Κυριακή 25 Μαΐου 2014

Το Χαμόγελο του Νεκρού - Διήγημα- 25 Μαΐου 2014

Το Χαμόγελο του Νεκρού - Διήγημα - 25 Μαΐου 2014


Ποιος θα περίμενε από ένα νεκρό να χαμογελάσει. Αυτά συμβαίνουν μόνο στη σφαίρα της μαγείας, της μαντικής, της τηλεπάθειας, της φαντασίας και της πίστης. Η αδελφή του, εκεί λιγάκι μετά το ξόδι, είπε σε απολογητικό τόνο στο Γιώργο: <ανοιγόκλεισε τα μάτια του ο Γιάννης, το είδες;>.
«Έλα τώρα στη φαντασία σου ήταν!!!» προσπάθησε Γιώργος να την καθησυχάσει.
«Σου λέω τον είδα, τσίμπησα και το δέρμα μου, να δω αν είμαι ξυπνητή, ανοιγόκλεισε τα μάτια του ….» μίλησε πάλι ξέπνοη.
Την κοίταξε συγκαταβατικά και προσπάθησε να γυρίσει την κουβέντα σε άλλα θέματα <Ζει με παραισθήσεις> σκέφτηκε ο Γιώργος. Είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Η αδελφή του Χρυσούλα, μια χήρα γυναίκα, είχε την ατυχία από νωρίς, οι συγκυρίες να της πνίξουν την αισιοδοξία και τη δροσιά της ζωής.
Η Χρυσούλα έβαλε το Γιώργο σε σκέψεις. Μια απλοϊκή γυναίκα που γνώρισε μόνο τον άνδρα της, που βηματίζει τα λίγα μέτρα έκτασης της κουζίνας της, που πηγαινοέρχεται στην κρεβατοκάμαρά της, πότε από το σαλόνι, πότε από την κουζίνας, πάντα να φιλέψει, όταν ερχόταν κανένας επισκέπτης. Έτσι της έταξε η μοίρα να περάσει τη ζωή της με ένα βηματισμό στον πιο ελάχιστο μικρόκοσμο που μπορεί να φτιάξει ο άνθρωπος. Μετά από αυτόν τον μικρόκοσμο είναι η τρέλα. Γινόταν εκεί στα πόδια τους, μια συνηθισμένη νεκρώσιμη τελετή σύμφωνα με τα ορθόδοξα χριστιανικά έθιμα. Όλοι είχανε παραβρεθεί σε πολλές παρόμοιες τελετές. Από τους αφελείς ανθρώπους, σαν την Χρυσούλα, να περιμένεις την εξαίρεση. Αυτοί προβληματίζουν τους ανθρώπους να σκέπτονται.
Το μήνυμα του θανάτου ήλθε εκείνο το Σάββατο σχεδόν νωρίς, ή ώρα ήταν ένδεκα, έπρεπε να παραβρεθούν στο τελευταίο εκκλησίασμα του Γιάννη. Το πήρανε απόφαση γρήγορα. Θα πήγαιναν στο μικρό, σχεδόν έρημο χωριό της Αρκαδίας, στου Γραικού, κοντά στις πηγές του Ευρώτα, σχεδόν στο βορινό τμήμα του Ταΰγετου. Εκεί θα γινόταν η ταφή. Δοξασμένα από τα παλιά χρόνια της ελληνικής περιφέρειας, αυτά τα χώματα. Σε αυτά τα χώματα τριγύριζε ο Κολοκοτρώνης, ο Παπαφλέσσας και άλλαζαν σκληρές κουβέντες με τους δημογέροντες και τους προεστούς του τόπου. Σε αυτά τα χώματα επικοινωνούσαν με τον απλό άνθρωπο του βουνού και της πεζούλας που ζήταγε την ελευθερία του. Στα δέκα χιλιόμετρα ήταν η Μονή της Καλτεζάς[1], σε αντίθετη κατεύθυνση, στο επτά χιλιόμετρα το Λεοντάριον. Στη Μονή της Καλτεζάς στήσανε την πρώτη συγκέντρωση οι επαναστατημένοι Έλληνες. Θύμιζαν στην τότε Ευρώπη την ύπαρξή τους. Το Λεοντάριον θύμιζε ιστορίες της Μεσαιωνικής Πελοποννήσου. Ήταν μια από τις μεγαλύτερες πολιτείες του Πριγκιπάτου του Μυστρά, κοντά στο μεγαλείο του αξιοθαύμαστου μεσαιωνικού οικισμού του Μυστρά, της Στεμνίτσας, της Μονεμβασιάς. Ήταν μια από τις δέκα τρεις πολιτείες κλειδιά του τόπου που έβγαλε την τελευταία δυναστεία του Βυζαντίου, τους Παλαιολόγους.
Ο απλός αυτός χάρτης του δέκατου τρίτου αιώνα, που έπεσε κατά σύμπτωση στα χέρια του Γιώργου, δεν είχε ούτε τη σημερινή πρωτεύουσα του νομού, την Τρίπολη, ούτε την αρχαία Μεγαλόπολη την πατρίδα του γεωγράφου Πολύβιου του Μεγαλοπολίτου, του 2ου μετά Χριστού αιώνα, ούτε τη Σπάρτη. Είχαν όλες κρυφτεί στα θολά σύννεφα των αρχαίων χρόνων.
Ευτυχώς ο δρόμος άσφαλτος, ένοιωθες ότι έτρεχε από μόνος του, μαζί με το αμάξι που οδηγούσε ο Θανάσης. Μικρή η κίνηση σε οχήματα, λίγη ζέστη, θαυμάσιος ουρανός, η άνοιξη στην πιο όμορφη καμπή της, πράσινο και πάλι πράσινο, το χρώμα που έχει χαμηλούς τόννους, που θέλει να σε ηρεμήσει. Ήταν το κατάλληλο αντίδοτο, αφού τους βάραινε ένας πρόσφατος θάνατος συγγενικού προσώπου, αφού πήγαιναν να τον ανταμώσουν.
«Θα πάμε πρώτα στη Ρούγα [2]να συναντήσουμε το Σπύρο» μιλά ο Γιώργος. Είχανε φτάσει στο χωριό και βλέπανε στα δεξιά τους την εκκλησία. Δεν περίμεναν πολύ κόσμο να παραβρεθεί. Το χωριό ήταν η ερημιά από μόνο του. Όμως, έτσι λένε, ένας νεκρός θα έφερνε κάποια άτομα. Το αυτοκίνητο άρχισε να ανηφορίζει για τη Ρούγα, εκεί ήταν το σπίτι του Σπύρου. Φάνηκε και το αυτοκίνητο του, το είχε σταθμεύει στο καλοδεχούμενο γκαράζ της φύσης, σε ένα μικρό ίσιωμα, όλο χαμηλό χορτάρι, δίπλα από τον μικρό χωριάτικο δρόμο.
«Καλώς τα παιδιά, καλώς τα ξαδέλφια» ο Σπύρος βγήκε στην πόρτα να τους προϋπαντήσει. Φαίνεται ότι οι συναντήσεις και οι χειραψίες φέρνουν συγκίνηση. Ήταν μια συγκίνηση που δεν την έφερνε μόνο η ανάμνηση. Παρατήρησαν ότι ήταν έτοιμα τα μάτια του να δακρύσουν. Θα θυμήθηκε το νεκρό αδελφό, σκέφθηκαν. Η κουβέντα ήλθε από μόνη της στο θάνατο, στις υπαρξιακές αναζητήσεις, στα περίεργα που δεν μπορούσαν να κατανοήσουν. Η ερώτηση διατυπώθηκε από τον Γιώργο: <Που πηγαίνει ο άνθρωπος όταν πεθάνει;> Αμέσως αισθάνθηκε ο Θανάσης ένα σύγκρυο. Μήπως ο νεκρός χαμογελούσε μαζί τους, χαμογελούσε για τα ανόητα ερωτήματά τους; Δεν είχε ο Γιώργος διάθεση να κάνει κακό χιούμορ ένιωθε ένα βάρος στο στήθος, ο Θανάσης από μόνος του, μίλαγε ή μάλλον μονολογούσε για φαντάσματα και ο Σπύρος είχε συγκινηθεί.
«Βάρεσες την καμπάνα;» ρώτησαν το Σπύρο.
«Την βάρεσα μία και δύο και τρεις φορές. Ήταν όταν έμαθα ότι έφυγε ο αδελφός μου από αυτή τη ζωή, έπρεπε» πάλι το θανατικό βγήκε στην επιφάνεια.
«Και που πήγε;» ρώτησε ο Θανάσης. Πάλι η ερώτηση ακούστηκε. Να δω πόσες φορές ακόμα θα έρχεται στο μυαλό μας.
«Θα κάνουμε μια κουβέντα γι’ αυτό» απαντά ο Γιώργος χωρίς να δώσει συνέχεια.
Η Ρούγα, η χωριάτικη συνοικία, ήταν μια μικρή σποριά από χαλάσματα και σπίτια. Τα σπίτια, όρθια αυτά, θα γινόντουσαν χαλάσματα σε λίγο.
«Θα περιμένουμε να έλθει ο νεκρός. Ενώ περιμένουμε θα δώσω τα δικά μου πιστεύω για το θάνατο». Συμφώνησαν όλοι, δεν υπήρχε καλύτερη πρόταση από αυτή. Περίμεναν.
«Πότε θα φύγετε;» ρώτησε ο Σπύρος.
«Αργά το βράδυ. Ίσως και να κοιμηθούμε εδώ» λέει ο Θανάσης και απευθυνόμενος στον Γιώργο «Έχεις πρόβλημα να κοιμηθούμε εδώ!!!»
«Έχω κρεβάτια ………» πετάγεται ο Σπύρος.
«Θα δούμε, να φύγει, να τελειώσει πρώτα το μεγάλο συμβάν. Να κάνουμε το χρέος μας. Να τελειώσει ο πηγαιμός στην κάτω γη ή στον ουρανό του Γιάννη. Δεν ξέρω….. Άλλωστε ξέρεις καλά Θανάση, ότι δεν μπορώ να κοιμηθώ σε ξένο χώρο, ούτε ακόμα σε ξενοδοχείο. Νιώθω άβολα, μια αίσθηση απομόνωσης» Ο Θανάσης πετάγεται, πάντα με τη διαίσθηση άγρυπνη «εμείς τον συνοδεύουμε τον νεκρό ή αυτός μας χαμογελά από τη δική του κάτω γη ή από τον δικό του ουρανό;»
«Που να πηγαίνει Γιώργο ή ψυχή του; υπάρχει η ψυχή βέβαια, αλλά που να πηγαίνει; προφανώς εκεί που λέει η θρησκεία, στον Παράδεισο ή στην Κόλαση;” Μετά από μικρή σιγή: “εκεί που λένε οι καθημερινές σοφίες των ανθρώπων, δηλαδή στο πουθενά, χάνεται, εξαϋλώνεται». Συνεχίζει τη σκέψη του: «και πως ερμηνεύεις τα σημάδια των γνωρισμάτων του πατέρα σου στο παιδί σου, του θείου σου στον ξάδελφό σου. Πως ερμηνεύεις τον γρήγορο θυμό, ένα δικό σου χαρακτηριστικό, που μεταφέρθηκε, που μεταλλάχτηκε από τον πατέρα σου στο χαρακτήρα σου;». Σταματά για λίγο ο Θανάσης.
«Θανάση είναι πολλά τα ερωτηματικά, οι απαντήσεις είναι λίγες ή μάλλον είναι πολλές χωρίς όμως κάτι χειροπιαστό. Οι ελιγμοί του μυαλού προσφέρουν αρκετά επιχειρήματα. Είναι όλα ή όλα στηρίζονται στην πίστη. Πιστεύεις στη θρησκευτική θεωρία τότε ακολουθείς τη δική της εκδοχή, πιστεύεις στο Δαρβίνο και στους απογόνους του, ακολουθείς τη δική τους επιχειρηματολογία. Οι τελευταίοι σε πηγαίνουν στο δρόμο της γνώσης και των λογικών συμπερασμάτων και μένεις εκεί με ερωτηματικά. Μέχρι ένα σημείο είναι όλα ιστορικά γνωστά, μετά όλα στηρίζονται σε υποθέσεις»
“Κάποιοι μιλάνε για μετεμψύχωση. Γυρνάνε οι ψυχές πίσω στην ανθρώπινη ζωή. Υπάρχουν δείγματα ενός τέτοιου κύκλου; Να επιχειρήσω μια εξήγηση;> Λέω ξανά <να προσδιορίζω αυτόν τον κύκλο; Πεθαίνεις, η ψυχή σου από μόνη, τρέχει, στέκεται κοιμάται απολαμβάνει, χαίρεται, κολάζεται, όλες αυτές είναι <ανθρώπινες κουβέντες>. Εκφράζουν νοήματα, κατανοητά στο οικογενειακό περιβάλλον, στο επαγγελματικό, στο φιλικό ή στο κοινωνικό σύνολο. Οι <ψυχικές κουβέντες> μπορεί να έχουν άλλη μορφή, για παράδειγμα, το τρέξιμο της ψυχής να είναι ένα όμορφο καθεστώς γι αυτήν ο κολασμός να της αρέσει, να μην υπάρχει ύπνος, να μην υπάρχει ανθρώπινος λόγος.
«Όταν λοιπόν αυτή η ψυχή του <νεκρού> αποσπάται από το σώμα του, θα ζει τις δικές της συνθήκες, ακατανόητες από εμάς, τους ανθρώπους της γης. Για τις ψυχές του άλλου κόσμου, μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. Χάνουμε τα ίχνη τους από το συμβάν του <θανάτου> μέχρι να μας δείξουν πάλι την ύπαρξή τους.
Για την μετά θάνατο ζωή, έχουν αναπτυχθεί πολλές θεωρίες, κάποιοι <επικοινωνούν> με το νεκρό παιδί τους ή με τη νεκρή μητέρα τους. Κάποιοι χάνονται στους δαίδαλους της ανυπαρξίας. Κάποιοι λατρεύουν τα έργα των προσφιλών νεκρών τους. Κάποιοι πιστεύουν ότι θα τους συναντήσουν πάλι εκεί, στο απροσδιόριστο, στον <κόσμο των ψυχών !!!>.
“Η διαδοχή μου φαίνεται σαν λογικό επιχείρημα” λέει ο Θανάσης και συνεχίζει <Τα φαντάσματα είναι αποτέλεσμα της εμφάνισης των ψυχών>. Ο Θανάσης είχε εξοικειωθεί με τα φαντάσματα. Εξιστορούσε συχνά ότι τα έβλεπε.. Μικρά περίεργα ανθρωπάκια που πηδούσαν από το κρεβάτι του, στην ντουλάπα ή εξαφανιζόντουσαν όπως εμφανιζόντουσαν από το κομοδίνο στο παράθυρο.. “ Αλήθεια είχαν ομοίωμα όταν βρισκόντουσαν μπροστά από τον καθρέπτη του κομοδίνου;
“Η ύπαρξη φαντασμάτων ανήκει στη θεωρία της πίστη. Όταν πιστεύεις, βλέπεις Αγίους, φαντάσματα, οράματα”
“Δεν πιστεύεις Γιώργο στα φαντάσματα;”
“Πιστεύω σε αυτόν που τα βλέπει, σέβομαι την διαφορετικότητα του, όμως δεν επικοινωνώ καθόλου με τέτοιες ιδιαιτερότητες”.
«Να βγω στο σοκάκι, από εκεί φαίνεται η εκκλησία. Αναρωτιέμαι μήπως έφτασε η πομπή!!!» λέει ο Θανάσης, προσπαθώντας να ξεφύγει από την καταθλιπτική ατμόσφαιρα της αναμονής του νεκρού.
Μετά από λίγο εμφανίζεται ανήσυχος, τα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο του ήταν σφιγμένα. Είχε σκοτεινιάσει το μάτι του, ο βηματισμός του έγινε πιο επιφυλακτικός, κατανοούσες ότι κάτι τον βάραινε. Η απάντηση ήλθε από μόνη της. Τους ενημέρωσε ότι η πομπή με το νεκρό στάθμευε στην ανατολική πλευρά της εκκλησίας, δίπλα στο ιερό.
«Πάμε και εμείς. Η σειρά μας να τελειώνουμε τη συνάντηση που ξεκίνησε από το πρωί, τότε που μας αναγγέλθηκε ο θάνατος» είπε ο Γιώργος και έβαλε τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του. Ήταν και αυτό μια έκφραση της δικής του αμηχανίας. Ο Σπύρος ακολούθησε τελευταίος με το αυτοκίνητο.
Η εκκλησία ήταν καλοδιατηρημένη μικρών διαστάσεων, όπως μικρό ήταν και το χωριό, αριθμούσε σαράντα σπίτια στα χρόνια του μεσοπολέμου. Τα στασίδια κενά στην αριστερή και στη δεξιά πλευρά περίμεναν τους ανήμπορους προσκυνητές. Οι καρέκλες καφετιές, δύο τρεις σειρές, βρισκόντουσαν στο πίσω τμήμα του εσωτερικού της εκκλησίας. Η πόρτα εισόδου και αμέσως μετά στα αριστερά ο πάγκος με τα κεριά, με τον πολυσυζητημένο δίσκο περιφοράς, να σου <ζητούν> τον οβολό σου. Μα ποιος θα πάρει αυτόν τον οβολό σε ένα ερημοχώρι σαν και αυτό; Ποιος; Ο Θανάσης είχε άποψη στηριγμένη στην πίστη του. Τα χρήματα τα δίνω στον Άγιο, στην Παναγιά, στο Χριστό, αδιαφορώ για το τελικό προορισμό τους, καλό ή κακό. Ήταν και αυτό ένα ξόδεμα ψυχής, μια θεραπεία ενοχών.
Το ιερό της εκκλησίας λιτό, πτωχό σπουδαίο μέσα στην απλότητά του. Η οροφή της είχε κάτι από τον σύγχρονο πολιτισμό, τουλάχιστον έτσι φαινόταν στα μάτια του επισκέπτη, πλαστικά φύλλα ή χρωματιστά ξύλα, αδιευκρίνιστο, έδιναν αυτή την εντύπωση.
Δίπλα στη εκκλησία ήταν το σχολείο, μια αίθουσα όλη και όλη επτά επί επτά, στην ίδια αρχιτεκτονική με την εκκλησία. Ήταν δύο όμοια κτίσματα, το ένα σε δίδασκε για την επίγεια ζωή, το άλλο σε μάθαινε για την μεταθανάτια. Κάπου- κάπου γίνονται συγκρούσεις στους δύο μεγάλους αυτούς θεσμούς. Στη γαλλική επανάσταση επικράτησε η διδασκαλία του σχολείου, διαφωτισμός και άλλα φιλοσοφικά και επιστημονικά επιτεύγματα, στις σταυροφορίες, που κατατρόμαξαν και δολοφόνησαν τον τότε γνωστό κόσμο, επικράτησε η εκκλησία και η μεταθανάτια ζωή. Οι επισκέπτες του χωριού εκείνη την ημέρα ή οι προγονοί τους πέρασαν από τα σκαλοπάτια του σχολείου, αλλά και από τους ιερούς χώρους της εκκλησίας. Ο νεκρός χαμογελά στα δύο κτίρια που είναι σχεδόν κολλητά, χαμογελά που θυμάται τον δάσκαλο να κρατά τη βέργα της μουριάς και να δίνει τον τόνο στην ανάγνωση μέσα στην τάξη του Σχολείου.:
ΦΦΦ η Φωτιά !
Λέει η Φανή.
Στίχοι από το αναγνωστικό της Πρώτης Δημοτικού εκείνης της εποχής.
Συνεχίζει να χαμογελά βλέποντας προς την εκκλησία γιατί έμπαινε μαζί με τους συνομηλίκους του και άρπαζαν την προσφορά, την έκαναν είτε στεφάνι, για να παίζουν είτε μπουκιά πείνας για το φάνε, ανάλογα την εποχή.
Στην άκρη της πλατείας ήταν κτισμένο και το γραφείο της Κοινότητας, ένας ταπεινός και καθαρός χώρος του ευρύτερου Δημαρχιακού Διαμερίσματος. Τρεις θεσμοί που διαμορφώνουν ένα κράτος, το Σχολείο, η Εκκλησία και η Κοινότητα, μια άλλη λογική της εξουσίας περισσότερο απρόσωπη που εμφανίζεται από το γνωστό τρίπτυχο δάσκαλος, παπάς, νωματάρχης.
Η πλατεία είχε μια έκταση γύρω στα εκατόν πενήντα τετραγωνικά μέτρα, σε σχεδόν τετράγωνη μορφή. Το χωριό ήταν φωτισμένο. Οι στύλοι της ΔΕΗ με τα εναέρια καλώδια έδεναν το χωριό, από άκρη σε άκρη. Αυτό το φως έδινε ακόμα μεγαλύτερη μοναξιά. Στην πλάγια του βουνού, από τη μεριά που φαινόταν ο κάμπος με τη ρεματιά υπήρχε πέτρινη πεζούλα. Εκεί κάθονται οι επισκέπτες μαζί με τους ντόπιους, να συζητούν, να παντρεύονται, να βαπτίζονται, να χορεύουν, να κλαίνε, να πεθαίνουν.
Ο Θανάσης, ο Σπύρος και ο Γιώργος κατέβαιναν το τσιμεντένιο σοκάκι, από τη Ρούγα προς την εκκλησία. Ήταν δεν ήταν διακόσια μέτρα.
Εκεί, μαζί με το στοχαστικό βάδισμα ένιωσαν πάλι δίπλα τους, το χαμόγελο του νεκρού.
Ο Γιώργος αναρωτήθηκε γιατί να χαμογελάει; νεαροί ακόμα σχεδόν παιδιά, βρέθηκαν πολλές φορές στο λιμανάκι της Μουνιχίας του Πειραιά [3]να πίνουν κρασί. Ένιωθαν να ξεφορτώνονται τα άγχη που είχαν συσσωρευθεί τις ημέρες της βδομάδας που πέρασε. Ένιωθαν να θέλουν να ονειρεύονται το μέλλον, το επάγγελμα, τη μόρφωση, την ευκαιρία της ζωής, τη γυναίκα που θα γίνει σύζυγος. Έπινε ο Γιάννης κρασί, έπινε ο Γιώργος μπύρα, ο τελευταίος δεν το άντεχε το κρασί, το όριο του στην μπύρα ήταν μέχρι δύο μπουκάλια. Ο Γιάννης δεν μέτραγε τις ποσότητες του κρασιού που κατέβαζε στο στομάχι του. Είχε χώρο, μεγάλο χώρο. Ξαφνικά όταν πλήρωσαν τα λίγα καλαμαράκια που σερβιρίστηκαν, κατάλαβαν ότι ο Γιάννης από μόνος του, είχε πιει ένα ολόκληρο κιλό κρασί. Καταπολέμησε το άγχος του με το αλκοόλ. Βλέπει ο Γιώργος το χαμόγελο του νεκρού, ακόμα πιο έντονο τώρα. Είναι σαν να του ψιθυρίζει. <εδώ που είμαι δεν με επηρεάζουν τα άγχη>.
«Ο Θανάση κάνει το σταυρό του βλέποντας από μακρυά να βγαίνει ο νεκρός Γιάννης από την αναδιπλούμενη πίσω πόρτα της μακριάς Μερσεντές. Το βλέμμα του Θανάση, λες και έχει <μαγικές> ιδιότητες, περνά το ελαφρό ξύλο που τον σκεπάζει και παρατηρεί το άκαμπτο σώμα με σεβασμό. Εκεί κάπου καταλαβαίνει ότι του κλείνει το μάτι. Στα νεανικά του χρόνια ο Γιάννης πήγαινε στην πάλη. Ήθελε να μάθει την τεχνική της, να μπορεί να αμύνεται. Ήταν και η κατασκευή του τέτοια. Όλοι γνώριζαν τον ιδανικό τύπο του παλαιστή. Ο Θανάσης γνώριζε τον Καρπόζηλο,[4] τον παλαιστή της εποχής του, σχεδόν μέσου αναστήματος, ογκώδης από τις πλάτες μέχρι τα πόδια του. Ο Γιάννης έμοιαζε στη σωματική κατασκευή σαν τον Καρπόζηλο. Τον θαύμαζε εκείνο τον καιρό.
«Γιάννη γιατί πήγες στην πάλη; σου αρέσει αυτό το άθλημα; Ξέρεις έχει μια βαρβαρότητα μέσα του. Είναι βέβαια παλιό, όσο και ο άνθρωπος»
«Θανάση, δεν μου αρέσει να κτυπάω, να κάνω λαβές θανατηφόρες, όμως αναγκάστηκα. Ένα βράδυ, θα ήταν δύο ή ώρα, άργησα να σχολάσω. Μια παρέα του καφενείου που δούλευα καθυστέρησε. Ανέβαινα την Αιτωλικού στον Πειραιά, για το σπίτι. Πήγαινα από δρόμους που ήταν φωτισμένοι από την τότε Πάουερ (Power), σημερινή ΔΕΗ. Μου επιτέθηκε ένα κλεφτρόνι, ήθελε χρήματα, είχε και ένα σουγιά,. Λίγο ακόμα και θα ήμουν από νωρίς μακαρίτης ….»
«Αυτό το συμβάν δεν το έχω ακούσει ………»
«Ναι και κατά τύχη γλίτωσα. Μου είχαν γίνει και κάποιες προτάσεις, για συμμετοχή μου σε αγώνες πάλης. Η σωματική μου διάπλαση διαμόρφωνε προοπτικές, με μια καλή προπόνηση έφτιαχνε έναν καλό παλαιστή, πολλά μπορούσαν να γίνουν»
Ο Θανάσης έβλεπε το χαμόγελο του νεκρού και συνειδητοποίησε ότι τον κορόιδευε λέγοντας: <Βρείτε εσείς τώρα κάποιον άλλο <χονδρό<> να γίνει παλαιστής.
«Θανάση» του λέει ο Γιώργος «σε βλέπω αφηρημένο, σκεπτικό. Έχεις κάποιες ανησυχίες;»
«Όχι, όχι, το μούδιασμα του μυαλού γίνεται τώρα πιο έντονο» Πάντα πίστευε ότι το σημείο του σταυρού θα τον απάλλασσε από το μούδιασμα του μυαλού του.
Ο Σπύρος ζει τις δικές του σκέψεις. Ήταν διαφορετικός χαρακτήρας από τον αδελφό του. Αυτό το παραδεχόταν και προχωρούσε ακόμα περισσότερο. Ήταν μεγαλύτερος του σε ηλικία. Πίστευε ότι είχε το δικαίωμα να κρίνει τις συμπεριφορές του. Ίσως να είχε δίκιο. Τον θυμόταν γκαρσόνι, στο πρώτο επάγγελμα που απασχολήθηκε ο Γιάννης. Εκεί στην Τρούμπα του Πειραιά, στην κακόφημη συνοικία. Γευόταν τις μυρωδιές της καλωσύνη αλλά και τις μυρωδιές του αγοραίου έρωτα. Παρακινιόταν από την προκλητικότητα του θηλυκού όταν πουλάει το κορμί του. Τα αρσενικά όλων των περιοχών του Πειραιά αλλά και της Αθήνας, κατέβαιναν για μια <τσάρκα> στη Τρούμπα. Ήταν ανάγκη του άνδρα, ήταν συνήθεια, ήταν περιπλάνηση σε απαγορευμένα χωράφια του ερωτισμού, ήταν θέαμα, μάλλον ήταν όλα μαζί. Οι λέξεις Φίλωνος και Νοταρά, οι δύο δρόμοι του Πειραιά, έδιναν το σύνθημα στο μυαλό του αρσενικού και του θηλυκού για κόκκινα φώτα, για πουτάνες και πόρνες πολυτελείας, για πούστηδες, για κορμιά γυμνά μόνο με τις κυλόττες τους και πολλές φορές χωρίς αυτές, για ένα ερωτισμό που υπόβοσκε και σε έθελγε.
Ο Γιάννης παλικάρι τότε, ξέδινε πολλές φορές, στη διπλανή <γειτόνισσα> που της πήγαινε τον καφέ. Βέβαια δεν έκανε για νταβατζής, ήταν άνθρωπος χαμηλών τόνων, η βία, ήταν κάτι άγνωστο γι αυτόν. Ξόδευε τα λίγα χρήματα που κέρδιζε. Αυτό στεναχωρούσε το Σπύρο. Ακολουθούσε ο Γιάννης μόνο τις ορμές του. Στο σπίτι δεν πήγαινε χρήματα, ήταν τρύπιες πάντα οι τσέπες του. Σκεπτόταν μόνο το σήμερα, το αύριο άσε να το σκεφτούν οι άλλοι. Αν του έβρισκε η μάνα του στην τσέπη χρήματα, του τα έπαιρνε, δεν αντιστεκόταν, δεν διαμαρτυρόταν. Ο Σπύρος δεν καλόβλεπε αυτή την τακτική.
Το επάγγελμα του ναυτικού έκανε ο Γιάννης λίγο αργότερα, αφού τελείωσε τη θητεία του στο στρατό. Ο Σπύρος περίμενε ότι θα άρχιζε μια μικρή αποταμίευση όταν ταξίδευε. Μάταιος ο κόπος, τα λεφτά αντιπαθούσαν το Γιάννη, τον αποστρέφονταν. Καλός ο μισθός του στο εμπορικό ναυτικό, σαν μάγειρας. Ξόδευε χρήματα στα λιμάνια. Το μυαλό του δεν χωρούσε η λέξη αποταμίευση για το μέλλον. Έμενε στο παρόν.
Παντρεύτηκε ο Γιάννης και προσκολλήθηκε στη γυναίκα του, αυτός ήταν ο χαρακτήρας του. Θα σε συντρόφευε μια ζωή, χωρίς να διαμαρτυρηθεί, χωρίς να σε προδώσει. Δεν μπόρεσε να κρατήσει τις ισορροπίες μεταξύ της οικογένειάς που τον γέννησε και της οικογένειας που έφτιαξε με δική του επιθυμία και επιλογή. Οι αφελείς λέξεις που ακολούθησαν έφτιαξαν πολεμίστρες, με κάποιες αμήχανες προτάσεις αγοράστηκαν πολυβόλα και ξεκίνησε ένα ακήρυχτος πόλεμος.
Ο Σπύρος στεναχωρήθηκε πολλές φορές με το Γιάννη. Ήλθαν και σε <κουβέντες>, έκαναν και κάποια χρόνια να μιλήσουν. Δεν μπορούσε ο Γιάννης να ξεφύγει από τις <οδηγίες> της γυναίκας του. Αυτή είχε το ατού στα χέρια της, έστρωνε το κρεβάτι του, έστρωνε το τραπέζι του, αγόραζε τα ρούχα του. Έλεγχε τον λιγοστό χρόνο που του έμενε όταν ήταν ξέμπαρκος. Φυσική συνέπεια να υπάρχουν δυσκολίες στην επικοινωνία. Αναλογιζόταν ο Σπύρος τις θλιβερές στιγμές, τα απερίσκεπτα δάνεια, την σπατάλη, τη γυναικεία τυραννία, και επέμενε στο <δίκιο> του. Αυτό ήταν το λάθος του. Δεν αλλάζει ο άνθρωπος ή τον δέχεσαι όπως είναι ή παύεις να τον σκέπτεσαι σαν συγγενή.
Του Σπύρου του φάνηκε ότι ο νεκρός Γιάννης ήταν στην πόρτα της εκκλησίας και τον περίμενε. Του χαμογελούσε κιόλας. Παραξενεύτηκε. Μετά από τόσα που του έχω πει, που τον έχω νουθετήσει, που τον έχω προσβάλλει, πάντα για το καλό του, μου χαμογελά; σκέπτεται. <Άλλο και τούτο. Σαν να άκουσε τη φωνή του να του λέει <εγώ αδελφέ έφυγα, το ταξίδι μου θα συνεχίζεται, εσύ μην τα παίρνεις όλα τοις μετρητοίς, χαμογέλα και λίγο>.
Κουνάει το κεφάλι του να το καθαρίζει από τις σκέψεις <λες να βλέπω φαντάσματα> αναρωτιέται <δεν υπάρχουν φαντάσματα την ημέρα, με τον ήλιο ψηλά. Κάνει τον σταυρό του και σαν να ένιωσε καλύτερα. Προχώρησε προς την πόρτα της εκκλησίας, χωρίς να λογαριάζει τον <Γιάννη> που την έφραζε. <Θα περάσω, θα περάσω ………….> επέμενε.
Το εκκλησίασμα αποτελείτο όλο και όλο από δέκα άτομα. Η αδελφή του, ο αδελφός του, τα δύο του ξαδέλφια, η κόρη του, δύο γειτόνισσες της πολυκατοικίας από το διαμέρισμα που κατοικούσε στην Αθήνα και πέντε κάτοικοι, γερόντισσες του χωριού, παρευρέθησαν στον επικήδειο. Να υπολογίσουμε ακόμα τον παπά και τους νεκροθάφτες, το ζευγάρι με το γιο τους, που ήταν κοντοχωριανοί. Ήταν τόσο λίγοι που ο νεκρός Γιάννης ένιωθε άνετα μεταξύ τους. Δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα τους μεγάλους συνωστισμούς. Ακόμα και το ναυτικό επάγγελμα τον παρότρυνε σε μοναχικές διαδρομές.
Στα κρυφά, ο Θανάσης παίρνει παράμερα το Γιώργο και του ψιθυρίζει ……. «Λίγο πιο κάτω είναι ο πατέρας. Να ζητήσω ένα ευχέλαιο από τον παπά, μόλις τελειώσει;»
Του κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Είχε πολύ καιρό να επικοινωνήσει ο Γιώργος με τον πατέρα του, με το παρελθόν του. Μην φανταστείτε περίεργα, ψυχολογικά περιστατικά. Δεν έχει τέτοιες ιδιότητες. Θυμάται μόνο τις στιγμές μαζί του, στο γραφείο, στην καταξίωση και παραμένει γαλήνιος. Βλέπει τον εαυτό του, το Θανάση μαζί με τον παπά, μπροστά στο μαρμαρένιο σταυρό του πατέρα: Κωνσταντίνος Γιωγγαράς 1912- 1990, ακριβώς στο Ιερό του Αγίου Νικολάου, της εκκλησίας του νεκροταφείου του χωριού. Τσιμενταρίστηκε ο χώρος, είναι προσπελάσιμος, φαντάζομαι δεν ενοχλεί κανένα, ούτε και τα παιδιά του.
Σκύβει ο Γιώργος και μαζεύει ένα αγριολούλουδο, Μάιος μήνας, η καρδιά της άνοιξης, και πλησιάζει το σταυρό. Το βάζει εκεί χαμηλά, μπροστά του. Ψιθύρισε: <πατέρα τόσος καιρός και ακόμα είναι μαζί η οικογένεια που έφτιαξες, δεν την σκορπίσαμε με κουβέντες. Έμαθαν όλοι να κρατούν ισορροπίες> Μετά περίμενε τον παπά να πει τα θρησκευτικά λόγια. Μπορεί να ανοίγονται δρόμοι ευλογημένοι, χάρη σε αυτά, ποιος ξέρει;
Ο νεκρός Γιάννης λες και είχε ακοή, όταν τον έψελνε ο παπάς στη διαδρομή του προς τον Παράδεισο. Του έδειχνε το δρόμο της σωτηρίας του, έψελνε ο παπάς, ντυμένος στα μαύρα, έψελνε με καθαρή άρθρωση, τουλάχιστον δεν ήταν μουρμούρα. Δεν άκουγε ο Γιάννης μόνο, αλλά και χαμογελούσε με τους γύρω του. Ήταν η στιγμή που η πομπή ξεκίνησε από την εκκλησία για το Νεκροταφείο. Ένας μικρός τσιμεντένιος δρόμος, όλο στροφές που έκλειναν σχεδόν σε ενενήντα μοίρες.
Μήπως, η αδελφή του είχε δίκιο όταν ανέφερε ότι ανοιγόκλεισε τα μάτια του; η αδελφή του πάντως δεν σκεπτόταν, δεν θυμόταν τίποτα από το παρελθόν, όλο άνοιγε την καρδιά της να βρει αγάπη, να βγει απώλεια, ερημιά.
Ο δρόμος για το νεκροταφείο γινόταν ακόμα περισσότερο επικίνδυνος, όταν τον περνάς με αυτοκίνητο. <Πρόσεχε δεξιά, στροφή, θα βγούμε στο χαντάκι, πρόσεχε την αριστερή στροφή θα πέσουμε στον γκρεμό, δεν θα μας συγκρατήσουν ούτε καν τα δένδρα>. Με τέτοιες προτάσεις φθάσανε τα τρία αυτοκίνητα στο Νεκροταφείο.
Ο νεκρός Γιάννης μας είχε προλάβει, πετούσε δεν έτρεχε και τον βλέπαμε τώρα στην πόρτα του νεκροταφείου, <μέχρι εδώ ήταν άνθρωποι της γης. Δεν με ξαναβλέπετε πια. Σας χαρίζω την ακόρεστη πείνα που είχα στην δική σας ζωή. Δεν μου έφταναν δύο βαθειά πιάτα σουρωτά, το ένα με χόρτα και το άλλο με ψάρια και δίπλα ένα ολόκληρο καρβέλι ψωμί. Ήταν της μάνας μου το μόνιμο παράπονο, αυτή η απελπιστική πείνα μου>
<Σας χαρίζει τον τίτλο του παλαιστή με τις θανατικές λαβές του. Εγώ δεν ήμουν γεννημένος για τέτοιες επιδείξεις και τέτοια αθλήματα>
<Σας χαρίζω τα λεφτά που ανακαλύψατε εσείς οι άνθρωποι, Πάντα μου προκαλούσαν μια σύγχυση. Άλλες φορές δεν ήξερα τι να τα κάνω και άλλες φορές τα χρειαζόμουν και δεν τα είχα. Περίεργα, πολύ περίεργα σκέπτονται οι άνθρωποι της γης.>
<Σας χαρίζω τα <λόγια> σας, δεν μου χρειάζονται τα υπονοούμενα, οι βρισιές, οι κατάρες, οι ευχές, δεν μου χρειάζεται στο κάτω - κάτω ούτε αυτή η ομιλία. Έχω τις λέξεις της καρδιάς και αυτό μου αρκεί.>
<Σας χαρίζω τους ανθρώπους που με περιστοίχιζαν στενά στην γήινη ζωή μου, τη γυναίκα μου και την κόρη μου, δεν ένιωσα πραγματικά ποτέ σύζυγος, ποτέ πατέρας. Δεν μου επέτρεψαν φυσικά να νιώσω έτσι. Με οδηγούσαν σε κάτι οχληρούς ατραπούς και με μπέρδευαν.>
<Σας χαρίζω τον αδελφό μου και την αδελφή μου, νόμιζα ότι θα παραμέναμε μόνο παιδιά, έτσι όπως μας γέννησε η μάνα μας. Παιδιά που παίζανε τις αμάδες και το κρυφτό. Εγώ πάντως από τη δική μου μεριά δεν μεγάλωσα ποτέ>.
<Τους άλλους μου συγγενείς τους αγνοώ, μήπως συναντιόμαστε και καθόλου; μόνο σε κανένα γάμο ή σε καμιά κηδεία, όχι βέβαια στη δική μου. Συγγενείς είμαστε μόνο στο όνομα, στην πράξη αυτό μεταφράζεται σε <τι κάνεις; είσαι καλά;>
Ο νεκρός Γιάννης, τα έλεγα όλα αυτά, όχι με παράπονο, όχι με κακία, απλά χαμογελούσε, όπως απλά έζησε τη ζωή.


Λέξεις 3.913 Μάιος 2007




[1] Η μονή βρίσκεται κτισμένη στα νότια του Νομού Αρκαδίας, σε μικρό οροπέδιο και σε θέση μεγάλης στρατιωτικής σημασίας.  Απέχει από την Τρίπολη 30 χιλιόμετρα, από την Κάτω Ασέα 11 χιλιόμετρα, ενώ βρίσκεται σε απόσταση 2,5 χιλιομέτρων έξω από το ομώνυμο χωριό Καλτεζές, Ιδρύθηκε περί τα τέλη του 18ου αιώνα και από το 1920 λειτουργεί ως γυναικεία μονή υπό την Ιερά Μητρόπολη Μαντινείας και Κυνουρίας. Σήμερα, εγκαταβιούν στη μονή τέσσερις μοναχές. Έγινε στη Μονή η πρώτη Συνέλευση και η σύσταση της Πελοποννησιακής Γερουσίας, το Μάη του 1821. Με πρόεδρο τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, 37 πρόκριτοι, πληρεξούσιοι – αντιπρόσωποι των επαρχιών, ύστερα από συνεδριάσεις λίγων ημερών, συγκρότησαν την Πελοποννησιακή Γερουσία εκλέγοντας έξι επιτρόπους: τον Πετρόμπεη, τον Επίσκοπο Βρεσθένων Θεοδώρητο, τον Σ. Χαραλάμπη, τον Θ. Κανακάρη, τον Αναγνώστη Δεληγιάννη και τον Ν. Πονηρόπουλο, με γραμματέα τον Ρήγα Παλαμήδη. Η εξαμελής αυτή επιτροπή γινόταν έτσι ο πυρήνας ενός πρώτου Κυβερνητικού Οργανισμού, αναλαμβάνοντας την ευθύνη της πολεμικής οργάνωσης της χώρας και τον εφοδιασμό της. Στις  26 Μάη 1821 υπέγραψαν το πρώτο πρωτόκολλο, ορίζοντας ως επόμενη έδρα τη Στεμνίτσα. Και την 1η Ιουνίου υπέγραψαν, πάλι στις Καλτεζές, την πρώτη εγκύκλιο, που έστειλαν στους προεστούς και σε όλα τα σημαίνοντα πρόσωπα του Μοριά.
[2] Δρόμος, σοκάκι
[3] Κατά την αρχαιότητα Μουνιχία  λεγόταν ο σημερινός λόφος της Καστέλας του Πειραιά και συγκεκριμένα η κορυφή και η ανατολική πλαγιά με τον προ αυτού όρμο, που αποτελούσε τον λεγόμενο λιμένα Μουνιχίας, το σημερινό Μικρολίμανο.
[4] Καρπόζηλος Χάρης: Παγκόσμιου Πρωταθλητή ελευθέρας πάλης  (1925-1971)

Το Blog Λογοτεχνία – Πολιτιστικά  Εκτελωνιστών δέχεται να φιλοξενήσει κείμενα συναδέλφων, αξιώματα και πολιτιστικά δρώμενα  που αναδεικνύουν τον εκτελωνιστικό πολιτισμό

E-mail =info@bookstars.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου