«Η Πηνελόπη δεν είχε πάρει μέρος στην συζήτηση τόση ώρα. Σιγοντάριζε την Πανωραία σε κάποιες ακραίες θέσεις της. Παρακολουθούσε το τοπίο που συνεχώς εναλλασσόταν στην διαδρομή. Τώρα είχαμε μπει στη ζώνη με τα έλατα. Θαυμάσια σε σχήμα δένδρα που σου θυμίζουν μοναξιά, έτσι όπως είναι ευθυτενή και περήφανα. Την μοναξιά της περηφάνιας δείχνει η μορφή τους. <διάβασε τις ταμπέλες της οδοσήμανσης Μίμη. Να μην πάρουμε άλλο δρόμο> <ναι πρέπει να στρίψουμε αριστερά, όχι δεξιά> Οι κατατοπιστικές πληροφορίες δεν χρειάζονται μόνο να γράφονται, αλλά να έχουν και μια τάξη για εύκολη διάκρισης προς τους οδηγούς των αυτοκινήτων. Εδώ σε αυτό το σημείο έχω κάνει πολλές φορές λάθος στροφή, γιατί η ονομασία στην ταμπέλα δεν έχει μία λογική σειρά, αν και είναι ορθή. Έχει τέσσερις ταμπέλες, η μια κάτω από την άλλη, οι τρεις έχουν μια κατεύθυνση η δεύτερη κατά σειρά από τις τέσσερις έχει αντίθετη κατεύθυνση. Οι οδηγοί παρασύρονται και πηγαίνουν προς την κατεύθυνση των περισσοτέρων πινακίδων.

«Θλίβομαι κάθε φορά που θυμάμαι αυτή την ιστορία του φίλου μου του Μπαμπίτη του Μάγκα ………… τι μου την θύμισες τώρα ρε Φίλιππα» λέει με πραγματική λύπη στη φωνή του ο Μίμης. «Έχει συνέχεια η απιστία της συζύγου. Η καραμπινάτη απιστία ……….. Μίμη;»
«Έχει συνέχεια σε βάρος του Μπάμπη ………..»




***


Στο κτίριο της Αστυνομικής Διεύθυνσης του Πειραιά, στο γραφείο του Αστυνόμου Πέτρου, Πέτρου έχουν έλθει δύο φάκελοι, αρκετά φουσκωμένοι. Επίσης έχει έλθει και μια διαταγή από το αρχηγείο, προσωπικά στον αστυνόμο. Οι δύο φάκελλοι είναι των αστυφυλάκων Μπάμπη Πετρόπουλου και Νικήτα Νικολόπουλου. Η διαταγή του Αρχηγού ήταν να συνταχθεί <ΕΔΕ> <Ένορκη Διοικητική Εξέταση> και να κατατεθεί υπηρεσιακά στο γραφείο του.

Ο Αστυνόμος Πέτρος Πέτρου, δεν θέλησε να ανακρίνει ακόμα μία φορά τον Μπάμπη Πετρόπουλο. Ήδη χωρίς να το θέλει, με προσωπική του πρωτοβουλία, άκουσε την ιστορία του. Δεν περίμενε ότι θα πάρουν τα πράγματα μια τόσο σοβαρή τροπή. Να ζητήσει ο Αρχηγός πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης. Ακούστηκαν κάποια ρεπορτάζ στην Τηλεόραση και στο ραδιόφωνο, που δεν ήταν κολακευτικά για το Σώμα. Μερικοί δημοσιογράφοι έγραψαν κομμάτια στις εφημερίδες τους, χωρίς να διασταυρώσουν τις πληροφορίες τους. Έγραφαν για σκληρή συμπεριφορά αστυνομικού προς την σύζυγό του και το παιδί του. Έγραφαν για ξυλοδαρμούς χωρίς καμιά τήρηση της νομιμότητας Έγραφαν για τις παρεκτροπές στην συμπλοκή των αστυφυλάκων στον Υμηττό, λες και ο τόπος είναι τσιφλίκι τους. Κατηγορούσαν απερίφραστα την Αστυνομική Διεύθυνση του Πειραιά, που τρέφει στους κόλπους της δικτατορίσκους της φτηνής δεκάρας.

Ο Χαράλαμπος Πετρόπουλος είναι μπροστά στο γραφείο του Αστυνόμου Πέτρου, Πέτρου και περιμένει το νεύμα του για να καθίσει στην καρέκλα . Τα πόδια του δεν τον κρατούν πλέον. Η ψυχική του διάθεση έχει πάρει την κάτω βόλτα. Το πρωί όταν σηκώνεται από το μοναχικό κρεβάτι του, δεν θέλει να αντικρίσει άνθρωπο. Κρατιέται στην ζωή ,μόνο για το παιδί του.

«Κύριε  Πετρόπουλε είσαι εδώ για το γνωστό οικογενειακό σου θέμα. Δεν χρειάζεται να μου διηγηθείς ξανά τα περιστατικά . Ομολογώ ότι δεν περίμενα να έχει μια τέτοια εξέλιξη η υπόθεση σου. Όμως για λόγους υπηρεσιακούς πρέπει να συμπληρώσεις την κατάθεση σου. Ο Δημήτρης, ο βοηθός μου, θα σε βοηθήσει»
«Κύριε Αστυνόμε, αν θέλετε πάλι να αναφερθώ στα γεγονότα, θα το κάνω. Ξέρω την τακτική που ακολουθεί η Υπηρεσία και την εκτιμώ. Είμαι στην διάθεση σας. Οι διαδικασίες γνωρίζω ότι είναι επώδυνες για όλους , περισσότερο για τα εμπλεκόμενα θύματα κάθε περιστατικού. Έχω παρευρεθεί επανειλημμένως σε τέτοια συμβάντα»
«Καλά Πετρόπουλε συνεννοήσου με τον Δημήτρη …………»
«Αυτό που δεν μπορώ να χωνέψω είναι η αδυναμία μου να προλάβω καταστάσεις, να τυφλωθώ, να μην μου<μιλήσουν> οι ενδείξεις προ της τέλεσης του αδικήματος …….» Συνεχίζει χωρίς να ακούγεται ο Πετρόπουλος.
Εγώ που διερεύνησα προληπτικά τόσες περιπτώσεις κλοπής ………
Εγώ που συνεργάστηκα στην διαλεύκανση σωρείας μοιχειών ……….
Εγώ που συνέτεινα στην ανακάλυψη απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ……..
Εγώ που στρίμωξα πολλούς μικροαπατεώνες και τους απομόνωσα  …………
Εγώ που ανακάλυψα ερωτευμένα ζευγάρια που είχαν κλεφτεί ………….
Στραβώθηκα μπροστά στην γυναίκα μου, στην ίδια μου την οικογένεια.
«Πήγαινε τώρα στο διπλανό γραφείο στον βοηθό μου. Εκεί θα τακτοποιηθούν όλα” και τον παρασύρει, πιάνοντας τον από τους ώμους.


***


“Κυρία μου βρίσκομαι στην δυσάρεστη θέση να σας ανακρίνω. Αν θέλετε μπορείτε να ζητήσετε να παρευρίσκεται και δικηγόρος» λέει ο Πέτρου στην Ναταλία Πετροπούλου, με επίσημο ύφος. Περίμενε να δει τι στάση θα τηρήσει σε όλη αυτή την ανακατωσούρα που έβαλε την Αστυνομία, με τους έρωτές της.
«Ξέρετε κύριε Αστυνόμε» κόμπιασε λίγο και συνέχισε «μου έτυχε να ………. ερωτευτώ. Πρώτη φορά στην ζωή μου παραστράτησα από τα συμφωνημένα όρια που έχει βάλει η κοινωνία μας. Δεν θέλω να απολογηθώ. Δεν κάνω την ενάρετη. Λυπάμαι τον Μπάμπη. Λυπάμαι και για το κομμάτι της ευτυχίας που θα χάσει το παιδί μου μετά το χωρισμό μας. Δεν θα έχει πατέρα, δίπλα από την μάνα του. Ήρθαν όλα τόσο ξαφνικά. Θα συμμορφωθώ με τις υποδείξεις σας. Γνωρίζω ότι είσαστε ένας τίμιος και δίκαιος άνθρωπος. Σας παρακαλώ να μου εγγυηθείτε εσείς την καλή διατροφή της κόρης μου. Είναι το μόνο που ζητάω ……….»

Ο μονόλογος σταμάτησε ξαφνικά και η Ναταλία σηκώθηκε από την καρέκλα της για να φύγει. «ξέρετε δεν υπήρχε σκοπιμότητα σε όλη αυτή την αναπάντεχη ερωτική ιστορία. Θα τραβήξουμε τον δρόμο του διαζυγίου, με κοινή συμφωνία, είναι το καλύτερο που μπορεί να γίνει για χάρη του Μπάμπη»

«Δεν λογαριάζεται να καταφύγετε στα Δικαστήρια, να κάνετε μηνύσεις προς κάθε κατεύθυνση, ιδιαίτερα προς τον Πετρόπουλο. Θέλω να πω <Σωματικές βλάβες κατ’ εξακολούθηση>, <ψευδή καταμήνυση>, <προσβολή της προσωπικότητας κλπ>;»
«Όχι. Όλα αυτά δεν με εκφράζουν, είναι αποτελέσματα της ψεύτικης ζωής που ζούμε. Είχα μια καλή ζωή με τον Μπάμπη, δεν έχω κανένα παράπονο, με πρόσεχε ………..»
«Μήπως επιθυμείτε την επιστροφή σας στην συζυγική εστία. Να τα  ξαναφτιάξετε;»
«Δεν το επιτρέπει η κουλτούρα του Μπάμπη, η Πυργιώτικη καταγωγή του. Άλλωστε η καρδιά δεν μπαίνει σε καλούπια. Δεν μπορώ να είμαι ερωτευμένη με άλλο και να ζω συμβατικά, τώρα πλέον»

«Τα πράγματα είναι τόσο σοβαρά κυρία μου; θέλω να πω ερωτευτήκατε χωρίς να μπορείτε να αντισταθείτε στον πειρασμό;»
«Δυστυχώς ναι! κύριε Αστυνόμε. Έσφαλα σύμφωνα με τους νόμους της πολιτείας, θα πληρώσω. Ήδη πληρώνω με την διακοπή των σχέσεών μου, με τον Νικήτα. Για μένα ήταν κορυφαίο κεφάλαιο του συναισθηματικού μου κόσμου» και συνέχισε με αξιοπρέπεια «θα τα βγάλω πέρα και μόνη μου. Η ζωή δεν θα με πάρει από κάτω. Φοβάμαι ότι θα πάρει από κάτω τον Μπάμπη ………….


***

Ο χώρος του δωματίου που στεγαζόταν ο Αστυνόμος Πέτρου, Πέτρου, στην Αστυνομική Διεύθυνση  του Πειραιά ήταν αρκετά μεγάλος. Ο σκοπός αυτής της ευρυχωρίας ήταν ότι τις περισσότερες φορές χρησιμοποιούταν για ανακρίσεις. Υπήρχε το γραφείο του Αστυνόμου με την ανάλογη πολυθρόνα με μια καρέκλα μπροστά από το γραφείο. Στην πλευρά απέναντι από την πόρτα που επικοινωνούσε με το γραφείο του βοηθού του Δημήτρη, υπήρχε ένας καναπές, με ένα μικρό τραπεζάκι σαλονιού. Σε μια άκρη του δωματίου υπήρχε ένα μικρό γραφείο με υπηρεσιακή καρέκλα, προφανώς για να χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις που ήθελε κάποιος επισκέπτης να γράψει. Επίσης υπήρχε και ένα ερμάριο για τα αυστηρώς προσωπικά έγγραφα της υπηρεσίας προς τον Αστυνόμο. Εκείνο το πρωινό στην καρέκλα μπροστά στο γραφείο στεκόταν όρθιος σε στάση προσοχής, ο αστυφύλακας Νικήτας Νικολόπουλος.

«Λοιπόν κύριε Νικολόπουλε πέστε μας την δική σας ιστορία, για την Ναταλία» είπε ο Πέτρου παρουσία και του βοηθού του Δημήτρη και συνέχισε «η υπόθεση φαίνεται θα πάει και στις αίθουσες του Δικαστηρίου. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, όχι μόνο να αποδώσουμε το δίκαιο, αλλά να μην χαλάσουμε την ήδη χαλασμένη γνώμη που έχουν οι πολίτες για το Αστυνομικό Σώμα»
«Κύριες αστυνόμε τα πράγματα έχουν ως εξής …………»
«Να σε διακόψω, Νικολόπουλε. Θα είμαι αυστηρός και στους δύο σας. Σε σένα επειδή αποδεδειγμένα συνήψες ερωτικές σχέσεις με γυναίκα συναδέλφου και στον Πετρόπουλο, επειδή δεν πρόσεξε τα του οίκου του. Και ………….. οι παραβάσεις είναι αρκετές  όπως πρόχειρα μπορώ να αναφέρω:
Διατάραξη κοινής ησυχίας ………
Καταστροφή ξένης περιουσίας ………
Αντίσταση κατά της αρχής ……….
Το αδίκημα της μοιχείας …………
Σωματικές βλάβες κατ’ εξακολούθηση.

«Κύριε Αστυνόμε, να συμπληρώσω, αν επιτρέπεται” παρεμβαίνει ο βοηθός του Δημήτρης «έχουμε πάρει καταθέσεις σχεδόν από όλους όσους έχουν αναμιχθεί με τον ένα ή άλλο τρόπο σε αυτή την θλιβερή υπόθεση. Πρώτα την απολογία του Πετρόπουλου. Από τους φίλους και παρόντες του Πετρόπουλου, τον Μίμη Τσαμπάκη, τον Πέτρο Δημόπουλο, τον Νίκο Νικολόπουλο, τον Χρήστο Σταυρόπουλο, την Ναταλία Πετροπούλου, τους γείτονες που παραβρέθηκαν στον άσχημο τσακωμό σας. Στις φίλες και γυναίκες των συναδέλφων σας. Να μην μας διαφύγει καμία λεπτομέρεια»
«Καλά Δημήτρη, γνωρίζει πολύ καλά ο Νικολόπουλος τη διαδικασία της αστυνομικής έρευνας. Δεν χρειάζονται διευκρινίσεις. Τα έγγραφά αναφέρονται στο όνομά σας, σαν εραστής. Λοιπόν;»

<Η πρώτη γνωριμία με την Ναταλία έγινε στην αδελφή μου. Σύχναζα πολύ τακτικά εκεί. Έχει κομμωτήριο και περνούσα να πιω καφέ. Έχει δύο υπαλλήλους στο μαγαζί και εκεί περνούσα καμιά φορά τις άδειες ώρες μου. Βέβαια μάθαινα και για τη υγεία των γονιών μου που κατοικούσαν μαζί με την αδελφή μου. Μου έκανε εντύπωση η σεμνή της παρουσία και η συμπεριφορά της με χαμηλούς τόνους. Μίλησα κάνα δύο φορές μαζί της, την ώρα που έφτιαχνε τα μαλλιά της. Ήταν κουβέντες του αέρα. <κάνει καλό καιρό σήμερα. Θα ήταν όμορφα, ένα περπάτημα στην εξοχή>. Πρώτα ξεκίνησα με συνηθισμένα λόγια και ύστερα προσπάθησα από περιέργεια να δω, τι πιστεύω έκρυβε μέσα της. Ρώτησα την αδελφή μου σχετικά με την οικογενειακή της κατάσταση. Μου είπε ότι δεν την γνώριζε πολύ. Ήξερε μόνο την μητέρα της. Δεν γνώριζε ακόμα αν ήταν παντρεμένη ή όχι. Αφού έμαθα λίγο από το παρελθόν της, προσπάθησα να πιάσω φιλία μαζί της. Ακόμα και να γίνει η κοπέλα μου. Στην αρχή δεν ανταποκρίθηκε. Είχε την πεποίθηση ότι τέτοια πράγματα έχουν πάντα κακό τέλος.

«Εγώ συνέχισα να επιμένω. Άσκησα μια πίεση και τελικά υπέκυψε. Το πρώτο μας ραντεβού ήταν στο σπίτι μου στο Υμηττό. Εκεί μένω μόνος μου. Έχω νοικιάσει ένα δυάρι διαμέρισμα και εξυπηρετούμαι αρκετά καλά. Δεν ήθελε η Ναταλία με κανένα τρόπο να έχουμε ραντεβού σε ανοικτούς ή κλειστούς χώρους. Απόφευγε και να δέχεται να την συνοδεύσω.

«Απάνω στο δεύτερο ραντεβού άρχισε να μου εξομολογείται διάφορα πράγματα για την ζωή της. Μου ανέφερε ότι είναι παντρεμένη και έχει ένα κοριτσάκι με τον σύζυγό της. Δεν τον αγαπούσε όταν τον παντρεύτηκε. Αλλά έπρεπε να αποκατασταθεί. Ήταν ότι καλύτερο μπορούσε να της δώσει η ζωή εκείνη την περίοδο της ζωής της. Φέρθηκε στον άνδρας της καλά όλο αυτόν τον καιρό που ήταν μαζί. Δεν του έκανε απιστίες ούτε μία φορά. Του στάθηκε πιστή σαν σύζυγο και σαν μητέρα για το κοριτσάκι της. είχε προσαρμοσθεί στην καθημερινότητα της ζωής.

«Όταν όμως είδε εμένα με ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά. Έτσι τουλάχιστον μου εξομολογήθηκε από το πρώτο ραντεβού μας. Προσπάθησε να αντισταθεί στην εσωτερική της παρόρμηση. Ήταν μια απελπισμένη αγάπη. Έβαλε τα δυνατά της. Αρνήθηκε να κάνει απιστίες στον άνδρα της. Σταμάτησε για αρκετό καιρό, για μήνες, να πηγαίνει στην μητέρα της και στο κομμωτήριο. Όμως κάποια στιγμή έμεινε άοπλη, χωρίς ερείσματα  από την εσωτερική της επιθυμία και υποτάχτηκε στο μοιραίο. Εκ των υστέρων έμαθε ότι ήμουν αστυφύλακας και υπηρετούσα στο τμήμα του Υμηττού.

«Αυτή η ερωτική σχέση είχε και κάποια προβλήματα. Της ζητούσα να πάμε σε ένα κέντρο για να πάρουμε ένα ποτήρι κρασί και αρνιόταν, της ζητούσα να κάνουμε μια βόλτα μέχρι την Βάρκιζα και μου το αρνιόταν, της ζητούσα να πάμε μια εκδρομή μου το αρνιόταν. Η μόνιμη επιθυμία της ήταν να βρίσκεται στο σπίτι μου, κοντά μου και μακριά από τον κόσμο που μας περιβάλλει.

«Το πιο σπουδαίο σε όλη την εξέλιξη της ερωτικής ιστορίας μου με την Ναταλία, ήταν ότι εγώ δεν γνώριζα ότι  ήταν σύζυγος αστυφύλακα. Ξέρετε κύριε αστυνόμε, κρατούμε μια δεοντολογία στο Αστυνομικό Σώμα και εγώ αυτή την δεοντολογία την υποστηρίζω. Όχι ότι δεν πρέπει να υπάρχει μια δεοντολογία από όλους τους πολίτες της χώρας αλλά όπως υπάρχει η επί μέρους δεοντολογία στην φιλία, στην οικογένεια, στην θρησκεία, στον στρατό, υπάρχει και στο Αστυνομικό Σώμα. Εγώ την αποδέχτηκα από την πρώτη στιγμή, όταν πρώτο παρουσιάστηκα στην Σχολή. 

«Η πρώτη μου κίνηση ήταν να απαλλαγώ από αυτή την λανθασμένη ερωτική σχέση που είχα δημιουργήσει άθελα μου. Έψαχνα να βρω αιτίες και δυσκολίες για να την αποκόψω. Όμως η συμπεριφορά της ήταν ακόμα πιο φορτική. Μέχρι που έκανε την κίνηση να παραστήσει την άρρωστη προκειμένου να βρεθεί ξανά κοντά μου. Έχει μείνει χαρακτηριστική η φράση  <είμαι άρρωστη μου έρχεται να ξεράσω>. Ο έρωτάς της για μένα ήταν μια επιθυμία χωρίς τέλος.

«Εκείνη την μοιραία ημέρα της συμπλοκής, το ραντεβού μας εξελίχτηκε ακόμα πιο επώδυνα. Ξεκίνησε με ένα πάθος που έβγαινε από την ψυχή της και δεν μπορούσε να το συγκρατήσει. Εγώ την ορμήνευα να τα αφήσει αυτά τα ερωτικά και να πάει κοντά στον άνδρα της. Όμως αυτή μου απαντούσε στερεότυπα:<άνδρας μου είσαι εσύ πλέον. Μου έχεις κατακλείσει τον νου και την ψυχή>.

«Αυτή είναι η δική μου αλήθεια κύριε αστυνόμε. Αν θέλετε και κάποια επιβεβαίωση για όλα αυτά έχω στα χέρια μου και μια κασέτα που αναφέρεται σε ένα μας ραντεβού.

“Ενδιαφέρουσα θα είναι η ακρόαση αυτής της κασέτας. Είναι και ένα <τεκμήριο>. Θα μπορέσουμε να βγάλουμε καλύτερα συμπεράσματα. Δημήτρη σε παρακαλώ βρες ένα μαγνητόφωνο. Ναι ένα μαγνητόφωνο να βάλουμε την κασέτα . Πιστεύω θα ακούσουμε αληθινά πράγματα

<Νικήτα αγάπη μου, πάλι τα κατάφερα να ξεφύγω. Είμαι εδώ κοντά  σου, στην αγκαλιά σου>
<Έλα τώρα Ναταλία κάνεις σαν κοριτσάκι δέκα οκτώ χρόνων ………. > >
<Είμαι μια γυναίκα ερωτευμένη Νικήτα. Δεν το κρύβω. Είμαι ερωτευμένη μαζί σου. Σε θέλω με όλη μου την ψυχή. Σου δίνω το είναι, την αξιοπρέπειά μου. Σε αγαπώ παράφορα και δεν το κρύβω>
<Μην ξεχνάς τον άνδρα σου …………>
<Είμαι εγκλωβισμένη σε μια συμβατική κοινωνία, που δεν μου επιτρέπει να εκφραστώ ………..>
<Μην ξεχνάς το μοναδικό παιδί σου ……….>
<Το παιδί μου, δεν θα μου το πάρει κανένας. Θα είναι πάντα κοντά μου, μέχρι να μεγαλώσει, να καταλάβει τον κόσμο, την κοινωνία που ζούμε, να ζυγοσταθμίσει τα αισθήματά του, να αναζητήσει αυτό που την ευχαριστεί …………>
<Δεν σε πίεσε κανένας να παντρευτείς, να κάνεις οικογένεια, να γίνεις μητέρα. Όλα εξελίχτηκαν σύμφωνα και με την δική σου επιθυμία. Ύστερα έμαθα ότι ο άνδρας σου είναι ένα καλό παιδί, καλός υπάλληλος και καλός οικογενειάρχης. Από ότι φαίνεται σε αγαπά …………>

<Νικήτα δεν με καταλαβαίνεις. Ο έρωτας θέλει δύο για να ανθίσει, να θεμελιωθεί να απολαύσεις τους καρπούς του ………… δυστυχώς ο Μπάμπης είναι ο ένας, τον άλλο δεν τον βλέπω ………..>
<Πως είσαι σίγουρη ότι εγώ σε αγαπώ, σε έχω ερωτευτεί;>
<Θυσιάστηκα για σένα Νικήτα. Ο έρωτας μου δεν γνωρίζει στερητικές φόρμες και κοινωνικούς περιορισμούς. Φίλησε με τώρα και ας αφήσουμε τις φιλοσοφίες. Ας πέσουμε στο κρεβάτι, μόλις άλλαξα τα σεντόνια ……….>

«Σταμάτησε την κασέτα, Δημήτρη. Αρκετά ακούσαμε.” λέει ο Πέτρου. “Λοιπόν Νικολόπουλε ταιριάζουν όλες οι εκδοχές που μέχρι σήμερα έχουμε εξετάσει. Πρέπει να εκδώσουμε ένα ΕΔΕ που να προφυλάσσει την αξιοπιστία της Αστυνομίας. Θα προσπαθήσουμε να μην σας παραπέμψουμε στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, εφόσον μας υποσχεθείτε ότι η υπόθεση θα σταματήσει μέχρι εδώ και δεν θα έχει συνέχεια στα Δικαστήρια …………..

«Ο Μπάμπης Πετρόπουλος δεν θέλει με κανένα τρόπο να καταφύγει στα δικαστήρια. Ζητάει διαζύγιο. Υπόσχεται ότι θα δώσει την ανάλογη διατροφή για την κόρη του  ……….. το διαζύγιο θα βγει κοινή συναινέσει ……………..
«Εσύ φαντάζομαι, σαν Νικήτας Νικολόπουλος, δεν θα συνεχίσεις να έχεις ερωτικό δεσμό με την Ναταλία, αφού δεν την αγαπάς …………… όπως λες ………..
“Η Ναταλία θα τραβήξει το δρόμο που διάλεξε. Ήθελε έναν παράνομο ερωτικό δεσμό, τον απόκτησε και τον έχασε ταυτόχρονα, ας μένει με αυτή την ανάμνηση …………..
«Ελπίζω να έγινα σαφής ……………» και συνέχισε: «αύριο θα ανέβω στο Αρχηγείο, να δω τον Αρχηγό. Θα έχω εξασφαλίσει την συναίνεση από όλους ότι δεν θα εξελιχθεί η υπόθεση στα Δικαστήρια, εγγράφως βέβαια………..»



***

‘Όταν η παρέα μέσα στο αυτοκίνητο, έφτασε στο Συρράκο τους περίμενε μια θαυμάσια ηλιόλουστη ημέρα. Ο Μίμης ανέβαινε τον επαρχιακό δρόμο γκαζώνοντας με δευτέρα  ταχύτητα το αυτοκίνητο και συνέχεια μιλούσε. Όταν έφτανε σε κρίσιμα και συγκινητικά σημεία της διήγησης, άφηνε το τιμόνι από τα χέρια του και άναβε τσιγάρο. Έτσι κάλυπτε την θλίψη και την αμηχανία του.
“Πάμε να κάτσουμε στο χωριό να πιούμε καφέ”
“Πάμε, πρέπει να περάσουμε αυτή την επικίνδυνη γέφυρα» ρώτησε η Πανωραία.
“Δεν είναι επικίνδυνη. Όπως βλέπεις είναι λιθόκτιστη και τα νερά τρέχουν, πότε ήρεμα, πότε σχηματίζοντας καταρράκτη”
“Φοράω τακούνια, δύσκολη η κατάβαση και η ανάβαση. Τέλος πάντων, θα τα καταφέρω ….……”

Σκαρφάλωσε η παρέα το πέτρινο μονοπάτι, πέρασε την πέτρινη γέφυρα, βρέθηκε σε ένα ίσιωμα με βρύση και πεζούλες, κάθισε να αντικρίσει την θέα σε όλα τα σημεία του ορίζοντα, προχώρησε προς μια νέα πέτρινη γέφυρα και πήρε το ανηφορικό μονοπάτι που έμπαινε στο χωριό. Ό ήλιος είχε φτάσει στη μέση του ουρανού και έβλεπε στη πλευρά που περπατούσαν οι επισκέπτες. Προχώρησαν ασθμαίνοντας, πατώντας επάνω στις ασύνδετες πέτρες του στενού σοκακιού, που ξεκίναγε από την αρχή του χωριού. Ήταν μια κατηφοριά που σε ενοχλούσε, αν δεν πρόσεχες λιγάκι που πατούσε το παπούτσι σου. Οι πέτρες του στενού δρόμου ήταν  κίνδυνος σωματικής βλάβης για τους ασυνήθιστους διαβάτες. Μετά από είκοσι μέτρα μπήκαμε στην πλατεία του χωριού Συρράκο. Από την μια μεριά η εκκλησία, με μια μικρή επίπεδη πλατεία σε ένα υψηλό επίπεδο, από την άλλη τα πλατάνια με την μεγάλη πλατεία και τα μαγαζιά του χωριού, σε χαμηλότερο επίπεδο. Στην ευθεία μερικές καμάρες που οδηγούσαν σε άλλα δρομάκια του χωριού και στα τρεχούμενα νερά. Νερά, πολλά νερά, τέσσερα στόμια με νερό που έτρεχε συνέχεια.

Εκεί ακριβώς καθίσαμε να πιούμε καφέ. Στο ηλιόλουστο μαγαζί, λέξω από την είσοδό του. Ο Μίμης παράγγειλε ούζο. Η θέα ήταν όμορφη, προς την πλατεία, προς τα στενά δρομάκια όλο πέτρα του χωριού, προς τα πέτρινα σπίτια, πολλές φορές διώροφα, προς την μεγάλη πλατεία του χωριού, πιο χαμηλά με τα θεόρατα πλατάνια.
“Η ζωή είναι πάντα όμορφη, αφού μπορείς και ζεις τέτοιες αξέχαστες μέρες, σε τέτοιους τόπους” μονολογεί ο Φίλιππας.
“Τον έπιασε το θεωρητικό του ………. αφήστε τον “ λέει η Πηνελόπη.
«<Σταμάτα να κατέβω, θέλω να ξεράσω> έτσι προσπάθησε να ξεγελάσει την μοίρα της η Ναταλία αλλά δεν τα κατάφερε» συμπεραίνει η Πηνελόπη που έμενε αμίλητη.
“Μίμη πότε τελειώνει η ιστορία σου; η δική μας διαδρομή πάντως έφτασε στο τέλος της”
“Κοντεύει ………. το τελευταίο δράμα παίχτηκε ………..”



***


“Κύριε Αστυνόμε, να σας δείξω κάτι ενδιαφέρον ………..”
“Τι συμβαίνει Δημήτρη” απαντά στον βοηθό του, ο Αστυνόμος Πέτρος Πέτρου “έχουμε κάτι περίεργο ………..”
«Η ζωή κύριε αστυνόμε φέρνει τα πάνω, κάτω. Μας έμαθε να ανεβαίνουμε συνέχεια την ιεραρχία της ευτυχίας και όταν αντιμετωπίζουμε την πτώση προς την πλευρά της δυστυχίας, δυσφορούμε»
«Σωστά τα λες. Ποια είναι τα νέα ενδιαφέροντα;»
«Διαβάστε αυτή την αναγγελία Μνημόσυνου ……..»
«Την 5ην Σεπτεμβρίου, Κυριακή και ώρα 9:30 τελούμε Μνημόσυνο υπέρ της αναπαύσεως της ψυχής του Χαράλαμπου Πετρόπουλος στον Ιερό Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου, στο κέντρο του  Πειραιά …………… δεν μου θυμίζει τίποτα αυτό το όνομα …………….» γυρνά στη πρώτη σελίδα και βλέπει τον τίτλο της εφημερίδας: <Τα νέα του Πύργου> μια τοπική εφημεριδούλα, δεκαπενθήμερη, για την ενημέρωση των συμπατριωτών.
 
«Ο Μπάμπης ο Πετρόπουλος, ο Μπαμπίτης ο Μάγκας, πρώην αστυφύλακας που υπηρέτησε και στο δικό μας Τμήμα; ………..»
«Α!!! μάλιστα. Τώρα αρχίζω να θυμάμαι λεπτομέρειες. Ο Πετρόπουλος που η γυναίκα του ερωτεύτηκε έναν άλλο αστυφύλακα και δημιουργήθηκε μια αναταραχή στην υπηρεσία, με συνέπειες ……..»
«Ακριβώς. τώρα φρεσκάρατε την μνήμη σας. Να συμπληρώσω όμως την ζωή του, έτσι όπως εξελίχτηκε. Ο Μπάμπης ή Μπαμπίτης ο Μάγκας, μετά την άτυχη συμπεριφορά της γυναίκας του, μεταπήδησε με μετάταξη στην ΔΕΗ. Είχε τελειώσει μια Τεχνική Σχολή Ηλεκτρολόγων του Πειραιά και με αυτό το προσόν άφησε το σώμα της αστυνομίας. Είχε κάποιο μικρό μέσον και έτσι με την μετάταξη αυτή, προσπάθησε να ξεχάσει το κακό κτύπημα της τύχης.

«Δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει την απιστία της γυναίκας του, αν και τα γεγονότα μας έδειξαν ότι δεν είχε καμία πρόθεση η Ναταλία να φύγει σκόπιμα από την συζυγική εστία. Απλά αγάπησε παράφορα και δεν μπόρεσε να το ξεπεράσει, σαν συναίσθημα και σαν παρόρμηση ενστίκτου. Όμως βλέπετε η κατηφόρα δεν σταματά πουθενά.

«Πίστευε μετά το θλιβερό συμβάν ότι τον κορόιδευε όλο το σώμα της αστυνομίας. Ακόμα και όταν συναντούσε αστυνομικό συνάδελφο, που είχαν ζήσει μαζί τα καμώματα και τις ομορφιές της υπηρεσίας, δεν του μιλούσε. Θεωρούσε ότι θα τον περιγελούσε. Συνέχισε αυτή την τακτική και όταν μετατάχτηκε οργανικά στην ΔΕΗ. Απέφευγε κάθε δραστηριότητα και κίνηση που θα μπορούσε να βρεθεί αντιμέτωπος με αστυφύλακα.

«Ο Θουκυδίδης, ο μεγάλος ιστορικός της αρχαιότητας, γράφει κάπου <τα ανθρώπινα διαγράφουν κυκλική τροχιά από την ευτυχία στην δυστυχία αλλά και το αντίθετο, γι αυτό και έμμεσα μας συνιστά να είμαστε αισιόδοξοι>. Ο Μπάμπης δεν ήταν αισιόδοξος και αυτήν την τακτική την ακολούθησε και η υγεία του κορμιού του. Αρρώστησε με καρκίνο και πέθανε ……………»
«Ο Θεός να τον συγχωρέσει  …………»


ΤΕΛΟΣ



Λέξεις 9417
Νοέμβριος 2004


Δείτε πίνακα διηγημάτων στην Ανάρτηση της 6/5/2014

Σημ: Οποιαδήποτε ομοιότητα με την πραγματικότητα είναι εντελώς συμπτωματική

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου