Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

Οι Νεαροί Επιβήτορες Η εποχή του νόμου 4.000 3 Μαΐου 2014



 Οι Νεαροί Επιβήτορες Η εποχή του νόμου 4.000. 3 Μαΐου 2014



Γιώργος Γραικός
Βιβλιαράκι καρφίτσας σελ 55



Άλλες ιστορίες καθημερινότητας
του Αστυνόμου Πέτρου Πέτρου
του γνωστού απλησίαστου 2Π
1.    Παράθυρο Φονιάς
2.    Φαλτσέτα χωρίς Αίμα
3.    Αεροπορική Χρηματαποστολή
4.    Ο Γρηγόρης ο Γόης
5.    Το Πρώτο μου Σκασιαρχείο




Οι Νεαροί Επιβήτορες. Η εποχή του νόμου 4.000

Στο σφαιριστήριο των Ταμπουρίων, μιας από τις συνοικίες του Πειραιά, τέσσερις νεαροί περνούν την φαρδιά πόρτα του με ορμή. Κάνουν τα πρώτα βήματα, λες και μόλις τους απόλυσαν από τις <φυλακές>. Δεν φαινόντουσαν για μεγάλης ηλικίας. Μάλλον ήταν μαθητές του Γυμνασίου. Το πιο πιθανό ήταν να έχουν κάνει σκασιαρχείο από το Σχολείο τους. Το ίδιο ήταν. Το σχολείο έχει μέσα του και τη λογική της φυλακής. Είναι «αναγκασμός» όταν μάλιστα δεν θέλεις εσύ να πας. Εκείνη την εποχή, στο τέλος της δεκαετίας του εξήντα, η απόλυτη υπακοή στις επιθυμίες του πατέρα και της μητέρας ήταν κανόνας. Να είσαι δέκα επτά, δέκα οκτώ χρόνων και να σε στέλνουν στο Γυμνάσιο; Αυτό πάει πολύ. Εσύ θέλεις την ελευθερία σου, το ποδόσφαιρό σου, το μπάσκετ σου, τη φιλενάδα σου, τη βόλτα σου στο Πασαλιμάνι, τον κινηματογράφο σου. Το σχολείο θα σε ενδιαφέρει;

«Εδώ σε αυτό το ποδοσφαιράκι να παίξουμε!!!»
«Γιατί σ’ αυτό;»
«Είναι πιο γούρικο, το πιάνει καλύτερα το χέρι μου. Θα φας τρία γκολ οπωσδήποτε»
«Για δοκίμασε;»

Το σφαιριστήριο των Ταμπουρίων βρισκόταν πίσω από τον κινηματογράφο ΑΙΓΛΗ. Ακριβώς εκεί έκανε στάση το τραμ του Περάματος. Ένα μαγαζί που άνοιξε σαν Λέσχη Μπιλιάρδου κατ’ αρχήν και ύστερα διακόσμησε τον χώρο του με τα νέα παιγνίδια, όπως ποδοσφαιράκι, μηχανάκια δεξιοτεχνίας για ρεκόρ πόντων, είναι μια μηχανή που σου ανέβαζε το ηθικό με την αρίθμηση σε βραβεία, ίσα, ίσα να σου παίρνει τα φραγκοδίφραγκα, που δυστυχώς ήταν πολλά. Το κατάστημα είχε δύο μπιλιάρδα αμερικάνικα και ένα ή δυο παπαφίγκους.

Οι θαμώνες του μαγαζιού είχαν γίνει μεταξύ τους φίλοι, γνωστοί. Γνωριζόντουσαν με τα μικρά τους ονόματα και ο ένας ήξερε το βαθμό δεξιοτεχνία του άλλου στα παιγνίδια. Το μαγαζί τότε μόνο γέμιζε ασφυκτικά, αν έμπαιναν οι παρέες του μαθητόκοσμου. Τότε γινόταν ένα πανδαιμόνιο. Οι νεαροί, σύντομα ακαδημαϊκοί πολίτες, ξεπερνούσαν τους εαυτούς του σε δεξιοτεχνία και κατανάλωση δραχμών στα ποδοσφαιράκια.

Το κουλούρι μετατρεπόταν σε ποδοσφαιράκι, το χαρτζιλίκι για τον Κυριακάτικο σινεμά έπαιρνε το δρόμο της φαντασίας και γινόταν τρεις ή τέσσερις παρτίδες ποδοσφαιράκι. Πολλές φορές τα ρέστα από τα ψώνια έκαναν φτερά, στην μαγική μεταλλική σχισμή του επίπλου, παιγνιδιού. Οι καυγάδες ήταν σε μόνιμη βάση μεταξύ της μάνας και του παιδιού.
«Τα ρέστα δεν είναι σωστά Άλκη»
«Αυτά μου έδωσε μαμά»
«Λείπει μία δραχμή, καταλαβαίνεις;»
«Μπορεί να μου έπεσε στο δρόμο ...........»
«Να μου φέρεις τη μία δραχμή ...........»
«Καλά, πάω να ψάξω……» Φυσικά δεν έψαχνε. Ήξερε όμως ότι η φούρια θα πέρναγε, μαζί με αυτή και η αναζήτηση της χαμένης δραχμής.

Η παρέα που είχε κάνει σκασιαρχείο από το Σχολείο, μπήκε φουριόζα στο Μπιλιάρδο. Ένοιωθες εκείνη την νεανική ορμή που έχουν τα νιάτα εκείνης της ηλικίας. Ένα ατμοσφαιρικό ανακάτεμα που ενώ πρέπει να σε αναστατώνει, σε γαληνεύει. Εκείνη την εποχή, όταν οι μαθητές έκαναν σκασιαρχείο είχαν δύο επιλογές ή να περάσουν την πρωινή ώρα τους στα Μπιλιάρδα ή Σινέ <Ροζικλαίρ> και <Φως>. Η δεύτερη επιλογή είχε ένα μικρό πρόβλημα, ήθελε περισσότερα χρήματα. Συνήθως ήταν χωρίς εφαρμογή.

«Έλα ρε Γιώργο, που ήσουνα;
«Ξεκινάμε παιγνίδι!!»
«Μάγκες, ψήνω μία φιλενάδα. Εδώ έξω»
«Τι είπες;» κάνουν με μια φωνή όλοι μαζί «γκόμενα; γυναίκα; θα πηδήσουμε κιόλας; Και έχω καιρό να πηδήσω»
«Έλα Γιώργο για ξαναδοκίμασε!!! Περιμένουμε» Οι τέσσερις φίλοι και συμμαθητές, άρχισαν να τρίβουν τα χέρια τους. Ένδειξη ότι τους ερχόταν μεγάλη χαρά. Το ποδοσφαιράκι ας περίμενε εκεί στην άκρη. Ο μαγαζάτορας κοίταζε την παρέα με μισό μάτι. Παρακολουθούσε τη συζήτηση από μακριά. Δεν άκουγε τη συνομιλία, όμως τον ενδιέφερε να ξεκινήσει το παιγνίδι με τα μπαλάκια, έτσι θα γέμιζε το συρτάρι του με εισπράξεις, κάθε καθυστέρηση ήταν απώλεια εσόδων γι' αυτόν.

« Μάγκες την έχω μισοκαταφέρει. Εδώ έξω είναι»
«Ε!! Τι κάνουμε;»
«Την έπεισα να πάμε να πιούμε καφέ»
«Αν γίνει η δουλειά με το γκομενάκι, που πάμε;» λέει ο Άλκης.
«Αυτό είναι το πρόβλημα. Που την κρεβατώνουμε;»
«Στο δικό σου σπίτι Αχιλλέα;»
«Α!! Πα!! Πα!!, Είναι η μάνα μου. Είναι πονηρή μέχρι εκεί που δεν παίρνει. Θα με γδάρει αν μυριστεί κάτι τέτοιο και θα μου ρίξει από πάνω αλάτι να πονάω περισσότερο»
«Στο δικό σου σπίτι Νικήτα;
«Είσαι τρελός; εχθές τσακώθηκα μαζί της για την βαθμολογία μου στα μαθηματικά. Να πάω τώρα και παρέα; Είναι ικανή να μας δείρει όλους ομαδικά»
«Στο δικό σου σπίτι Γιώργο. Έλα ρε η μάνα σου λείπει, είναι στη δουλειά. Αυτό είναι σίγουρο. Την είδε ο Νικήτας από τη γωνιά του Σχολείου, όταν έμπαινε στην αίθουσα. Τώρα θα διδάσκει»
«Είναι η γιαγιά μου στο σπίτι ............. «
«Αυτή θα την καταφέρουμε. Έχουμε κάνει τόσες τρέλες μαζί της. Θα την απασχολούν οι άλλοι όταν ο ένας θα πηδάει .........»
«Έλα μωρέ, τη γιαγιά την μπορούμε. Θα της πούμε μερικά γλυκόλογα. Θα τη φιλήσουμε όλοι στη σειρά και είναι ........... με το μέρος μας»
«Να πάω να το δω το γκομενάκι!! Είναι καλό;»
«Θα μου χαλάσεις τη δουλειά» λέει ο Γιώργος «Σου λέω την έχω ψήσει» «Πω πω !! αναπάντεχη εξέλιξη. Ποιος περίμενε να βρούμε γκομενάκι στα Ταμπούρια;»
«Μάγκες αφήστε τα όλα. Φεύγουμε για το σπίτι του Γιώργου. Πάμε στους ερωτικούς παράδεισους του σκασιαρχείου μας»

«Γιώργο πως τα καταφέρνεις με τις γυναίκες;»
«Μπαίνω στα ίσια ........»
«Σου κολλάνε σαν .......... μύγες»
«Έχω το ................ κοκαλάκι της νυκτερίδας»
«Διηγήσου μας το ψηστήρι. Μαθαίνουμε από την τεχνική σου ρε Γιώργο. Ύστερα προετοιμαζόμαστε για τα όμορφα μέχρι να έλθουν»
«Της μίλησα για της ωραίες γάμπες που έχει. Έρχεται ρε παιδιά ένα χυτό πράγμα, σμιλεμένο λες από τεχνίτη και καταλήγει στους αστραγάλους. Τι μας έλεγε ο καθηγητής της καλλιγραφίας για τους γλύπτες της Τήνου; Αυτόν που έφταιξε την κοπέλα ξαπλωμένη. “Την κοιμωμένη του Χαλεπά;» “Αυτήν μπράβο!!!»
«Μετά της είπα ότι θαύμαζα τα μάτια της. Μεγάλα και μαύρα, κορακίσια. Σε διαπερνούν με τη ματιά τους»
«Μου απήντησε ναζιάρικα και χαμογελαστά. Της έπιασα το χέρι και δεν αντιστάθηκε. Προχώρησα πιο κάτω, χάιδεψα το μπράτσο. Έμεινε ακίνητη. Φαίνεται ότι τα ήθελε, τα περίμενε. Είναι αλήθεια ότι είχε ένα αφηρημένο ύφος, παράξενο, της μίλησα για τους φίλους μου, για εσάς. Την έπεισα ότι είσαστε καλά παιδιά. Της πρότεινα να πάμε για καφέ, όλη η παρέα. Εμείς οι τέσσερις και αυτή. Το δέχτηκε ευχάριστα, μάλιστα μου χαμογέλασε γλυκά, αφηρημένα. Λες και το περίμενε. Περίμενε να είμαστε πολλοί στο κέρασμα του καφέ»

«Ύστερα τι έγινε;» είπαν με μία φωνή οι τρεις φίλοι του Γιώργου.
«Τη ρώτησα αν της αρέσει ο έρωτας. Μου απάντησε ότι της άρεσε, μόνο αν είναι από νέους σαν και εμένα»
«Είναι μικρούλα ρε Γιώργο;» ρωτά ο Νικήτας «ή μήπως είναι καμιά του δρόμου; Πολύ εύκολη τη ακούω»
«Όχι είναι μικρή σας λέω. Μείναμε στον έρωτα και στα είδη των φιλιών. Πάμε όλοι παρέα να συνεχίσουμε»


***

«Παρακαλώ τι θέλετε;»
«Είμαι ο πατέρας της Μαριγούλας. Θέλω να μιλήσω στον πατέρα σου»
Ο Γιώργος, που άνοιξε την εξώπορτα του σπιτιού του, έμεινε με ανοικτό στόμα. Δεν περίμενε τόσο γρήγορη αντίδραση, από τη μεριά της κοριτσίστικης γνωριμίας που έκανε με τους φίλους του, έξω από τη Λέσχη των Μπιλιάρδων. Κοίταξε μία τον άνδρα που στεκόταν μπροστά του, μια την πόρτα του σπιτιού που ήταν ανοικτή και ασυνείδητα, με όση δύναμη είχε, την έκλεισε. Εκείνη την στιγμή καθόταν όλη η οικογένεια στο μεσημεριάτικο τραπέζι και απολάμβανε το γεύμα της. Είχαν φτάσει σχεδόν στο τέλος του κύριου πιάτου και ετοιμαζόταν η μάνα του, να τους σερβίρει το φρούτο με το γλυκό. Ο αδελφός του, φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, μόλις είχε έλθει εχθές για τη καθιερωμένη μηνιαία επίσκεψη στο πατρικό του σπίτι, να ανεφοδιαστεί με χρήματα, καθαρά ρούχα και δύναμη.
«Τι συμβαίνει ρε Γιώργο; Άκουσα ζητάνε τον μπαμπά. Θέλουν κάποια εξυπηρέτηση;»
«Όχι, όχι. Κάτι έγινε προχθές με μία κοπέλα και ζητάει εξηγήσεις ο πατέρας της»


Το κτύπημα στη πόρτα ξαναήλθε περισσότερο επιτακτικό, ξαφνικό και δυνατό. Ο Γιώργος σκέφτηκε να μην ανοίξει αλλά πάλι το μετάνιωσε. Σηκώθηκε από την καρέκλα, τον συνόδεψε και ο αδελφός του και άνοιξε πάλι την πόρτα. Ο ώριμος άνδρας ήταν ακόμα εκεί. Φορούσε φτηνά ρούχα και ήταν αξύριστος. Οι μορφασμοί του ασκήμυναν ακόμα περισσότερο την εμφάνιση του.
«Μου ντρόπιασες το κορίτσι μου, τη Μαριγούλας μου» ξεκίνησε να λέει ο πατέρα της «Εσύ και οι φίλοι σου μου κατάστρεψαν την οικογένεια. Δεν έχω μούτρα να βγω στην γειτονιά. Όλοι με κοιτάζουν με περιπαικτικό μάτι. Με κοροϊδεύουν»
«Δεν πειράξαμε στην κόρη σου. Καφέ ήπιαμε στο σπίτι μου»
«Και ύστερα από τον καφέ τι έγινε; Μου τα είπε όλα η Μαριγούλα. Την παραπλανήσατε, την παροτρύνατε και οι τέσσερις σε ερωτικές ασκήμιες. Εσύ και οι φίλοι σου είσαστε παλιόπαιδα, χωρίς ηθική. Έτσι βρίσκεται μια κοπέλα στο δρόμο και κάνατε έρωτα μαζί;»
«Δεν κάναμε τίποτα στην κόρη σου που να μην το ήθελε. Φίλοι είμαστε όλοι ......... »
«Παρασύρατε την κόρη μου σε ερωτική παγίδα. Είσαστε διαφθορείς. Διαφθείρατε ένα ανήλικο κοριτσάκι. Θα πληρώσετε γι’ αυτό ακριβά»
«Και εγώ μαθητής του Γυμνασίου είμαι, είμαι ............ «
«Θα φωνάξω δυνατά, σε όλη τη γειτονιά. Είσαι βιαστής μικρών ανήλικων κοριτσιών. Πες στον πατέρα σου να βγει έξω .......... μήπως ντρέπεται για τα ερωτικά παραπτώματα του γιου του;»
«Είμαι εγώ εδώ, το ίδιο κάνει ............»
«Θα πάω στην Αστυνομία να το καταγγείλω. Θα πληρώσετε και οι τέσσερις νεαροί, για τον βιασμό της κόρης μου. Θα πληρώσετε .......... «
«Μην φωνάζεις. Θα φωνάξω την Αστυνομία να σε μαζέψει .........»

Η γειτονιά άρχισε να μαζεύετε γύρω από τον πατέρα της Μαριγούλας. Άρχισε να ρωτά για τα καθέκαστα. Οι ειδήσεις ερχόντουσαν σαν δυνατή βροχή, όταν μάλιστα ήταν και κακές. Τέσσερις νεαροί, ένας από αυτούς ο Γιώργος, το γειτονόπουλο, με πατέρα αξιωματικό της Αστυνομίας, υπαστυνόμος, παραπλάνησαν ένα ανήλικο κοριτσάκι, μέσα στο ίδιο το σπίτι του γείτονα και έκαναν τα ακατονόμαστα.

Πω!! Πω!! Ντροπή για το γειτονόπουλο. Φαινόταν ότι ο Γιώργος ήταν πεταχτούλης. Αψηφούσε κάθε ηθική αξία. Τώρα βγήκαν οι ντροπές περίπατο στην γειτονιά. Κρίμα τους γονείς του. Ο πατέρας του αξιωματικός της Αστυνομίας, η μητέρα του εκπαιδευτικός, ο αδελφός του φοιτητής, καλή και αξιοπρεπής οικογένεια, υπόδειγμα, όμως το παιδί ξέπεσε ..........

«Μου ντροπιάσατε εσύ και οι φίλοι σου την κόρη μου, την πηδήσατε όλοι μαζί. Θα φωνάζω όσο θέλω. Ζητάω αποκατάσταση. Να αποκαταστήσεις την τιμή της κόρης μου ..........»

Ο πατέρα του Γιώργου εμφανίζεται στην εξώπορτα περίεργος. Βλέπει τον κόσμο που έχει μαζευτεί. Βλέπει το γιο του σε έξαλλη κατάσταση, με τον αδελφό του να προσπαθεί να τον ηρεμήσει. Βλέπει τον άγνωστο άνδρα να φωνάζει περίεργες λέξεις. Περιμένει να ακούσει τις νέες προτάσεις που βγαίνουν από το στόμα του. Να καταλάβει τι έχει συμβεί. Ακούει « μου ατίμασες το κοριτσάκι μου» «μου ντρόπιασες την τιμή μου» «εσύ και οι φίλοι σου παρότρυναν το κορίτσι μου σε ακολασίες». Σιγά, σιγά κατανόησε, ότι κάποια γυναικοδουλειά ήταν στην μέση. Φαίνεται ότι ο γιος του ήταν πρωταγωνιστής. Προσπάθησε να χαμογελάσει αλλά το πρόσωπο του έγινε μια γκριμάτσα. Σκέφτηκε ότι έπρεπε να πάρει στα χέρια του την κατάσταση. Θυμήθηκε την επαγγελματική του εκπαίδευση και πείρα και πέρασε στη δράση.

«Σας παρακαλώ κύριε .............»
«Είστε ο πατέρας του νεαρού;»
«Ναι είμαι ........»
«Ντροπή σας ο νεαρός ατίμασε με φίλους του ομαδικά .............»
Η φωνή του πατέρα του Γιώργου μεγάλωσε σε τόνους. Απέκτησε και μία επαγγελματική σκληράδα για να επιβληθεί.
«Ότι έγινε, έγινε. Υπάρχει η αστυνομία να απευθυνθείς. Κάντε την καταγγελία σας, αν είναι αληθινή και ......... τέλος. Εμπρός ............... »
 «Να σας πω τι έκανε ο γιος σας και ο οι φίλοι του στο κοριτσάκι μου .............»
«Δεν θέλω να ακούσω τίποτα. Τε ........ λεί ..... ω.......... σε. Στην Αστυνομία μόνο, εμπρός ..............»

Ο κακοφτιαγμένος άνδρας που φώναζε ότι ήταν ο πατέρας της Μαριγούλας, σταμάτησε να φωνάζει, κοίταξε μία τον πατέρα, μία τον γιο με τον αδελφό του, μια τους περίεργους γείτονες που παρευρίσκονταν και τα έχασε. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Δεν περίμενε, είναι αλήθεια τέτοια αντίδραση από τον πατέρα του δράστη. Έψαξε να βρει διέξοδο. Είχε σχεδιάσει την επίθεση του στο σπίτι του μικρού επιβήτορα με κάθε λεπτομέρεια. Περίμενε ο πατέρας του δράστη να χαστουκίσει τον γιο του, να τον αποπάρει, να τον τιμωρήσει αυστηρά και να του ζητήσει συγγνώμη. Να ζητήσει συγγνώμη για τον άμυαλο γιο του. Περίμενε να τον μπάσει μέσα στο σπίτι και να μάθει από το στόμα του τα κατορθώματα του γιου του. Τα κατορθώματα με κάθε λεπτομέρεια. Να αποκαταστήσει, περίμενε την τιμή και υπόληψη της οικογένειας του. Πιθανώς να παντρευόταν την κόρη του.

Όμως η παρότρυνση για τήρηση της νόμιμης διαδικασίας, τον αποδιοργάνωνε. Έμεινε για λίγα λεπτά σκεπτικός, αναποφάσιστος και συνέχισε ……… την απειλή του. Αυτή την τελευταία φρασεολογία την ήξερε πολύ καλά.
«Δεν είπα την τελευταία μου λέξη. Θα τα πούμε στην Αστυνομία»
Ο πατέρα του Γιώργου, ήρεμα και αποφασιστικά απαντά : «Καλά, πήγαινε τώρα, στην Αστυνομία θα βρεις το δίκιο σου. Αν το έχεις, εμπρός !!!!»
«Δηλαδή, επειδή είσαι Αστυνόμος με απειλείς; Τα ακούτε ..........” «και απευθύνεται στους γύρω του.
«Φύγε γιατί θα με αναγκάσεις να χρησιμοποιήσω βία .........»

Ο πατέρα της Μαριγούλας έκανε στροφή και σιγά, σιγά απομακρύνθηκε από το σπίτι. Τα λόγια από το στόμα έβγαιναν σκληρά, ακατανόητα «θα σου δείξω εγώ, επειδή είσαι αστυνόμος, θα σας πάω στον εισαγγελέα, το δίκιο είναι με το μέρος μου, βίασε το ανήλικο κορίτσι μου, θα το πληρώσει όλη η οικογένεια. Έχεις κάνει και άλλη φορά το σπίτι σου άντρο ακολασίας; Έχεις φέρει και άλλα ανήλικα κοριτσάκια στο σπίτι σου για να διαφθείρεις; Ντροπή σου. Ζητάω ικανοποίηση»
«Χριστιανέ μου πρόσεχε τα λόγια σου ........»
«Την αλήθεια λέω. Φέρατε την κόρη μου εδώ, στο σπίτι σου, εσύ και οι φίλοι σου και το κάνατε πορνείο, μπορντέλο»
«Σταμάτησε .............. Σταμάτησε»
«Γιατί να σταματήσω; Κάνατε την κόρη μου πουτανάκι. Το μωρό μου, το μικρό μου κοριτσάκι το βιάσατε επανειλημμένα και οι τέσσερις. Ντροπή σας. Θα το φωνάξω σε όλο τον κόσμο. Να ακούσει τι κουμάσια είσαστε. Πηγαίνετε και σε Ιδιωτικό Γυμνάσιο. Πρέπει να σας βάλουν όλους φυλακή. Αυτό σας αξίζει .......»

Ο Άγης, ο πατέρας του Γιώργου πήρε τις αποφάσεις του. Έπρεπε να αντιμετωπίσει το συμβάν σαν τρίτος. Τα συναισθήματα του πατέρα θα τα άφηνε αργότερα να τον πλημμυρίσουν. Ενήργησε σαν να ήταν ο αρμόδιος αστυνομικός που περίμεναν και τα δύο μέρη μία αποδεκτή λύση. Δέχτηκε το συμβάν, σαν μία πρόταση διευθέτησης του Ποινικού Κώδικα. Τέσσερις νεαροί πέρασαν ερωτικές στιγμές με ένα κοριτσόπουλο της ηλικία τους, όμως ανήλικη κατά τον νόμο. Παράπτωμα σύμφωνα με τον Ποινικό Νόμο που τιμωρείται με δύο διαφορετικές ποινές. Παρότρυνση σε ακολασία και παροχή ασύλου για ακολασία. Τίποτε άλλο. Αν οι δράστες έχουν κάποια συγγένεια μαζί του, αυτή θα εξετασθεί μετά.


***


Ο Αστυνόμος Πέτρος Πέτρου ήταν στο εξοχικό του, σε ένα χωριό σε μικρή απόσταση από την Χαλκίδα. Το κτίριο του σπιτιού του ήταν κτισμένο σε ένα κτήμα που κόντευε τα δύο χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα. Ένα σπίτι που χτίστηκε για να ξεχνά τη φασαρία του μεγάλου λιμανιού, του Πειραιά. Έπαιρνε τα μικρά παιδιά, με τη γυναίκα του και ευχαριστιόταν τον ουρανό, τον ήλιο και τη γη. Όταν είχε ήλιο, η ευχαρίστηση του ήταν να τον απολαμβάνει που τον άγγιζε σε όλο του το κορμί, από τα μαλλιά μέχρι τις φτέρνες του. Αυτή η ζεστασιά, καμιά φορά έντονη, ένοιωθε ότι τον ζωογονούσε. Ότι τον ένωνε με τον θείο δημιουργό της Φύσης.

Τη γη του εξοχικού, την είχε φυτεύσει με ελιές γύρω, γύρω και στο κέντρο είχε βάλει αρκετά οπωροφόρα δένδρα. Πενήντα ρίζες ελιές στη περίμετρο του κτήματος. Από τα σύνορα άφησε δύο μέτρα και κάθε τρία με τέσσερα μέτρα φύτευε και μια ελιά. Έτσι να το ευχαριστηθεί. Ήταν σε κοντινή απόσταση αλλά είχε τη θεωρία του. Θα τις διατηρούσε σε χαμηλό ύψος με μικρό φύλλωμα. Τα οπωροφόρα δένδρα ήταν βερικοκιές, αχλαδιές, ροδακινιές, δύο συκιές, ροδιές άφθονες στα σύνορα του κτήματος, έτσι για ένα είδος φράκτη.

Εκείνο το πρωινό της Κυριακής, ο Αστυνόμος Πέτρος Πέτρου είχε στα χέρια του το σκεπάρνι και το πριόνι, προσπαθώντας να καθαρίσει τα παράσιτα του ελαιώνα του. Οι ελιές βγάζουν πολλές παραφυάδες, άγρια βλαστάρια συνήθως, που γίνονται σε κάποια στιγμή εμπόδιο στην κανονική ανάπτυξη του δένδρου. Το σκεπάρνι, που το είχε λιμάρει έκοβε αρκετά, ξεμασκάλιζε θα λέγαμε καλύτερα τις παραφυάδες που φύτρωναν γύρω από τον κορμό. Όταν έβλεπε πυκνό φύλλωμα στην ελιά και τα κλαδιά να μεγαλώνουν υπέρμετρα, τα έκοβε. Είναι αλήθεια ότι η ελιά θέλει <τρελό κλαδευτή>. Ο Πέτρου εφάρμοζε αυτή την τακτική. Κρατούσε τις ελιές του κοντές και με αραιές φυλλωσιές.

Η φωνή της γυναίκας του τον βρήκε γονατιστό στον κορμό μιας ελιάς, της τρίτης στη σειρά, να ξεμασκαλίζει ένα άγριο κλώνο.
«Πέτρο, σε ζητούν στο τηλέφωνο»
«Ποιος είναι;»
«Ένας συνάδελφός από την Υπηρεσία»
«Τέτοια μέρα; Κυριακή; Περίεργο. Εγώ δεν θέλω κανέναν να ακούω στις αργίες μου. Καλά! έρχομαι»

«Κύριε Πέτρου, είμαι ο Άγης Μηλόπουλος. Είμαστε μαζί στην Σχολή Αστυνομίας, μια τάξη μετά από εσάς»
«Ναι σε θυμάμαι Άγη. Τι συμβαίνει;»
«Με συγχωρείς που σε ενοχλώ, τέτοια μέρα και εκτός Υπηρεσίας. Έχω όμως οικογενειακό πρόβλημα. Πρόβλημα με το γιο μου. Δεκαπεντάχρονος μαθητής του Γυμνασίου. Τρελόπαιδο. Με τρεις φίλους του βρήκαν μια κοπέλα και ....... πέρασαν τα όρια της νομιμότητας, μέσα στο σπίτι μου. Είμαστε απόντες εκείνη την ημέρα. Ήταν πρωινό, εγώ και η γυναίκα μου δουλεύαμε. Ήταν η μάνα μου. Δεν κατάλαβε τίποτε, μου το διαβεβαίωσε, δεν έχω λόγους να μην την πιστέψω, από την τρελοπαρέα που την επισκέφθηκε εκείνη την ημέρα»
«Συνέχισε Άγη........... πάντως στεναχωριέμαι να ξέρεις όταν σκέπτομαι υπηρεσιακά πράγματα σε ώρα σχόλης. Δεν επιτρέπω σε κανένα να με ενοχλεί. Την θεωρώ αυτή την σχόλη ημέρα δική μου και της οικογένειας μου»
«Να κλείσω κύριε Πέτρου .........»
«¨Όχι να μην κλείσεις, συνέχισε»
«Η κοπέλα,  δυστυχώς ήταν ανήλικη»»
«Βιασμός ..........»
«Όχι μόνο βιασμός ....... παρότρυνση σε ακολασία, παροχή ασύλου σε ασελγείς πράξεις .................. Ο πατέρας της απειλεί μήνυση. Την πέρασαν νουμεράδα και οι τέσσερις, με πρώτο τον γιο μου. Είμαστε σε απελπιστική κατάσταση»

«Εγώ, που μπορώ να βοηθήσω;»
«Άκουσα ότι η υπόθεση της έρευνας θα ανατεθεί σε εσένα. Θέλω να το ψάξεις καλά. Φοβάμαι ότι κρύβονται και άλλα πράγματα πίσω από την εύκολη φαινομενικά υπόθεση. Τέσσερις νεαροί έκαναν ομαδικό έρωτα σε μια ανήλικη κοπέλα. Καταδικαστέο, πρώτα από εμένα και από όλη την κοινωνία μετά. Ίσως να είναι η βιτρίνα, έτσι όπως εμφανίζεται. Ο γιος μου υποστηρίζει ότι η κοπέλα τους ακολούθησε με τη θέλησή της. Μου είπε ότι το διασκέδασε κιόλας. Δεν πιστεύω στα λόγια του. Όμως είμαι πατέρας, είμαι υπαστυνόμος, πρέπει να το ερευνήσω ....... πόσο εύκολα μια ανήλικη μπορεί να ενδώσει στις προτροπές μιας παρέας ανήλικων αγοριών, χωρίς να ασκήσουν βία τα παιδιά; Αν ασκούσαν βία θα ακουγόταν από την μητέρα μου που ήταν στην κουζίνα. Είναι παράξενη όλη η ιστορία ......»
«Είναι υποχρέωσή μου Άγη να ερευνήσω την υπόθεση. Προστίθεται και η δική σου εμπλοκή. Γίνεται ακόμα μεγαλύτερη η υποχρέωσή μου. Διπλασιάζεται ...»

«Ξέρω Πέτρο ότι θα κάνεις το καλλίτερο. Δεν χωρεί αμφιβολία ...»
«Θα διερευνήσω τα αίτια. Θα προσέξω περισσότερο. Ξεκινάνε τα δύσκολα. Θα έχω αύριο την υπόθεση στα χέρια μου;»
«Ο πατέρας της κοπέλας απείλησε ότι θα έλθει στην Αστυνομία αύριο»
«Μείνε ήσυχος Άγη. Θα βρω τη δίκαιη λύση στο πρόβλημα σου»

Ο Αστυνόμος Πέτρου άφησε το ακουστικό στη θέση του και βγήκε πάλι στο κτήμα, στον ήλιο που έλαμπε. Πήρε το σκεπάρνι και το πριόνι και συνέχισε μηχανικά να τελειώσει το καθάρισμα της ελιάς που είχε σταματήσει. Οι συνάδελφοι αστυνομικοί, είναι άνθρωποι και αυτοί με τις αδυναμίες τους. Έχουν οικογένεια που είναι μέλη του κοινωνικού ιστού. Κάνουν παραπτώματα όπως όλοι οι άνθρωποι. Η ιδιότητα του φύλακα του Νόμου, δεν τους προφυλάσσει από τις ανθρώπινες αδυναμίες. Πόσο ελαστικός μπορεί να φανεί στον αστυνομικό που παρανομεί; πρέπει, μπορεί να τον μεταχειριστεί όπως έναν απλό πολίτη; Πολλά τα ερωτηματικά. Δύσκολες οι αποφάσεις. Ο δρόμος της ανάκρισης θα το δείξει. Η Υπηρεσία του βάζει πάντα δύσκολα. Έχει συνηθίσει στις ιδιοτροπίες της.

Όσο σκεπτόταν την υπόθεση, τόσο τα χέρια του μηχανικά βάραγαν τις άγριες βέργες που ξεφύτρωναν από τους κορμούς των ελαιοδέντρων. Η μία τελείωσε, η άλλη άρχιζε και προσπαθούσε να απομονώσει τα νέα ερεθίσματα της υπόθεσης που μόλις του ανακοίνωσαν.

«Μπαμπά τι δένδρο είναι αυτό;» ακούει τη φωνή του γιου του Πάρι, να τον ρωτά. Τον είχε ρωτήσει τρεις φορές τουλάχιστον. Γυρίζει προς τη φωνή και ρίχνει τη ματιά του στον εξάχρονο γιο. Αντιλαμβάνεται την αφηρημάδα του και κουνά ασυναίσθητα το κεφάλι του, προκειμένου να ξεκαθαρίσει τις σκέψεις του.

«Είναι ελαιόδεντρα Πάρι. Ένα ευλογημένο δένδρο από το θεό και τον άνθρωπο» Ο Πέτρου πάντα προσπαθούσε όταν απευθυνόταν στα παιδιά του, να ξεκινά τις ιστορίες του από την αρχή. Ήθελε να δίνει μία σφαιρική εικόνα κάθε έννοιας ή μηνύματος που συζητιόταν. «Η ελιά Πάρι, στην Ελλάδα που ζούμε, είναι από τα χρησιμότερα και περισσότερο αγαπητά δένδρα των κατοίκων της για λόγους οικονομικής σημασίας, για την ιερότητα του δένδρου αλλά και για πολλές και ωφέλιμες χρήσεις των καρπών και των φυλλωμάτων, στην καθημερινή και θρησκευτική ζωή».

«Η καλλιέργεια της ελιάς γίνεται στον ελλαδικό χώρο από την νεολιθική εποχή, πολλά πολλά χρόνια πριν. Βρέθηκαν ολόκληρες ελιές με τη σάρκα τους, που χρονολογούνται τρεις, τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια πριν. Βρέθηκαν κουκούτσια ελιάς και δείχνει ένα κουκούτσι ελιάς στο παιδί. Βρέθηκε ακόμα και ελαιοπιεστήριο της ελιάς, εκεί που πιέζουν τη ελιά και βγαίνει το λάδι. Ακόμα ελαιώνες απεικονίζονται σε τοιχογραφίες αρχαίων τάφων και ανακτόρων. Ο Πάρις είχε μείνει με την απορία στο βλέμμα του. Ακούγονται άγνωστες λέξεις γι’αυτόν.

Ο Πέτρου στις συζητήσεις με τα παιδιά του χρησιμοποιούσε λέξεις και φράσεις που μπορούν να τις καταλάβουν μεγάλοι άνθρωποι. Πίστευε ότι ένα πρώτο άκουσμα τέτοιων σχημάτων λόγου και φωνής, θα αποτελούσε για τα παιδιά καλό υπόβαθρο λογικής των.

Ο Πέτρου συνέχισε ακάθεκτος τον μονόλογό του.
«Η Θεά Αθηνά, των Ολύμπιων Θεών, δίδαξε την καλλιέργεια της. Στα νομίσματα τους, οι Αθηναίοι απεικόνιζαν την Αθηνά με στεφάνη ελιάς στο κράνος της και έναν αμφορέα με λάδι ή ένα κλαδί ελιάς»

«Οι Ολυμπιονίκες στεφανωνόντουσαν με κλαδιά του <κότινου>, της αγριελιάς που είχε φυτέψει ο Ηρακλής στην Ολυμπία, από βλαστάρι της χώρας των Υπερβορείων»

«Γεια σου γείτονα» ο περαστικός περίεργος της περιοχής κοντοστέκεται για λίγη κουβέντα, κοιτάζει γύρω, τριγύρω και κουνάει καταφατικά το κεφάλι του.
“Γεια σου και σένα»
«Έχουν φέτος δάκο οι ελιές σου; Στο δικό μου κτήμα στα δύο χιλιόμετρα από εδώ είδα δείγματα εμφάνισης»
«Δεν παρατήρησα κάτι τέτοιο»
«Τις καθαρίζεις από τα αγριοβλάσταρα!!! έτσι τις δυναμώνεις περισσότερο. Θα σου δώσουν πιο μεγάλο και περισσότερο καρπό, βλέπω έχεις και το γιο δίπλα σου. Καλά κάνεις, τον μαθαίνεις από τώρα. Η γη είναι ευλογία θεού, επικοινωνείς μαζί του» και απομακρύνεται.

Ο Αστυνόμος Πέτρου γυρνά προς τον γιο του και συνεχίζει: «Στην σκιά της ελιάς κάθισε ο Χριστός τη περίοδο της διδασκαλίας του να ξεκουραστεί. Επίσης τα περιστέρια του Νώε, μετά τον κατακλυσμό, έφεραν κλάδο ελαίας, δείγμα ότι τα νερά είχαν αποσυρθεί και υπήρχε στέρεο έδαφος, για να ζήσει και μεγαλουργήσει ο άνθρωπος»

«Η ελιά δίνει, ιδιαίτερα στον Έλληνα, το λάδι της, τις βρώσιμες ελιές της, αυτές που τρώμε, το ξύλο της ακόμα και τα φύλλα για διάφορες χρήσεις. Είναι τροφή, είναι φάρμακο για αρρώστιες, το ξύλο της γίνεται εργαλείο δουλειάς. Το βλέπεις αυτό το στειλιάρι του σκεπαρνιού; Είναι από ξύλο ελιάς, σκληρό και πολύ δύσκολα σαπίζει»

«Οι πολλές καλές χρήσεις της ελιάς έχουν και την κακή τους όψη. Έγιναν πόλεμοι μεταξύ των ανθρώπων για την κατοχή των δένδρων της. Κατάστρεψαν οι άνθρωποι ελαιώνες για να πεινάσουν οι εχθροί τους. Έγιναν άνθρωποι πλούσιοι από το εμπόριο της ελιάς»

«Πότε μπαμπά μαζεύουν τις ελιές;»
«Από τον Νοέμβριο μήνα και μετά. Έχουν ένα εργαλείο, σαν μεγάλη χτένα που χτενίζουν τα κλαδιά. Ο καρπός, ο κωνικός βώλος, πέφτει στο έδαφος, που έχει στρωθεί με ελαιόπανα. Η τρίποδη σκάλα είναι χαρακτηριστικό εργαλείο για το μάζεμα της ελιάς που βρίσκεται στα ψηλά κλωνάρια του δένδρου. Οι αρχαίοι Έλληνες τις ράβδιζαν για να πέφτουν στο έδαφος»

«Σε περιοχές της Ελλάδας είναι μοναδικό τους προϊόν, όπως στην Άμφισσα. Ο ελαιώνας της είναι τεράστιος σε έκταση και αριθμεί πάνω απ ένα εκατομμύριο αιωνόβια ελαιόδεντρα. Οι κάτοικοι της διοργανώνουν Γιορτή Ελιάς. Αυτό έχουν, αυτό ξέρουν να κάνουν. Γλεντούν τους κόπους και τις απολαβές τους» η Καλαμάτα ή Μυτιλήνη έχουν επίσης πολλά ελαιόδεντρα. Θα πάμε ένα περίπατο μέχρι τους Δελφούς και την Άμφισσα. Η θέα του ελαιώνα όταν κατεβαίνουμε το βουνό των Δελφών είναι εκπληκτική. Ύστερα η αίσθηση του πράσινου όταν είσαι στην καρδιά του ελαιώνα, είναι πρωτόγνωρη»

«Βλέπεις Πάρι γιατί αυτό το δένδρο είναι τόσο πολύτιμο; Άντε τώρα να φας. Η μαμά ετοίμασε το φαγητό, έρχομαι και εγώ ........»

«Πέτρο πάλι βασάνισες στο παιδί με τις αναλύσεις σου; Να μην το κάνεις άλλη φορά αυτό» ο Πέτρος δεν μίλησε, απλά χαμογέλασε, ήξερε και αυτός και η γυναίκα του ότι θα το έκανε πάλι και μάλιστα τακτικά.

Ο Πέτρου, άθελα του, ξαναγύρισε στο τηλεφώνημα που πήρε από τον συνάδελφο του. Προσπάθησε να ταξινομήσει τις σκέψεις του. Ύστερα τα εγκατέλειψε. Άφησε την υπόθεση να ξεκαθαρίσει από μόνη της, το βράδυ κατά τη διάρκεια του ύπνου. Χρησιμοποιούσε αυτή την τεχνική. Έβρισκε διεξόδους στον ύπνο του, στα προβλήματα που τον βασάνιζαν την ήμερα.


***

Στο γραφείο του Αστυνόμου Πέτρου, κάθεται στην άκρη του καναπέ ο Γιώργος, ο γιος του Άγη Μηλόπουλου. Δίπλα του στέκεται όρθιος ο πατέρας του. Στην άκρη του δωματίου είναι ένα πιο μικρό σε μέγεθος γραφείο από αυτό του Αστυνόμου Πέτρου, που κάθεται ο βοηθός του, Δημήτρης. Το γραφείο βρίσκεται στον πέμπτο όροφο της Γενικής Ασφάλειας Πειραιά στην οδό Βασ. Κωνσταντίνου και Τσαμαδού. Αντικριστά και λίγο λοξά φαίνεται το νεοκλασικό κτίριο του Δημοτικού Θεάτρου, του Πειραιά. Έχει φασκιωθεί σε μόνιμη βάση με σιδηρά υποστυλώματα, δείγμα ότι οι δημοτικοί άρχοντες, επιστήμονες και οι πολιτιστικοί σύλλογοι του Πειραιά το εγκατέλειψαν.

Όπως είχε προβλέψει ο Άγης Μηλόπουλος, ο πατέρας της Μαριγούλας πήγε και ζήτησε την προστασία της Αστυνομικής Αρχής της περιοχής του, στο Ε Αστυνομικό Τμήμα του Πειραιά. Η υπόθεση ήταν σοβαρή, μπορούσε να ταράξει την μικρή κοινωνία των Ταμπουρίων και να γίνουν επεισόδια. Άλλωστε τέτοια περιστατικά σπάνια γίνονται σε τέτοιες συντηρητικές κοινωνίες όπως των Ταμπουρίων. Η θρησκευτική τους προσήλωση, υπάρχουν σπαρμένες πολλές εκκλησίες στην γύρω περιοχή, δεν επιτρέπει τέτοια έκλυση ηθών. Η μεσαία κοινωνική τάξη είναι προσηλωμένη στα θεσμό της οικογένειας. Ο Διοικητής του Ε Τμήματος αναφέρθηκε στην Γενική Διεύθυνση του Πειραιά και η υπόθεση ανατέθηκε στον Αστυνόμο Πέτρο Πέτρου και το επιτελείο του.

Ο Αστυνόμος Πέτρου ηθέλησε από μόνος του να ακούσει την ιστορία της αποπλάνησης ανηλίκου από τον πρωταγωνιστή της, τον Γιώργο Μηλόπουλο. Ο νεαρός επιβήτορας καθόταν τώρα μπροστά του στην πολυθρόνα, έτοιμος να απολογηθεί. Φαινόταν να μην καταλαβαίνει την κρίσιμη θέση που είχε περιέλθει, αυτός και η οικογένειά του. Ζούσε το όνειρο των τεντιμπόηδων της δεκαετίας του εξήντα. Πίστευε ότι προς τα εκεί θα τραβήξει η κοινωνία. Οι άνθρωποί της θα γίνουν περισσότερο ανεκτικοί και οι νόμοι θα εφαρμόζονται αδιόρθωτα ελαστικά.

«Λοιπόν Γιώργο, ποια είναι η ιστορία σου; Πρέπει να ξέρεις ότι μπορείς να κατηγορηθείς για αποπλάνηση ανηλίκου, για παρότρυνση σε ακολασία, για παροχή κατ’ εξακολούθηση στέγης σε ακολασία. Αυτά είναι τα πρώτα αδικήματα που μου έρχονται στο μυαλό. Αυτό σημαίνει Αναμορφωτήριο ίσως ……»
«Δεν κάναμε τίποτα κύριε ....... μόνη της ήθελε να έλθει………. δεν την παρότρυνε κανένας ..........»
«Τα παντελόνια εσάς των νεαρών, ζεσταίνονται γρήγορα από τα αισθήματα σας και ξεχειλίζουν ερωτισμό ....»
«Μπορώ να διαβεβαιώσω ότι το ευχαριστήθηκε το κορίτσι»
«Ήσυχα νεαρέ, το πουλί σου φούσκωσε απερίσκεπτα σε ακατάλληλο χρόνο και με ακατάλληλο πρόσωπο. Μπρος λέγε την ιστορία σου»
«Πρώτη φορά, στα δώδεκα τόσα χρόνια που πάω σχολείο έκανα κοπάνα, κοινώς σκασιαρχείο, με τους συμμαθητές μου. Βλέπετε η μητέρα μου τα μάθαινε όλα, είναι εκπαιδευτικός και είχε τις προσβάσεις της στην πληροφόρηση»
«Την Μαριγούλα, έτσι λένε το κορίτσι, την πρωτοείδα σε μια βιτρίνα, δίπλα από τα ποδοσφαιράκια του κινηματογράφου ΑΙΓΛΗ. Εκεί είχαμε πάει με την παρέα να περάσουμε την ώρα μας, μέχρι να έλθει μεσημέρι»
«Ποιοι ήταν στην παρέα;»
«Ο Άλκης γιος του δικηγόρου Στέφανου Παππά, ο Αχιλλέας γιος του Πάπα- Λάμπρου της εκκλησίας του Αγ. Δημητρίου και ο Νικήτας γιος του γιατρού Νίκου Νικολάου»

«Συνέχισε .......»
«Όταν την συνάντησα φορούσε ένα κοντό στη μόδα, καινούργιο κόκκινο φόρεμα, που της πήγαινε πολύ όμορφα. Έμοιαζε να είναι πάνω από 21 ή 22 χρόνων, όχι όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων δεκαεπτά»
«Πήγαμε στο σπίτι μου και οι τέσσερις να πιούμε από ένα ουίσκι. Το ουίσκι θεωρείται κάτι σαν φάρμακο δυσεύρετο. Κρυφά βέβαια, γιατί ήταν η γιαγιά και θα φώναζε. Το ένα ουίσκι έφερε το άλλο, όπως πίναμε στο σαλόνι του σπιτιού. Η γιαγιά ήταν στην κουζίνα»
«Κάναμε διάφορα αστεία με τα ρούχα της Μαριγούλας και με τα δικά μας παντελόνια. Κάποια στιγμή ο Άλκης έδειξε το <φούσκωμα> στον καβάλο του παντελονιού μου και γέλασε. Το ίδιο γέλασε και η Μαριγούλα» Εσύ Μαριγούλα έχεις τέτοιες ανησυχίες την ρωτάω; μου απαντάει δείχνοντας μου ένα μέρος από το εσώρουχό της. Ο ερωτισμός στη ατμόσφαιρα του σαλονιού ήταν έντονος και διάχυτος’

«Την αγκαλιάζω από τη μέση και την παρασύρω στον καναπέ. Οι άλλοι τρεις μένουν στην άκρη και κουβεντιάζουν δήθεν μεταξύ τους αλλά παρακολουθούν και την πόρτα μήπως εμφανιστεί η γιαγιά. Η Μαριγούλα με ακολουθεί και της βάζω το χέρι μου στα σκέλια της. Αντιδρά ευχάριστα με ένα αναστεναγμό. Δείγμα ότι ήθελε να συνεχίσω τον έρωτά μου. Την πήρα κανονικά, ενώ οι άλλοι τρεις φίλοι δεν κουνήθηκαν από την άκρη του σαλονιού που βρισκόντουσαν. Που και που με λοξές ματιές έβλεπαν το δικό μου λαχάνιασμα, που το άκουγαν σιγά σιγά να γίνεται πιο έντονο, μέχρι να εκραγεί. Η κοπέλα δεν έδειξε να ενοχλείτε Συνέχισε να κάνει σεξ μαζί μου, ακολουθώντας τον ξέφρενο ρυθμό μου»

Λίγα λεπτά αργότερα έφυγα για την τουαλέτα και όταν βγήκα είδα την Μαριγούλα σε ερωτικές περιπτύξεις με τον φίλο μου τον Άλκη, ενώ οι άλλοι δύο φίλοι περίμεναν τη δική τους σειρά. Κανείς δεν πίεσε, ήταν κάτι το φυσιολογικό. Ένα παιγνίδι μεταξύ αγοριών και κοριτσιών. Δεν είπε όχι πουθενά, δεν απώθησε κανέναν»

«Το κορίτσι ήταν ένα και τα αγόρια τέσσερα και αυτό λέγεται ασέλγεια ή ακολασία. Διαλέγεις και παίρνεις. Μικρέ το γκολ που βάζεις στα γήπεδα είναι νόμιμο, το γκολ που έβαλες στην κοπέλα είναι παράνομο»

Ο Γιώργος δεν παρασύρθηκε από την επέμβαση και συνέχισε. «Μόλις τελείωσε ο Αχιλλέας, ο τρίτος φίλος της παρέας ήλθε η σειρά του Νικήτα. Αυτός στάθηκε άτυχος. Δεν τον άφησε να έλθει σε ερωτική πράξη μαζί της. Φαίνεται ότι είχε κουραστεί. Προσπάθησε για λίγο ο Νικήτας και ύστερα την άφησε ήσυχη. Δείγμα ότι κανένας δεν άσκησε βία ή χειροδίκησε. Η Μαριγούλα, ήρεμη και χαμογελαστή σηκώθηκε, πήγε στην τουαλέτα και γύρισε στο σαλόνι φρέσκια φρέσκια, να συνεχίσει το ποτό της που το είχε αφήσει στη μέση»

«Η παρέα ήταν χαρούμενη, ενθουσιώδης και χορτασμένη. Γευτήκαμε τον γαλλικό καφέ της γιαγιάς, ήπιαμε ακόμα ένα ουίσκι, για δύναμη και την συνοδεύσαμε όλοι μέχρι τον κινηματογράφο ΛΟΥΞ. Το σπίτι μου είναι πέντε τετράγωνα πιο πέρα από την μεριά του Αγίου Δημητρίου. Στον δρόμο αγοράσαμε και φιστίκια από το «ΦΟΥΡΝΑΚΙ» και της προσφέραμε. Τα δέχτηκε με ευχαρίστηση. Όλα ήταν ήρεμα, δεν μπορώ να καταλάβω πως ο πατέρας της το έμαθε και φτάσαμε ως εδώ κατηγορούμενοι. Μάλιστα κλείσαμε νέο ραντεβού για την ερχόμενη Τετάρτη το απόγευμα. Όχι μόνο εγώ και η Μαριγούλα, αλλά όλη η παρέα. Έκλεισε μάλιστα με νόημα το μάτι στον Νικήτα. Δείγμα ότι θα τον ικανοποιούσε πρώτο και περισσότερο από όλους μας, την επόμενη φορά»

«Δεν ξέρεις ότι τιμωρείτε ο ομαδικός έρωτας; είναι ποινικό αδίκημα»
«Δεν την πιέσαμε. Την φλερτάραμε και έπεσε σαν ώριμο φρούτο ..........»
«Δεν ήξερες ότι ήταν ανήλικη ..........»
«Όχι, φαινόταν μεγαλύτερη από εμάς και πιο έμπειρη στο φλερτ. Ήταν πολύ ανεπτυγμένη σωματικά ...........»
«Μα κύριε Αστυνόμε η υπόθεση ξεκίνησε από το φλερτ, δεν είχα κανένα κακό σκοπό, όπως βιασμό και τα τέτοια, φλερτ έκανα μόνο, όπως ξέρετε, χαμόγελα, διακριτικές προσεγγίσεις, κέρασμα, πασατέμπο ή ηλιόσπορο, να πιούμε καφέ μαζί ... ……ύστερα εξελίχτηκε σε ομαδικό σεξ» χωρίς να το πάρουμε είδηση.

«Η Μαριγούλα, μόνη της ήλθε και κατήγγειλε το περιστατικό κύριε Αστυνόμε;»
«Όχι, μαζί με τον πατέρα της»
«Την επόμενη ημέρα τη ρώτησα, όταν την είδα στο δρόμο. Μου είπε ότι είδε κάτι μελανιές ο πατέρας της στον λαιμό της, όπως γδυνόταν. Με την ευκαιρία την ρώτησα, αν της άρεσε ο έρωτας στο σαλόνι μας και αν ήθελε να ξαναγίνει. Η απάντηση ήταν απρόσμενη. Της άρεσε ο έρωτας αν είναι από νέους σαν και εμένα. Ήταν η ίδια απάντηση μυστήριο που πήρα και στην αρχή της γνωριμίας μας.
«Μήπως κύριε Αστυνόμε κρύβεται κάτι πίσω από αυτό;» επεμβαίνει ο πατέρας του Γιώργου «Μήπως αυτή είναι η άκρη της λύσης στο πρόβλημα. Βέβαια ομαδικός έρωτας, ανήλικη, είναι ποινικά παραπτώματα από μόνα τους ..........»
‘Άσε να ακούσω τι έχουν να πουν και τα άλλα παιδιά, οι μικροί επιβήτορες. Κρίσιμη θα είναι η κατάθεση της κοπέλας. Σε αναμονή για αύριο»

«Μήπως της δώσατε χρήματα μετά τον έρωτα που κάνατε κατά σειρά;»
«Όχι, δεν της έδωσε κανένας χρήματα»
«Μήπως της τάξατε τίποτα χρυσαφικά, τίποτα φορέματα για να την παραπλανήσετε;»
«Όχι, όχι»
«Μήπως σου έδωσαν εσένα χρήματα Γιώργο, η παρέα σου για αυτή την ........ υπηρεσία που προσέφερες;»
«Είμαστε φίλοι, συμμαθητές. Όχι βέβαια»
«Δυστυχώς είμαι υποχρεωμένος να κάνω αυτές τις ερωτήσεις. Στο ίδιο κλίμα θα είναι και οι ερωτήσεις του εισαγγελέα» απευθύνεται ο Αστυνόμος Πέτρου στο πατέρα, που στέκεται ακόμα όρθιος και σοκαρισμένος από όλη την διήγηση.

«Είναι φανερό ότι η κοπέλα πήγε μαζί με τους νεαρούς, για τη φήμη του Γιώργου σαν ποδοσφαιριστής, για την καλοβαλμένη εμφάνιση των τεσσάρων. Δεν είχαν χρήματα πολλά άλλα είχαν πάντα χαρτζιλίκι, ενώ οι άλλοι μαθητές νεαροί δεν έχουν σχεδόν ποτέ. Η δημοσιότητα πάντα ελκύει τις νεαρές κοπέλες»
«Είναι κατανοητό .........»
«Πρώτα από όλα έχουμε την κατηγορία για βιασμό κατ’ εξακολούθηση 17 άχρονης ανήλικης κοπέλας. Είναι κακούργημα» λέει ο Αστυνόμος Πέτρου κοιτάζοντας τον πατέρα του Γιώργου.
«Άρθρο 336 του ποινικού κώδικα» απαντά ο Άγης Μηλόπουλος θλιμμένα.
«Διευκόλυνση σε αλλότρια ακολασία, που στρέφεται κατά της γιαγιάς που ήταν στο σπίτι»
«Και για τον γιο μου Γιώργο που κατοικεί σε αυτό τον χώρο .....»
«Ακούσια απαγωγή με σκοπό την ακολασία για τον Γιώργο .........»
«Και συμμετοχή σε ακούσια απαγωγή με σκοπό την ακολασία για την παρέα του .....»
«Επίδοση σε ακολασία, κατάχρηση σε ασέλγεια (πλημμέλημα), αφού το ερωτικό σχήμα ήταν πολλοί άνδρες και μόνο μία γυναίκα»
«Ομαδικό σεξ των νεαρών επίδοξων επιβητόρων» παρατηρεί ο Άγης Μηλόπουλος και σταματά εκεί.



***

«Λοιπόν Μαριγούλα όπως είπαμε» λέει ο Πίπης Καρμίρης στην κόρη του «Θα αναφέρεις τα γεγονότα όπως έγιναν. Σε ψάρεψε στο δρόμο, εσύ δεν ήθελες να πας. Σε δελέασε με το ουίσκι και την αγάπη του και υπέκυψες. Δεν κατάλαβες πως σε ξάπλωσε στον καναπέ, ο πρώτος. Δεν κατάλαβες τι έκανε. Είχες χάσει τις αισθήσεις σου και ακολούθησαν και οι άλλοι. Τους άκουγες που λαχάνιαζαν από πάνω σου. Το κορμί σου δεν το όριζες, ήταν παράλυτο»

«Σταμάτα να πάρεις ανάσα, παλιάνθρωπε» λέει η μάνα της κοπέλας η κυρά Κατίνα «το έμαθες εσύ το κορίτσι σε αυτές τις ακολασίες. Εσύ είσαι ο προαγωγός»
«Σκάσε εσύ, αλλοπαρμένη. Θα πάρουμε πολλά λεπτά, αν πιάσει το κόλπο. Θα πάρουμε ένα διαμέρισμα να χώσουμε το κεφάλι μας μέσα. Οι νεαροί επιβήτορες έχουν πίσω πατεράδες με λεπτά ..............»

«Έκανες τη κόρη μου πουτάνα, παλιάνθρωπε. Την έμαθες από μικρή να ανοίγει τα πόδια της στον καθένα»
«Σταμάτα επί τέλους. Αφού δεν είχαμε να πάρουμε ψωμί!! Τι ήθελες να κάνω; Σιγά να μη έπαθε τίποτα. Νέο κορμί είναι, το αντέχει» και απευθύνεται στην Μαριγούλα «Δεν σου αρέσει λιγάκι μωρή;»
«Δεν λέω. Δεν μου αρέσουν όμως οι παλιόγεροι που με βάζεις να πλαγιάζω μαζί τους. Βρωμάνε ιδρωτίλα, σκόρδο και παστρουμά»
«Είδες που στα έλεγα βρωμο- Κατίνα; Η κόρη μας είναι παλιοθήλυκο. Δεν της αρέσουν οι παλιόγεροι, της αρέσουν τα νεαρούδια. Οι γέροι όμως μόνο την χαϊδεύουν, δεν μπορούν να πηδήξουν και παίρνουμε τα λεφτά τους.

Η συζήτηση γινόταν σε ένα δωματιάκι τρία επί τρία, στα προσφυγικά των Ταμπουρίων. Από την μια μεριά το διπλό κρεβάτι του ζευγαριού και από την άλλη ένα μικρό κρεβατάκι για την Μαριγούλα. Μόλις χώραγε στην άκρη προς την πόρτα ένα τραπεζάκι με δύο καρέκλες. Δεν μπορούσαν να κάτσουν τρεις στο τραπέζι για να φάνε, καθόντουσαν δύο δύο, οπότε είχαν φαγητό, γιατί και το φαγητό τους έλειπε. Ο Πίπης Καρμίρης ήταν έκτακτος εργάτης στον ΟΛΠ, πότε έκανε μεροκάματο, πότε δεν έκανε.

¨Πρόσεξε στην Αστυνομία, να μην πεις ότι πλάγιαζες και με άλλους. Θα μπερδέψουμε την υπόθεση και ίσως χάσουμε το λαβράκι. Αυτή είναι γερή μπάζα. Θα σου πάρω, αυτό το ωραίο φόρεμα που βλέπουμε στην βιτρίνα της οδού Ελευθερίου Βενιζέλου, εκεί δίπλα στο Δημαρχείο του Κερατσινίου, το χάζευες προχθές, αν πάρουμε τα λεπτά που έχω στο μυαλό μου»

«Θέλω και παπούτσια ασορτί να μου πάρεις και τσάντα και γάντια, δεν έχω φορέσει ποτέ στην ζωή μου γάντια. Θα γίνω μεγαλοκυρία ..........»
«Θα σου πάρω από όλα, σαν κάνεις αυτό που σου λέω ..»

«Μην πεις της Αστυνομία ότι τσακωνόμαστε με την βρομιάρα τη μάνα σου. Θα μας κακοχαρακτηρίσουν»
«Και να πω ψέματα καλέ μπαμπά; Επιτρέπονται τα ψέματα; Εσύ δεν μου έχει πει να μην λέω τέτοια ....................»
«Εδώ είναι για όφελος σου»
«Φωτιά να σε κάψει παλιάνθρωπε. Παρασύρεις συνέχεια την κόρη μου σε ακολασίες»
«Άμα τακτοποιηθούμε οικονομικά, θα της βρω έναν ωραίο νέο γαμπρό, να την παντρέψω. Ηλίθιοι σε αυτή την κοινωνία υπάρχουν πολλοί, δεν θα αναγνωρίσω έναν τέτοιο;»
«Και η παρθενιά της; Δεν είναι παρθένα πλέον και είναι ακόμα ανήλικη» λέει η μάνα της «τι θα πούμε στον γαμπρό, ότι είναι παστρικιά;»
«Που θα το καταλάβει ο ηλίθιος; Αφήστε τα αυτά. Αύριο έχουμε την κατάθεση της Μαριγούλας στην Αστυνομία. Εκεί είναι τα λεπτά. Να μην κάνουμε κανένα λάθος. Θα πεις στην κατάθεσή σου, ότι ένοιωσες ιδιαίτερα ταπεινωμένη για την <νουμεράδα> που σε πέρασαν και θέλεις ηθική αποκατάσταση ..............»

¨Μα ήταν όμορφα και καλοσυνάτα τα παιδιά, ρε μπαμπά. Με πήδησαν ευχάριστα και χαρούμενα»
«Άσε τι ένοιωσες εσύ, ρε χαζοπούλι. Ξέρω τι πόρνη είσαι. Πρέπει να δείξεις ταπεινωμένη, στεναχωρημένη και πικραμένη γι αυτό που σου συνέβηκε, που σου έτυχε»
«Καλά μπαμπά. Θα τα πω όπως μου είπες»
«Την ντροπή ποιος θα την υποφέρει;»
«Σκύλα σταμάτα, μου έκανες τη ζωή βασανιστική»
«Μακάρι να εύρισκα μια δουλειά, να έπαιρνα το κορίτσι μου από τα χέρια σου, σάτυρε και να το μεγάλωνα με υψηλά το μέτωπο, χριστιανικά»
«Σταμάτα ασκημογυναίκα. Δεν φτάνει που σε ανέχομαι. Ευτυχώς έκανες και κάτι καλό, έβγαλες αυτό το κορίτσι που το ποθούν οι άνδρες. Δεν δουλεύεις να μας ταΐσεις κυρά-Κατίγκω, θα πηδηχτεί η κόρη σου»
«Άτιμε .....» και η κυρά- Κατίνα εκτοξεύεται από το κρεβάτι, με ένα φωτιστικό στο χέρι να τον κτυπήσει. Το φωτιστικό διαγράφει μια τροχιά και πέφτει στον ώμο του. Ευτυχώς γιατί αν έπεφτε στο κεφάλι του, θα τον σκότωνε. Ορμά ο Πίπης, την πλησιάζει με ένα βήμα και την γρονθοκοπεί ακατάπαυστα. Η μικρή Μαριγούλα κλείνει τα αυτιά της, να μην ακούει τα ξεφωνητά της μάνας της. Ακούγονται τα υπόκωφα κτυπήματα στα στομάχι της κυρά – Κατίνας και η γρήγορη αναπνοή του......
«Φύγε εσύ Μαριγούλα» φωνάζει ο πατέρας της «έλα σε μισή ώρα. Δεν θα την πειράξω άλλο τη μάνα σου» σταματάει τα γρονθοκοπήματα και αγκαλιάζει την κυρά- Κατίνα με πάθος. Την φιλάει άγρια στο στόμα και της φωνάζει βραχνά «σε ποθώ. Έλα στην αγκαλιά μου. Θέλω να μπω μέσα σου» το ζευγάρι μπήκε στη δύνη των ερωτικών περιπτύξεων. Η γυναίκα μετά την άγρια επίθεση που δέχτηκε από τον άνδρα, υπέκυψε στο ερωτικό πάθος του συζύγου. Λάγνος αυτός, είχε τον τρόπο του να κυριαρχεί στις δύο γυναίκες, πότε με τη βία, πότε με τον έρωτα, πότε με τις απειλές του, πότε με τις βρώμικες κουβέντες του. Η γυναίκα και η κόρη του ζούσαν τη γλυκιά φυλακή τους. Γνώριζαν ότι ήταν κακός, ήταν πανούργος, κατέστρεφε τις ψυχές τους, το σώμα τους. Τα συναισθήματα τους υποτάσσονταν στις ορέξεις του και όμως τον ακολουθούσαν. Δεν είχαν το θάρρος να τον καταγγείλουν στην γειτονιά, στην κοινωνία, στην Αστυνομία, στον Εισαγγελέα, να ξεφύγουν από τον κλοιό του. Ήταν ο κακός βασιλιάς που είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου επάνω τους. Τους έπαιρνε την ψυχή και τους αφαιρούσε την λογική από το λίγο μυαλό που τους είχε μείνει. Σατανάς μεταμορφωμένος σε Άγγελο.

Την κόρη του, την πουλούσε ο πατέρας σαν εμπόρευμα. Αυτή απλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ήξερε ότι ήταν «εμπόρευμα» και είχε μια τιμή. Δεν της άρεσε βέβαια, λίγες ήταν οι στιγμές της χαλάρωσης, αλλά να, δύο φορές που πήγε να ξεφύγει απειλώντας ότι θα τον καταγγείλει στη αστυνομία, την έπιασε και την τσάκισε στο ξύλο. Της έσπασε και ένα δόντι. Ευτυχώς που έβγαλε καινούργιο και είναι όμορφο ακόμα το χαμόγελό της. Πάντα ψιθύριζε από μέσα της: <τι να κάνω; τα δύσκολα είναι δύσκολα, αλλά συνηθίζεις και σε αυτά. Κάθε φορά έλεγα; Θα τελειώσει και αυτό, θα τελειώσει και αυτό. Αλλά ερχόταν το άλλο. Μετά συνήθισα. Έμαθα να κουμαντάρω τους πελάτες του πατέρα μου, τους έδινα αυτό που ήθελαν, να μην τους εξαγριώνω και με άφηναν ήσυχη>.

«Να ήλθε και η κόρη σου!!! Μαριγούλα όπως είπαμε για τον κύριο στην Αστυνομία, ξέρεις πως να κάνεις το θύμα. Το έχεις κάνει πολλές φορές σε εμένα. Το κάνεις καλά»
«Να σου πω μπαμπά;»
«Ναι»
«Τα επόμενα παπούτσια που θα μου πάρεις θα είναι γοβάκια. Μου πάνε !!!»
«Αν πετύχει το κόλπο, θα σε κάνω βασίλισσα. Να προσέξεις, μην σε μπερδέψει ο Αστυνόμος και του απαντάς χαζά. Είσαι έξυπνο κορίτσι και πολύ θηλυκό»
«Καλά μπαμπά θα προσπαθήσω»
«Να θυμάσαι το φόρεμα που σου έταξα, τα παπούτσια, την τσάντα .........»


«Αν είναι καλή η κατάθεση σου, θα πάμε να σε κεράσω ένα ωραίο και χορταστικό παγωτό»
«Λεφτά έχεις;»
«Θα βρω!!!»
«Να πάρουμε και την μαμά!!!»
«Δεν την θέλω την στρίγγλα»
«Θέλω και την μαμά, αλλιώς ..................»
«Καλά, καλά!!!»
«Μεγάλο παγωτό ...........»


***


«Έλα ρε, σε περιμένουμε, είσαι ο τελευταίος που κάνει κατάθεση» λέει ο Νικήτας «Πες μας τι έγινε;»
«Παιδιά, που να σας τα λέω. Με ξετίναξε ο Αστυνόμος. Τέτοιες καταστάσεις να μην τις ξαναζήσω. Μου βγήκε ξινό το ............. γλυκό. Η Μαριγούλα θα γίνει για μένα το φόβητρο, σύμβολο κάθε φορά που θα πηδάω»
«Τα λες δραματικά Νικήτα. Ο Αστυνόμος είναι ρεαλιστής. Ξέρει τη δουλειά του. Μάθαμε ότι είναι μαζί μας ο πατέρας του Γιώργου, σαν αστυνόμος έχει βάλει το χεράκι του ....»
«Από που να ξεκινήσω. Να μιλήσω μόνο γι’ αυτά που μου έκαναν μεγάλη εντύπωση και με έπιασε πανικός!! Ακούστε …..»
«Πόσα βήματα ήταν από τη γωνιά που καθόσουν μέχρι την ξαπλωμένη Μαριγούλα; μήπως δεν ήταν ξαπλωμένη;» Με ρωτά ο Αστυνόμος.
«Ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ, στην άλλη άκρη του σαλονιού. Επτά ή οκτώ βήματα .........»
«Πήγες κοντά της, ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα ή μπρούμυτα;» «Ανάσκελα ...»
«Φόραγε το φόρεμα της; Αν το φόραγε ήταν σηκωμένο, σε ποιο ύψος;» «το φόραγε, στο ύψος του στήθους της»
«Την κυλόττα της την φόραγε;» «Όχι»
«Βλέπω άρχισαν οι σόκιν ερωτήσεις όπως και σε εμένα λέει ο Άλκης. Ο Αστυνόμος μου είπε ότι υπάρχουν ακόμα πιο γυμνές ερωτήσεις»
«Φαινόντουσαν οι τρίχες του κόλπου της;» «Ναι»
«Το στήθος της ήταν στο στηθόδεσμο;” «Όχι ήταν ανοικτό»
«Ήταν ανοικτό το παντελόνι σου; «Ναι»
«Η φύση σου είχε εγερθεί;» «Ναι»
«Πήγες κοντά της, την άγγιξες με τα δάκτυλά του χεριού σου; Που;» «Με τις παλάμες του χεριού μου, στο πρόσωπο»
«Προχώρησαν αλλού τα δάκτυλά σου, στο στήθος της;» «Ναι στα μπούτια της»
«Μήπως τα δικά της χέρια άγγιξαν τα δικό σου κορμί; Και που;» «μου χούφτωσαν τα μπούτια μου»
«Πήγαν κατά λάθος πουθενά άλλού τα χέρια της, προτού μπεις μέσα της;» «Προσπάθησαν αλλά δεν την άφησα, δεν κρατιόμουνα ........»

«Τα χείλια σου την φίλησαν;» «Ναι στο στόμα, στο λαιμό»
«Ήταν φιλιά γλώσσας;» «Ναι και όχι»
“Την φίλησες στο λαιμό, στα στήθη;” “Να騔
“Την φίλησες αλλού;” “Όχι”

«Η φύση σου άγγιξε ή μπήκε στον κόλπο της;» «Μπήκε»
«Εισχώρησε εύκολα, δύσκολα ;» «Εύκολα»
«Έκανε γκριμάτσες δυσαρέσκειας η κοπέλα;» “όχι»
«Έδειχνε ότι το ευχαριστιόταν; Είχε διεγερθεί;» «Είχε διεγερθεί»
«Της μίλαγες καθόλου ενώ ήσουν μέσα της;» «της μίλαγα»
«Πες μου κάποιες φράσεις» «Δε μπορώ ...........»
«Μπορείς, θα μπορέσεις, είναι απαραίτητο» «Καλά: Τον χαίρεσαι τον έρωτα; Νοιώθεις γλύκα;, είναι μεγάλος; Σε πονάω
«Ποιες ήταν οι απαντήσεις της ;» «Μονολεκτικές ναι ή όχι»

« Έφτασε η κοπέλα στον οργασμό;» «Δεν το κατάλαβα. Έκανε κάποιες σπασμωδικές κινήσεις. Ίσως αυτό να είναι οργασμός»
«Πόση ώρα ήσουν μέσα της;» « Τελείωσα πολύ γρήγορα, σχεδόν μετά την είσοδο. Ίσως ήθελα να προλάβω»
«Το σπέρμα σου πήγε μέσα της;» «ναι μέσα της, δεν το κατάλαβα .....»
«Συνέχισες μετά την εκσπερμάτωση;» «όχι μόνο την φιλούσα και αυτή αναστέναζε. Βιαζόμουνα να φύγω από πάνω της ..........»
«Ζήτησες τίποτε άλλο εσύ; Ζήτησε τίποτε άλλο αυτή;» «¨όχι»

«Ρε παιδιά μου ξεγύμνωσε την ψυχή αυτός ο Αστυνόμος. Με βύθισε σε συναισθήματα απελπισίας και απαισιοδοξίας. Ένοιωσα σαν κτήνος μπροστά του. Όλη η ασχήμια του έρωτα ανδρώθηκε μπροστά μου. Ήταν ένα καζάνι κόλασης που βυθιζόμουν μέσα του. Κάθε φορά προσπαθούσε να με εμψυχώσει. Μου έλεγε ότι στο ακροατήριο του Δικαστηρίου οι ερωτήσεις είναι ακόμα πιο σκληρές, απάνθρωπες και μου έριχνε μια μπηχτή μετά»

«Ξέρεις Νικήτα ίδιες ήταν οι ερωτήσεις και σε εμάς» παρεμβαίνει ο Άλκης. «Ξαναζούσα ρε παιδιά την ερωτική πράξη, όχι για ευχαρίστηση αλλά για αγγαρεία. Ένοιωθα τόσο χαρούμενος και ευχαριστημένος μετά από αυτό το πήδημα, σήμερα νοιώθω μετανοιωμένος και δυσαρεστημένος. Έτσι καταλήγει ο έρωτας στη ζωή; Καλύτερα να μου λείπει»
«Είναι από τις άσκημες περιπτώσεις που συμβαίνουν σπάνια, αλλά συμβαίνουν .....»

Όμως ο Αστυνόμος αμείλικτα συνεχίζει την ανάκριση. “Δεν σε ενόχλησε που ποιο μπροστά πήδηξε άλλο αρσενικό την κοπέλα;» «¨Ήταν φίλος μου. Το θεώρησα και λίγο παιγνίδι εκείνη την ώρα. Το έβλεπα και λίγο σαν πρωταγωνισμό. Η κοπέλα απλά συμμετείχε με το κορμί της, όχι με το πνεύμα της, την καρδιά της, δεν κατάλαβα αν είχε μυαλό ......»
«Τι κινήσεις έκανε η κοπέλα μόλις σηκώθηκες από πάνω της;» «Πήγα στο μπάνιο, είχα ανοικτή την πόρτα και άκουγα τα χαχανητά όλων στο σαλόνι. Φαίνεται κάποιο σόκιν ανέκδοτο θα έλεγε ο Γιώργος. Άκουγα την κοπέλα να συμμετάσχει στην συναυλία των χαχανητών»

«Έτσι απλά, σαν παιγνίδι Νικήτα» λέει ο Αστυνόμος και γυρνά το βλέμμα του μέσα από την τζαμαρία στο κλασσικό κτίριο του Δημοτικού Θεάτρου, θέλοντας να ζητήσει συγγνώμη από τον πολιτισμό που πρόσφερε με την παρουσία του. Αυτοί οι νεαροί πρέπει να παίζουν τα στρατιωτάκια στις αυλές των σπιτιών τους και η κοπέλα να κτενίζει και να ντύνει την κούκλα της. Όμως έπαιζαν με την φωτιά, με τη γενετήσια ορμή ........... κάτι φταίει εδώ. Αυτά τα λόγια είπε ο Αστυνόμος και με έδιωξε με οργισμένη φωνή»


***

«Σας φώναξα όλους εδώ για να αντιμετωπίσουμε μαζί το πρόβλημα που μας δημιούργησαν τα παιδιά μας. Μεγάλη απερισκεψία των, αλλά αυτό έγινε και πρέπει να κάνουμε τις ανάλογες ενέργειες» έτσι ξεκίνησε τη συζήτηση ο Δικηγόρος Στέφανος Παππάς απευθυνόμενος στους δύο άλλους, στον Παπά – Λάμπρο και στον γιατρό Νίκο Νικολάου. Καθόντουσαν όλοι στο σαλόνι του σπιτιού του Στέφανου Παππά που ήταν στη γωνία των οδών Αγίου Δημητρίου και Καπετάν Ματαπά στα Ταμπούρια. Η σύζυγος του δικηγόρου τακτοποιούσε σε μια άκρη του σαλονιού το χαλί που είχε διπλώσει στην άκρη του. Περίμενε να ακούσει το ξεκίνημα από την συζήτηση που θα είχαν οι τρεις άνδρες. Το πρωί είχε συναντηθεί με την Παπαδιά και την σύζυγο του γιατρού και προσπάθησε να τις πείσει, να κάνουν το καλύτερο για τα παιδιά τους. Και οι τρεις συμφώνησαν να μην αφήσουν τους άνδρες τους να φτάσουν στα άκρα. Η παραπομπή στο Δικαστήριο μπορεί να φέρει μεγάλο κακό στα παιδιά. Πρέπει να παρακολουθούν τις αποφάσεις που θα πάρουν οι τρεις άνδρες τους και να τους κατευθύνουν προς την σωστή κατεύθυνση. Η γυναίκα του Υπαστυνόμου ήταν ξεκάθαρη. Δεν ήθελε το παιδί της να πάει στο Δικαστήριο, ούτε έξω από τα σκαλοπάτια του. 

Ο δικηγόρος Στέφανος Παππάς συνεχίζει: «μετά τις καταθέσεις που έδωσαν τα παιδιά μας, έμαθα, πιστεύω και εσείς το μάθατε, ότι ζητάει ο πατέρας της Μαριγούλας 400.000 δραχμές αποζημίωση, για την ηθική βλάβη της κόρης του»
«Το ποσό είναι μεγάλο, έστω και αν μοιραστεί δια του τέσσερα. Εκατό χιλιάδες δραχμές, δυστυχώς δεν έχω να δώσω, για μια απερισκεψία του γιου μου και αν είχα δεν θα τις έδωνα ........»

«Στέφανε» λέει ο παπά – Λάμπρος ούτε εγώ έχω να τις δώσω. Τι είμαι; ένας πτωχός κληρικός. Με εκατό χιλιάδες, αν είχα, θα έπαιρνα μια γκαρσονιέρα της κόρης μου, να αποκατασταθεί»

Στη συζήτηση μπαίνει και ο γιατρός Νίκος Νικολάου. «Ξέρετε, δεν είναι μόνο τα χρήματα, αλλά και η ντροπή που θα μας ακολουθεί από εδώ και στο εξής. Λέω λοιπόν να μας αντιπροσωπεύσεις εσύ Στέφανε, αφού είναι η τύχη μας να είσαι και δικηγόρος και μάλιστα καλός επαγγελματίας»
«Ευχαριστώ Νίκο για τα καλά σου λόγια. Αν δεν δώσουμε τις 400.000 δραχμές στον πατέρα, θα μας καταγγείλει στον εισαγγελέα. Το σκέφτηκα αυτές τις ημέρες πολύ. Από τη μια μεριά τα πατρικά μου αισθήματα, από την άλλη η επαγγελματική μου ιδιότητα. Από την άλλη το δίκαιο και η κοινωνία. Λέω να μην υποχωρήσουμε. Αν τον αφήσουμε να πάει στα Δικαστήρια, θα το ριψοκινδυνεύσουμε δε λέω για τους κανακάρηδες μας, αλλά να πέσουμε έτσι άδοξα στον εκβιασμό;»

«Υπάρχει το παράπτωμα του βιασμού ανηλίκου, η νεαρά είναι ανήλικη, που επισύρει μια ποινή φυλάκισης μέχρι τέσσερα χρόνια, όμως η Μαριγούλα πήγε με τη θέλησή της, οικειοθελώς. Τι μάς λέει αυτό; Κανένα από τα παιδιά δεν άσκησε βία. Το τονίζω αυτό, κανένα από τα παιδιά δεν άσκησε βία. Ο Δικαστής πιστεύω να το εκτιμήσει αυτό»

«Τα παιδιά μας δεν είναι επιθετικά και επικίνδυνα για την κοινωνία» λέει ο παπά –Λάμπρος. «δεν είναι τεντιμπόηδες. Δεν μας έδειξαν τουλάχιστον μέχρι σήμερα κάτι τέτοιο. Μόνο ο Γιώργος, ο γιος του Υπαστυνόμου, είχε μια επιθετικότητα που προέρχεται από το ποδοσφαιρικό του πάθος»
«Ας πληρώσει αυτός τον πατέρα της Μαριγούλας» πετάγεται ο γιατρός Νίκος Νικολάου.

«Δεν την τράβηξαν με το ζόρι, δεν την κακοποίησαν, δεν την κτύπησαν. Ύστερα τα παιδιά μας είναι ανήλικα, είναι κάτω των δέκα οκτώ ετών. Και αυτό πρέπει να το λάβει υπόψη του ο Δικαστής, όταν αποφασίσει να δικάσει»

«Ο νους που απομακρύνεται από τον Θεό ή κτηνώδης γίνεται, γιατί περιπίπτει στην ακολασία ή δαιμονιώδης, γιατί αγριεύει και γίνεται θηρίο. Αυτά μας διδάσκει η χριστιανική θρησκεία» λέει ο πάπα- Λάμπρος «λυπάμαι για το γιο μου και τα άλλα άγουρα παιδιά, που έφυγαν από τους κόλπους της εκκλησίας. Ούτε το κατηχητικό κατόρθωσε να τους κρατήσει στον δρόμο του θεού»

«Πως έγινε η ερωτική πράξη και από τους τέσσερις στην σειρά, χωρίς να το πάρει είδηση η γιαγιά της οικογένεια, που ήταν στο σπίτι; Δεν πιστεύουμε ότι μια γηραιά κυρία θα <έκανε τα στραβά μάτια> για τέτοιες ακολασίες. Τι συμβαίνει λοιπόν; Μήπως δεν έγιναν έτσι ακριβώς τα πράγματα; Μήπως τα κατορθώματα των παιδιών μας είναι στην φαντασία της Μαριγούλας και των δικών της; Στο σπίτι του Υπαστυνόμου, με μια αξιοπρεπή κυρία τη μητέρα του, έγιναν τέτοια ανοσιουργήματα; Δεν πρέπει να το πιστέψει ο Δικαστής. Τα στοιχεία είναι αδιάσειστα. Πως θα πιστέψει ο Δικαστής «την Μαριγούλα» και τον προαγωγό πατέρα της και δεν θα πιστέψει ένα αξιοπρεπές και αξιοσέβαστο σπιτικό; Θα κάνω τα αδύνατα δυνατά, να υιοθετήσει τη δική μας άποψη ο Δικαστής»

«Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να διαλέξει ανάμεσα στη αγάπη του Θεού και στην ακολασία του Σατανά. Το παιδί μου μπορώ να το ελέγξω; Όχι είναι και αυτός ένας ελεύθερος άνθρωπος με τις επιλογές του» συμπληρώνει ο πάπά –Λάμπρος
«Ο Δικαστής προτού χαρακτηρίσει ενόχους τα ανήλικα παιδιά μας, πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη του, την παραμέληση της κηδεμονίας από μέρους του πατέρα της Μαριγούλας. Σοβαρή παράβαση για ένα πατέρα .... ……αν δεν είχε παραμελήσει τη Μαριγούλα δεν θα είχαμε αυτό το φαινόμενο ακολασίας ............»

«Η ακολασία αναφέρει κάπου ο Πλάτωνας, μαζί με την κακία και τη αδικία, είναι ασθένειες» λέει ο γιατρός Νίκος Νικολάου «έτσι πρέπει να αντιμετωπίσουμε τους νέους μας που είναι στην τρελή ηλικίά της εφηβείας τους»

«Που αφήνεις κύριε την κόρη σου να γυρνά στους δρόμους; Να είναι εθισμένη στην ακολασία και στο πρώτο φλερτ ενός νεαρού; να τον ακολουθήσει και να γίνει αυτή η απρεπής πράξη; Τέσσερις νεαροί με μια νεαρά σε ένα σαλόνι, ενός σοβαρού σπιτιού» συνεχίζει να ξετυλίγει τα επιχειρήματα του ο δικηγόρος Στέφανος Παππάς.

«Το μεθύσι σε πάει στην ακολασία και η εγκράτεια στη νηστεία. Εγώ αυτό έχω να πω» λέει ο παπά – Λάμπρος «το ουίσκι που ήπιαν τους έκανε να μην καταλαβαίνουν τι κάνουν. Και ίδιού τα αποτελέσματα»
Κάποιος πρέπει να ερευνήσει το οικογενειακό παρελθόν της Μαριγούλας. Από εκεί μπορούμε να βγάλουμε και άλλα επιχειρήματα που θα πείσουν τον Δικαστή για να αθωώσει τα παιδιά. Εσύ γιατρέ μπορείς να ασχοληθείς με αυτό;

«Ναι! έχω αρκετούς αρρώστους στην περιοχή που θα βοηθήσουν. Φοβάμαι αν μαθευτεί στη γειτονιά, θα έχουμε αρνητικά αποτελέσματα. Σε λιγάκι θα χάσω την πελατεία μου. Ποιος πατέρας και ποια μάνα θα δεχθεί να εξετάσω το κορίτσι της; θα λένε: είναι ο γιατρός και ο πατέρας που ο γιος του κατηγορείτε για βιασμό ανήλικης. Θα πρέπει να μετακομίσω σε άλλη πόλη. Να ξεκινήσω από τον αρχή την σταδιοδρομία μου. Άλλος ένας λόγος που μου χρειάζονται χρήματα για την νέα μου περιπέτεια.

«Κατανοούμε την αδικία που σου γίνεται γιατρέ. Ο Υπαστυνόμος θέλει να κλείσει την υπόθεση προτού φτάσει στα Δικαστήρια, γιατί θα έχει επιπτώσεις και στην υπηρεσιακή του εξέλιξη. Με μια πιθανή καταδίκη του γιου του, ο φάκελος προαγωγής του μένει στάσιμος. Αυτή είναι η διαφορά μας»

Ανοίγει η πόρτα του σαλονιού και εμφανίζεται η σύζυγος του δικηγόρου. Τους χαμογελάει καλοσυνάτα και τους ρώτα με απορία: «Γιατί δεν ανάβετε το φως του δωματίου; Άρχισε να σκοτεινιάζει. Δεν βλέπετε καθόλου γύρω σας. Λες και ήταν παρούσα στην συζήτηση συνεχίζει «σήμερα το πρωί όπως πήγαινα στον μπακάλη, με συνάντησε η κυρά-Δήμητρα, η γειτόνισσα του διώροφου της γωνίας, <ντροπή μου λέει. Για τον γιο σας και φαινόταν καλό παιδί> δεν άντεξα την προσβολή και απάντησα <καλύτερα που είναι αρσενικό και ανταποκρίνεται στον γυναικείο πειρασμό. Αυτό με κάνει υπερήφανη>. Έστριψε τη μούρη της και έφυγε. Τέτοια θα αντιμετωπίζουμε από εδώ και πέρα»

«Φαίνεται όλοι συμφωνούμε ότι η πιθανότητα να βρεθούν ένοχα τα παιδιά μας, δεν θα στεναχωρήσει τα πατρικά μας αισθήματα»
Και οι τρεις άνδρες δεν έδωσαν κάποια απάντηση στο ερώτημα που αιωρούταν από πολύ νωρίς στην αίθουσα.

«Με τις γυναίκες μας, τι θα γίνει; Η άποψη τους είναι ξεκάθαρη. Όχι δικαστήρια
και καταδίκες ή αθωώσεις» λέει ο γιατρός «θα μας κηρύξουν πόλεμο που δεν μπορούμε να αποφύγουμε»
«Θα το ξεπεράσουμε και αυτό» μονολογούν οι άλλοι δύο.

«Θα πω ακόμα κάτι από τις χριστιανικές διδαχές. Το σπέρμα των ανδρών που έχουν τάση προς στην ακολασία είναι άγονο, όπως και η ομιλία του φλύαρου είναι αστοχία. Ο πατέρας της νεαρής κοπέλας που δέχτηκε στον κόλπο της τέσσερα ανδρικά μόρια, πρέπει να ξέρει ότι οι κοπέλες καταστρέφουν την ομορφιά τους, εσωτερική και εξωτερική με ακολασία, ενώ οι άνδρες με την κλεψιά»

«Συνεχίζω, με το να πω τον θυμό μου για τις τρέλες που έκαναν τα παιδιά μας. Εκνευρίστηκα τόσο πού, μόλις έμαθα το γεγονός των επιβητόρων μας, άρπαξα ένα βάζο να του σπάσω το κεφάλι. Ευτυχώς με συγκράτησε η γυναίκα μου. Θα είχα πάει φυλακή. Σκέπτομαι την τιμωρία που θα επιβάλλω στον δεκαεπτάχρονο παιδί μου. Το ξύλο δεν αρμόζει, περισσότερο θα άρμοζε, πάλη σώμα με σώμα. Η νουθεσία, οι συμβουλές λέγονται σε μικρό παιδί. Θα του μειώσω το χαρτζιλίκι του στο ήμισυ για τιμωρία και δεν θα τον στείλω Πασχαλινές Διακοπές στην γενέτειρα μου, την Κέρκυρα. Ελπίζω να του στοιχίσει και να συνετισθεί»

«Ενοχλώ; Να σας τρατάρω ένα κονιακάκι» μπαίνει αθόρυβα πάλι η σύζυγος του δικηγόρου. “Η συζήτηση μπαίνει σε δύσκολα μονοπάτια φαντάζομαι. Αυτά τα τρελόπαιδα δεν συγκρατούν τις ορμές τους. Και αυτή η κοπέλα; Ποιος ξέρει από τι οικογένεια κρατάει η σκούφια της; Ανήλικη αλλά ήξερε να πάει με τέσσερα αγόρια. Πολλά είπα. Σας αφήνω να βρείτε λύσεις» και φεύγει η σύζυγος του δικηγόρου. Καταχώρησε όλες τις σκέψεις της μάνας στην ατμόσφαιρα του δωματίου και έφυγε, προτού αρχίσει ο διάλογος, έτσι έπρεπε να κάνει μια καθώς πρέπει νοικοκυρά, σύζυγος και μητέρα.

«Εσύ παπά Λάμπρο τι τιμωρία σκέπτεσαι να του βάλλεις του νεαρού επιβήτορα;»

«Ο θυμός ο δικός μου, δεν είναι μόνο λαϊκός, αλλά και θρησκευτικός. Ελεγχόμαστε για το ήθος μας, όχι μόνο σαν άτομα αλλά και σαν οικογένεια, από την Αρχιεπισκοπή, να δω πω θα το αντιμετωπίσω από αυτή τη μεριά. Η αλήθεια είναι ότι είμαι σε πολύ δύσκολη θέση. Η πρώτη ενέργεια που θα κάνω, είναι να τον πάρω από το Ιδιωτικό Σχολείο και να τον γράψω σε Νυκτερινό Γυμνάσιο. Ελπίζω να του βρω και μια δουλειά, αφού είναι ικανός να πηγαίνει με γυναίκα, είναι ικανός να ιδροκοπήσει για να κερδίσει το ψωμί που τρώει»
«Οι σπουδές του μετά το Γυμνάσιο; Θα πάει Πανεπιστήμιο;»
«Είχε και έχει αυτή τη φιλοδοξία. Όλη η οικογένεια είχε αυτή τη φιλοδοξία να σπουδάσει το παιδί, ακόμα περισσότερο η παπαδιά. Τώρα ο δρόμος για το Πανεπιστήμιο περνάει μέσα από το νυκτερινό Γυμνάσιο, θα είναι η πρώτη του επαφή με την πραγματική κοινωνία, την σκληρά εργαζόμενη και όχι αυτή που του κατασκευάσαμε, εγώ και η Παπαδιά. Θα είναι λίγο δύσκολα να μεταπείσω την γυναίκα μου, σύμφωνα με τα σχέδια μου αλλά ελπίζω να τα καταφέρω. Η γενετήσια πράξη για εμάς τους κληρικούς είναι αμάρτημα πρώτου μεγέθους, όταν παρεκτρέπεται. Ο γιος μου ξέφυγε από όλους τους κανόνες που είχα εφαρμόσει στην οικογένεια. Ο Παπά -Λάμπρος πρέπει να δίνει το παράδειγμα στο ποίμνιο του. Αμάρτησε ο γιος μου θα τιμωρηθεί, όχι μόνο σύμφωνα με τους κανόνες της εκκλησίας αλλά και με αυτούς της κοινωνίας»

Μπαίνει πάλι η σύζυγος του δικηγόρου στο σαλόνι. κοιτάζει δεξιά, κοιτάζει αριστερά, σαν κάτι να γυρεύει. Εν τω μεταξύ η συζήτηση διακόπτεται.

«Να σας φέρω ένα γλυκό σταφύλι;» λέει η οικοδέσποινα. “το έφτιαξα με τα χεράκια μου, είναι θαυμάσιο» οι τρεις άνδρες κοιτάζονται μεταξύ τους, χαμογελούν, χαλαρώνουν και ευχαριστούν την οικοδέσποινα για την προσφορά της. Προτού βγει από το δωμάτιο λέει έτσι αφηρημένα: «τα παιδιά έχουν μέλλον μπροστά τους, πρέπει να τα βοηθήσουμε. Αυτό λέω συνέχεια τέσσερις ημέρες του Στέφανου» φεύγει γρήγορα, γρήγορα να μην ακούσει την απάντηση. Ξέρει αυτή, έχει μάθει από τη μάνα της και από τη γιαγιά της, πόσο εύκολα επηρεάζονται οι άνδρες από τη γυναίκα, όταν τα λόγια της τελευταίας δεν γίνονται διάλογος. Τα αφήνει να αιωρούνται στην ατμόσφαιρα, σαν άγγελος του καλού ή του μικρού Θεού.

«Εσύ γιατρέ, πως σκέπτεσαι να τιμωρήσεις τον γιο σου; Πιστεύω ότι καταδικάζεις την πράξη του. Φυσικά όπως και εγώ και πολύ περισσότερο ο Πάπα- Λάμπρος»
«Ναι την καταδικάζω. Πρέπει να πω ότι αν δεν υπήρχε αυτή η παρέα, σαν συνάθροιση τεσσάρων ατόμων, ίσως να είχε αποφευχθεί το γεγονός του ομαδικού έρωτα. Τέτοια σεξουαλικά όργια συμβαίνουν μόνο σε ομάδες ανθρώπων, που έχουν ή βρίσκονται κάτω από ισχυρό δεσμό. Ακούς συνήθως: πάμε βόλτα στα πορνεία της Φίλωνος; Πάνε βόλτα παρέες, παρέες. Ένδειξη ότι μπορεί να συμβεί κάτι ομαδικά, έρωτας, καυγάς, ποδόσφαιρο, σχολείο, γειτονιά .............. ξεθαρρεύουν μεταξύ τους με αποτέλεσμα ..... όπως το δικό μας»

«Που θέλεις να καταλήξεις γιατρέ;»
«Σωστή είναι η κίνηση που κάνει ο Πάπα -Λάμπρος να τον πάρει από το Σχολείο, από την άποψη ότι διαλύει, μειώνεται η ισχύς της παρέας. Το ίδιο θα κάνω και εγώ με άλλο τρόπο. Θα μετακινηθώ στην Λάρισα, μου είχε προσφερθεί μια θέση γιατρού στο Νοσοκομείο της και είχα αρνηθεί. Τώρα όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει. Φεύγω εντός της εβδομάδας και έτσι θα γραφτεί σε Γυμνάσιο της Λάρισας. Επί πλέον θα τον σταματήσω από τις προπονήσεις του στο μπάσκετ. Του είχα υποσχεθεί πλήρη εξάρτηση, παπούτσια, φανέλα, σορτς, μπάλα, τώρα θα μεταθέσω την υπόσχεση μου για το μέλλον. Δεν ξέρω πόσο ο επιβήτορας θα πονέσει. Τα νιάτα δεν πονάνε, αδιαφορούν για τις σύγχρονες απολαύσεις της πολιτισμένης ζωής μας. Κάνουν δικές τους επιλογές και είναι, φαντάζουν σκληρές για τους γονείς»

«Βάζεις μια άλλη διάσταση στο συμβάν. Μας λες ότι η «παρέα» μαζί μπορεί να ξαναπέσει στο ίδιο σφάλμα;»
«Σωστά πηγαίνει η σκέψη σου ................»
«Θα σκεφτώ και εγώ. Πρέπει να τον πάρω από αυτό το σχολείο και τον πάω σε άλλο πιθανώς στο κέντρο του Πειραιά, ίσως στου Παπαϊωάννου. Η μετάθεση πρέπει να γίνει γρήγορα, γρήγορα, προτού πάρουν στα χέρια τους την υπόθεση οι Διευθυντές της εκπαίδευσης, ίσως το Υπουργείο Παιδείας και δεν μπορεί να κάνει αλλιώς ο ιδιοκτήτης του Γυμνασίου. Να ζητήσουν να επιβληθούν δηλαδή και κυρώσεις για τη διαγωγή τους, με κίνδυνο να χάσουν τη χρονιά τους»

«Ξέρετε τι κουβεντιάζετε στο Σχολείο τους; Έγινε ολόκληρο σούσουρο»
«Σαν τι κυκλοφορεί;»
«Μια μερίδα παιδιών, τα αγόρια κυρίως, τους έχουν κάνει ήρωες. Θέλουν να τους μοιάσουν. Κάνουν κινήσεις αποκαρδιωτικές για την ηθική της κοινωνίας μας. Ενοχλούν τα κορίτσια της τάξης τους και όχι μόνο με χειρονομίες και λεκτικές μεταφορές του τύπου «πάμε να πιούμε καφέ στο σαλόνι του σπιτιού μου; Θα είναι και οι φίλοι μου εκεί. Όταν διαφωνούν, διαπληκτίζονται με τα υπονοούμενα να δίνουν και να παίρνουν»

«Φούντωσε, πήρε διαστάσεις το θέμα. Γρήγορα πρέπει να φτάσουμε στη λύση»
«Μια άλλη μερίδα παιδιών, αυτή τη φορά κυρίως κορίτσια, τους συναντούν στην αυλή του Σχολείου, στο δρόμο, στις αίθουσες, στο Γυμναστήριο και στρίβουν τα μούτρα τους από αποστροφή. Έχει αναπτυχθεί μια επιφυλακτικότητα επικίνδυνη, δεν τους κάνουν παρέα, δεν θέλουν να κάθονται στο ίδιο θρανίο μαζί τους. Αυτή η μερίδα των παιδιών επηρεάζεται από τις συζητήσεις και τις προτροπές των γονέων τους. Έφτασε, δύο γονείς παιδιών, κυρίως πατεράδες, να απευθυνθούν στην Διεύθυνση του Σχολείου για να πάρει μέτρα»
«Πραγματικά είναι σοβαρά τα πράγματα. Όμως η κύρια απειλή για το μέλλον των παιδιών είναι ο πατέρα της νεαρής ανήλικης, που ενηλικιώθηκε προφανώς προ της ώρα της. Αυτόν πως θα αντιμετωπίσουμε;”

«Κύριοι να επανέλθουμε στο πρόβλημα που μας απασχολεί» λέει ο δικηγόρος Στέφανος Παππάς «συμπεραίνω ότι εμείς είμαστε αντίθετοι να υποκύψουμε στον εκβιασμό και να του καταβάλλουμε εκατό χιλιάδες δραχμές ο καθένας. Θα πάμε λοιπόν σύσσωμοι στον Υπαστυνόμο Άγη Μηλόπουλο και θα του πούμε την απόφαση μας. Αν θέλει αυτός να πληρώσει, εκτός από τα δικά του και τα δικά μας, δεν μας απασχολεί, θα μας απαλλάξει από την πρωινή απασχόληση παράστασης στο Δικαστήριο. Συμφωνείτε;»

«Συμφωνούμε»
«Πότε είναι η επόμενη συνάντηση μας;”
“Την επόμενη Δευτέρα στο γραφείο του Αστυνόμου Πέτρου, στην Γενική Διεύθυνση του Πειραιά;»

«Γίναμε κόλαση. Γίναμε απάνθρωποι. Ο Πυθαγόρας έλεγε ότι στις πολιτείες μπαίνει πρώτα η πολυτέλεια, έπειτα ο κορεσμός, ύστερα η ακολασία και τέλος η καταστροφή. Ας περιμένουμε την καταστροφή, μια και δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι να την σταματήσουμε»
 


***


Οι δύο συμμαθητές και φίλοι συναντήθηκαν έξω από το Σχολείο του ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗ, γωνία Σπάρτης και Γυθείου. Ήταν ο Γιώργος Μηλόπουλος και ο Άλκης Παππάς. Είχαν ημέρες να συναντηθούν μετά το συμβάν της Μαριγούλας και τα γεγονότα όπως ξετυλίχτηκαν.

Ο Άλκης Παππάς φαινόταν σοβαρός και σκεπτικός. Έπαψε να βλέπει τους ανθρώπους στα μάτια μετά την περιπέτεια στο σπίτι του Γιώργου. Τους κοίταζε υπό γωνία. Φοβόταν ότι θα του μίλαγαν για την ανήλικη, τον εκβιασμό και το Αναμορφωτήριο. Χρησιμοποίησε την ισχυρή λογική του για να μην πανικοβληθεί. Ήξερε, το διαπίστωνε καθημερινά, ότι αυτό το παράπτωμα, έστω και αν ήταν νεανική παρόρμηση, τιμωρείται.

«Για σου Γιώργο»
«Άλκη, μέρες έχω να σε δω»
«Έχεις κάτι νεότερο από τον Αστυνόμο, όχι τον πατέρα σου, τον Αστυνόμο που διεξάγει την ανάκριση;»

»Έλα τώρα Άλκη, μην τα βάζεις όλα μέσα σου. Θα λυθεί το πρόβλημα και δεν θα μας αγγίξει καθόλου. Στο υπόσχομαι»
«Μια ζωή αφελής είσαι ρε Γιώργο. Εδώ μιλάμε για κάποια χρόνια στο Αναμορφωτήριο, και δεν σοβαρεύεσαι; Ήσουν αφελής στο γήπεδο, κλώτσαγες τη μπάλα, έδινες μπουνιές στους παίκτες, έβριζες τους διαιτητές, πέταγες καρέκλες σε αντιπάλους φίλαθλους όταν νευρίαζες, έβαζες πολλά γκολ, και άφηνες την ομάδα να καθαρίσει, να μην σε παραπέμψουν στην Δικαιοσύνη. Όλα προλαβαίνονταν την τελευταία στιγμή. Έξω στη γειτονιά, στο σχολείο, στην κοινωνία, πάλι αφελής είσαι, ότι και αν κάνεις, μεσολαβεί ο πατέρας σου να καθαρίσει. Δεν θα πάρεις σοβαρά ποτέ τα πράγματα;»
«Άρχισες πάλι τη φιλοσοφία σου Άλκη; Σε έχω όμως συνηθίσει. Αμάν αυτή η λογική σου. Παντού βλέπεις λάθη, ανακατωσούρες, κινδύνους και παραλήψεις. Σου λέω ...................»

«Κοίτα Γιώργο. Έκατσα κάτω και το σκέφτηκα. Έκανα ένα παράπτωμα, θα πληρώσω το αντίτιμο να ξεχρεωθώ στην κοινωνία. Δεν ρίχνω τα βάρη σε κανένα. Ούτε σε εσένα, ούτε στα άλλα παιδιά. Άκουσα από τη μάνα μου, ότι οι πατεράδες μας, εκτός από τον δικό σου, σκέπτονται να μην πληρώσουν <τα Λύτρα του εκβιασμού> και να αφήσουν την υπόθεση να φθάσει στα Δικαστήρια. Στην αρχή, δεν λέω, φοβήθηκα. Αναμορφωτήρια, τι είναι αυτό; κάτι παραπλήσιο με το Σχολείο θα είναι!!! Ίσως πιο κακό πιο εκδικητικό!! Ε! Αν είναι να περάσω, καλώς να έλθει. Έτσι προσπάθησα να συμβιβαστώ με τον εαυτό μου ..........»

«Ύστερα το έψαξα λιγάκι στις εφημερίδες και στις εγκυκλοπαίδειες. Έχω και ένα συγγενή, μακρινό ξάδελφο που μπαινοβγαίνει στο Αναμορφωτήριο από δέκα χρονών. Δυστυχώς οι γονείς του έχουν πεθάνει και παρασύρεται από τις κακότητές του.

«Μια παραπομπή μας στα δικαστήρια, μπορεί να σημαίνει ποινές, από επίπληξη, επιμέλεια γονέων, ή επιμέλεια επιμελητή ανηλίκων ή εργασία για την κοινότητα ή αποζημίωση του θύματος ή της οικογένειας του με χρήματα που θα προέλθουν από εργασία του ανήλικου δράστη, μέχρι του ποινικού σωφρονισμού με τον εγκλεισμό στο Αναμορφωτήριο.

«Κατά γενική ομολογία αλλά και ο συγγενής μου με διαβεβαίωσε, ότι οι δικαστές είναι αυστηροί και οι ποινές που επιβάλλονται είναι μεγάλες σε διάρκεια.

«Σήμερα στις φυλακές –Σωφρονιστήρια Καταστήματα Ανηλίκων η κατάσταση είναι άθλια. Οι ανήλικοι δράστες είναι στοιβαγμένοι ασφυκτικά στους διαθέσιμους χώρους παραμονής. Τους μένει η αυλή μόνο, για να αναπνεύσουν καθαρό αέρα και να δουν τον ουρανό. Τα προβλήματα στη διαβίωση είναι πολλά, όπως ο μη διαχωρισμός εγκλημάτων. Όλοι μαζί στοιβάζονται και κάνουν την ποινή τους από τον εγκληματία μέχρι τον παραβάτη του Κώδικα οδικής Κυκλοφορίας, το κλεφτρόνι ή τον ναρκομανή. Δεν υπάρχουν επίσης ωφέλιμες δραστηριότητες και εργασίες εντός της Φυλακής- Σωφρονιστηρίου ή είναι ελάχιστες. Υπάρχουν ή διαμορφώνονται συνθήκες ομοφυλοφιλίας ή ξυλοδαρμού μέχρι θανάτου»

«Πολλά σου δίδαξε……… ο συγγενής Άλκη»
«Αυτά δεν είναι τίποτα. Όσα μπόρεσα να συγκρατήσω σου λέω. Η γλώσσα του ήταν ποταμός παραπόνων, θυμού, μελαγχολίας και θανατικού. Το καλύτερο το άφησε για το τέλος. Είπε: ότι είναι κανόνας και οι έρευνες το έχουν διαπιστώσει, ότι οι ανήλικοι κρατούμενοι που εγκλείονται σε Σωφρονιστικά Καταστήματα ακολουθούν στην συνέχεια μόνο εγκληματική σταδιοδρομία. Έγινα σαφής …………»

«Σου λέω Άλκη, ότι ο πατέρας μου ξεκαθάρισε σε μένα την υπόθεση. Το Αναμορφωτήριο ξέχνα το. Δεν ξέρω τι είναι, φαντάζομαι ότι είναι κάτι κακό. Περισσότερο κακό από το Σχολείο, από το Γήπεδο ...........»
«Έμαθες για τα άλλα παιδιά τι έγιναν Γιώργο;»
«Όχι ............»
«Η προοπτική του Αναμορφωτηρίου τους πανικόβαλε. Πήραν τις κάτω βόλτες ψυχολογικά. Ο Αχιλλέας ξάπλωσε στο κρεβάτι του και δεν λέει να σηκωθεί, τρεις ημέρες τώρα. Δεν ξέρω πως δικαιολογείτε. Ο Νικήτας πήρε το αμάξι του πατέρα του άνευ λόγου και πήγε στην Έδεσσα, στην αδελφή της μάνας του, έτσι απροειδοποίητα. Τους μήνυσε από εκεί, ότι προτιμά να πάρει τα βουνά, παρά να κλειστεί σε Αναμορφωτήριο»

«Ωχ, ωχ!! Είναι βλάκες. Πότε μίλησα μαζί τους; τους εξήγησα ότι ο πατέρας μου θα κάνει τα αδύνατα δυνατά, για να αποσιωπηθεί η υπόθεση ............να το είπα ..... έχει μέσον στην Αστυνομία, εκτός από το ότι υπηρετεί το Σώμα. Θα αποσιωπηθεί η υπόθεση γρήγορα ............»



***


Στο κρεοπωλείο του ΜΑΝΩΛΙΟΥ στην οδό Αγ. Δημητρίου, κοντά στην ομώνυμη εκκλησία, απαντιόνται, η Παπαδιά και η γυναίκα του γιατρού Νικολάου. Αποτελεί κανόνα οι γονείς συμμαθητών να πηγαίνουν στον ίδιο μπακάλη, στον ίδιο μανάβη, στον ίδιο κρεοπώλη. Η καθημερινότητα της ζωής είναι κοινή για όλους τους ανθρώπους. Περισσότερο ταιριάζει για αυτές τις οικογένειες που είναι μια γειτονιά.

«Κυρία Νικολάου τι κάνετε;»
«Παπαδιά, πολλή καλημέρα σας»
«Καλά που βρεθήκαμε, ήθελα να τα πούμε λιγάκι κυρία Νικολάου. Περνάμε δύσκολες στιγμές στην οικογένεια. Δεν έχουμε ζήσει τέτοιες άσκημες καταστάσεις μέχρι τώρα. Και η δική σου οικογένεια βρίσκεται σε αναβρασμό, το καταλαβαίνω. Ξέρεις τον Αχιλλέας μου, τον ψυχοπλάκωσαν οι τύψεις»

«Μην μου το λες»
«Ναι, ναι έχει ξαπλώσει στο κρεβάτι του για δύο τρις μέρες τώρα και δεν θέλει να σηκωθεί. Πήγα κοντά του, τον καλόπιασα <έλα Αχιλλέα, πες στη μάνα σου τι έχεις;> δεν απαντούσε. Δεν ήθελε ούτε φαγητό. Μόνο ένα ποτήρι νερό είχε στο τραπεζάκι του δωματίου και έπινε. Νοιώθω ανήμπορη, σαν μάνα του, να τον βοηθήσω. Αυτή η περιπέτεια με την ανήλικη τον έχει αναστατώσει»
«Θα σου πω και τα δικά μου μετά Παπαδιά. Συνέχισε ......»

«Προσπάθησα κυρία Νικολάου να του πάρω κουβέντες. Δεν θέλει να πάει σχολείο γιατί ντρέπεται τους καθηγητές του. Ξέρει ότι θα αρχίσουν το κήρυγμα περί ηθικής και τα τοιαύτα και θα εκνευριστεί. Ξέρει ότι μια μερίδα συμμαθητών θα του φωνάζουν από μακριά ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΡΙΟ, ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΡΙΟ. Αυτά τον εκνευρίζουν ιδιαίτερα και μπορεί να γίνει άγριο θηρίο. Να συμπλακεί και πάλι πίσω ανάμιξη με Αστυνομίες. Η κοινωνία φοβάται ότι τον αποδοκιμάζει συνέχεια με κάθε τρόπο. Δεν θέλει να βγει έξω, να πάει μια βόλτα, να ψωνίσει στον μπακάλη. Νομίζει ότι όλοι τον κοιτάζουν, τον αποδοκιμάζουν, δεν ξέρω πως να τον συνεφέρω. Παρακίνησα τον πατέρα του, να του μιλήσει, να του εξηγήσει την συμπαράσταση του σε αυτή την λανθασμένη κίνηση που έκανε. Αυτοί οι άνδρες, βλέπουν τα πράγματα τόσο ψυχρά. Ο Αχιλλέας είναι ένα άβγαλτο παιδί που παρακινήθηκε από τη φύση του, σε κάτι άσκημο. Ε!! Δεν χάλασε ο κόσμος!! Τι και αν υπάρχει νόμος που τιμωρεί τέτοιες πράξεις. Την ζωή δεν πρέπει να την τιμωρείς όταν ξεκινάει το ταξίδι της. Πρέπει να της συμπαραστέκεσαι»

«Παπαδιά καλά τα λες. Θα είμαι και εγώ αυστηρή με τον άνδρα μου. Αν παραμελήσει να συμπαρασταθεί στον Νικήτα μου, αν δηλαδή δεν πληρώσει <τα λύτρα του εκβιασμού> και παραπεμφθεί στο Δικαστήριο ο γιος μου, με πιθανή προοπτική να κλειστεί σε Αναμορφωτήριο, θα κλείσω την πόρτα του σπιτιού μου γι’ αυτόν. Τέλος .........»
«Καλή κίνηση για μια μάνα, κυρία Νικολάου. Έχουμε σύμμαχο και τη γυναίκα του δικηγόρου Στέφανου Παππά. Εγώ ανησυχώ, όταν βραδιάζει και βρίσκεται έξω. Δεν μπορώ να κοιμηθώ όταν πηγαίνει σε πάρτι συμμαθητή του και θα ανεχθώ την σκέψη του Αναμορφωτηρίου;»

«Ο Νικήτας μου πήρε το αυτοκίνητο του πατέρα του κρυφά και πήγε στην Έδεσσα, στο σπίτι της αδελφής μου. Τον αγαπάει και την αγαπάει πολύ και θεώρησε ότι κοντά της θα ήταν ένα σίγουρο καταφύγιο. Περιμέναμε να έλθει ο Νικήτας ......... περιμέναμε, μέχρι που ο πατέρας του ήταν έτοιμος να πάει στην Αστυνομία, να δηλώσει την εξαφάνισή του. Τραβήξαμε μεγάλη αγωνία εκείνη τη νύκτα. Και ποιον να ρωτήσεις; Σε ποιόν ν’απευθυνθείς; να πάρουμε σβάρνα τα Νοσοκομεία; Ευτυχώς η αδελφή μου μας πήρε κρυφά από τον γιο μου τηλέφωνο και ενημερωθήκαμε»

«Πήγε ο πατέρας του την άλλη μέρα στην Έδεσσα. Τον κουβέντιασε. Δυσκολεύτηκε να τον πείσει να γυρίσει σπίτι. Τα έβλεπε όλα μαύρα και μάλιστα με την προοπτική του Αναμορφωτηρίου. Επέμενε καλύτερα να πάρω τα βουνά, παρά να με κλείσουν σε Αναμορφωτήριο. Μα στα βουνά θα πεινάσεις, θα σε φάνε τα τσακάλια, θα πεθάνεις από το κρύο εκεί πέρα στο άγριο ύπαιθρο. Η απάντησή του ήταν σταθερή: δεν το μπορώ το Δικαστήριο. Τον πείσαμε ότι θα κάνουμε ότι είναι δυνατόν, για να αποφύγουμε την προοπτική του Δικαστηρίου.

«Πιστεύω ότι θα πάει η σύζυγος του Δικηγόρου, η κυρία Παππά, στην συνάντηση με τον Αστυνόμο Πέτρου. Εκεί θα πει όχι μόνο την άποψη της, αλλά και την άποψη μας. Θα είναι εκπρόσωπος όλων των μανάδων ............»

Η συζήτηση συνεχιζόταν, έτσι έντονη και με διακυμάνσεις. Ο χασάπης ο κυρ- Μανωλιός, όταν τελείωσε με την άλλη πελατεία, τις πλησίασε, τις καλημέρισε με σεβασμό και με χαμόγελο περίμενε την παραγγελία τους για κρέας. Οι κυρίες δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από την καταθλιπτική προοπτική της συζήτησής του. Κουβέντιαζαν και τα μάτια τους έβλεπαν μπροστά, περνούσαν τους τοίχους και τις βιτρίνες του καταστήματος και πήγαιναν σε μια αίθουσα Ακροατηρίου, εκεί στην πλατεία Κοραή, στον Πειραιά. Ένας δικαστής να βγάζει την απόφαση του, που είναι καταδικαστική για τα παιδιά τους. Η φωνή του χασάπη αντήχησε στα αυτιά τους.

«Ναι, ναι κυρ- Μανώλη θέλω ένα κιλό κιμά και ενάμισι κιλό κρέας μοσχάρι, σπάλα αν έχεις ..λέει η κυρία Νικολάου, ξαναγυρίζοντας στην πραγματικότητα.



***



«Δημήτρη πήρες τις πληροφορίες που σου ανέθεσα;»
«Μάλιστα κύριε Αστυνόμε. Ο τύπος, πρόκειται για τύπο, έχει μεγάλο μητρώο. Ο φάκελος του είναι παραφουσκωμένος. Ο κύριος Πίπης Καρμίρης δείχνει ότι έχει κάνει όλων των ειδών τα ποινικά αδικήματα, εκτός φόνου»
«Προσδιόρισέ μου Δημήτρη, την Μαριγούλα, είναι συνηθισμένα μεγαλωμένο κορίτσι; Πηγαίνει σχολείο; Την αγαπά η μάνα της; Ο πατέρας της τι ρόλο παίζει;»

Η οικογένεια μένει σε μια καμαρούλα <τρία επί δύο>
Η Μαριγούλα δεν πάει σχολείο. Τότε που πήγαινε, στο Δημοτικό φυσικά, ήταν καθημερινά αδιάβαστη και αφηρημένη. Οι συμμαθήτριές της δεν την έκαναν παρέα. Θεωρούσαν τον πατέρα της «κακό άνθρωπο» έτσι απροσδιόριστα, Αμφιβάλλω αν μπορεί να διαβάσει, έστω και μια γραμμή. Αναπτύχθηκε όμως με την εφηβεία της σε ένα ζουμερό θηλυκό, που το κοιτούσαν όχι μόνο οι νεαροί αλλά και οι άνδρες. Ο πατέρας της το κατάλαβε και γεύτηκε πρώτος τους καρπούς του κοριτσιού του. Ύστερα ξεκίνησε να βρίσκει <πελάτες στην κόρη του> αυτό αφήνουν να εννοηθεί οι γείτονες»

«Έχουμε δηλαδή ένα ανήλικο κορίτσι λίγο καθυστερημένο πνευματικά, ζουμερό θηλυκό, με σεξουαλική κακοποίηση από τον πατέρα, με αδυναμία να αποτινάξει την πατρική κυριαρχία και να υποκύπτει στους <πελάτες> που της δίνει ο πατέρας της. Οι στατιστικές λένε ότι φθάνει το 19% οι σεξουαλικές κακοποιήσει των παιδιών από τους γονείς, στο σύνολο όλων των μορφών κακοποίησης. Όμως ας προχωρήσουμε ........ ». Εύφορο και έτοιμο το έδαφος για να υποκύψουν στο πειρασμό οι νεαροί επιβήτορες μας»

Ο Υπαστυνόμος Δημήτρης συνεχίζει χωρίς σχόλια στις παρατηρήσεις του Προϊσταμένου του «Η μητέρα της δείχνει να είναι μια δυστυχισμένη. Απεριποίητη, φτωχικά ντυμένη, ξεμαλλιασμένη τις περισσότερες φορές, σέρνει τα πόδια, αν και είναι μικρή στην ηλικία, ακόμα και αν πάει στον μπακάλη»

«Ο πατέρας της είναι έκτακτος εργάτης του ΟΛΠ. Μικροαπατεώνας. Είναι προαγωγός της κόρης του και το σπουδαιότερο, έχει παρελθόν. Όταν ήταν νεαρός πηδούσε την αδελφή του. Έχει καταδικαστεί σε δύο χρόνια φυλακή με αναστολή, μετά από καταγγελία των γειτόνων και στην συνέχεια την έβγαλε στο κλαρί. Φαίνεται ότι δεν μπορούσε να κάνει το ίδιο με την γυναίκα του, το κορμί της δεν τον βοήθαγε σαν <επιθυμητό προϊόν>, αυτό το πραγματοποίησε με την κόρη του. Η αδελφή του έχει γίνει «μαντάμ» στην Νέα Σμύρνη, μπαινοβγαίνει στην φυλακή. Έχει τρεις μήνες φυλακή για συμμετοχή σε καυγά. Έκανε και κάνει τον νταή. Χειροδικεί στη γυναίκα και στην κόρη και τις διατηρεί τρομοκρατημένες κάτω από τις εντολές του»

«Άρα Δημήτρη» διακόπτει ο Αστυνόμος Πέτρου «έχουμε ένα ατού να διαπραγματευτούμε μαζί του, προς όφελος των νεαρών. Να τον απειλήσουμε με παραπομπή στον εισαγγελέα για αιμομιξία, με κάποια χρονάκια που θα φάει, αν το επιδιώξουμε»

«Ναι μπορούμε, να χρησιμοποιήσουμε τον μηχανισμό της Αστυνομίας»

«Το δίκαιο, Δημήτρη, είναι ανώτερο από το Νόμο». Εμείς έχουμε ορκιστεί να υπηρετούμε τον Νόμο. Καμιά φορά πρέπει να κοιτάζουμε και προς το Δίκαιο για σύγκριση. Η ζυγαριά της Δικαιοσύνης κλίνει περισσότερο προς τους νεαρούς, παρά προς τον εκβιαστή, αιμομίκτη, Πίπι Καρμίρη .........»

«Έχετε δίκαιο κύριε Αστυνόμε .........»
«Να ήταν ένας βιασμός ανηλίκου όπως αυτός του Γυμνασιάρχη, στο Πέραμα πέρυσι, το καταλαβαίνω. Δεν θα επέτρεπα σε κανέναν να παρεκκλίνει από την δικαιοσύνη. Ο εισαγγελέας θα αποφάσιζε για την πράξη του. Ας είχε αδελφό, συγγενή, φίλο, προστάτη τον Αρχηγό της Αστυνομίας, εγώ θα έκανα το καθήκον μου. Θυμάσαι την είδηση όπως μας ήλθε;
«Ποινική δίωξη για «βιασμό κατ εξακολούθηση, αποπλάνηση ανηλίκου κατ’ εξακολούθηση και κατάχρηση σε ασέλγεια άσκησε χτες ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιά κατά του 50χρονου Παν. Τ. Γυμνασιάρχη σε σχολείο της περιοχής του Πειραιά, μετά από μήνυση που κατέθεσε εναντίον του η μητέρα 14χρονης μαθήτριας. Ο εισαγγελέας άσκησε επίσης ποινική δίωξη σε βάρος της συζύγου του Γυμνασιάρχη για εξύβριση και απειλή.
Σύμφωνα με τη μήνυση της μητέρας της μαθήτριας, ο γυμνασιάρχης βίαζε την κόρη της από τότε που ήταν 12 χρόνων, μέσα στο σπίτι του, όπου της παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα. Την άφησε έγκυο και την υποχρέωσε να κάνει άμβλωση, ενώ απειλούσε πως αν αποκαλύψει το παραμικρό για όλα αυτά, την περίμενε το χάσιμο της σχολικής χρονιάς.
Η ανήλικη μαθήτρια αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει με λήψη μεγάλης ποσότητας αναλγητικών χαπιών. Μεταφέρθηκε αρχικά στο Τζάνειο Νοσοκομείο για να της παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες και κατόπι στον Ερυθρό Σταυρό που διαθέτει ψυχιατρικό τμήμα.
Ο Γυμνασιάρχης τέθηκε σε διαθεσιμότητα με απόφαση του Υπουργού Παιδείας.
Εδώ τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Πεντακάθαρος βιασμός ανηλίκου ...............»

«Περιμένουμε τους νεαρούς με τους πατεράδες τους. έτσι δεν είναι;»
«Σε μια ώρα από τώρα ..........»
«Έχουμε λοιπόν ώρα για διαπραγμάτευση. Οι νεαροί δεν πρέπει να πάνε στα Δικαστήρια, ας κλείσουν το στόμα του εκβιαστή με κάποια χρήματα. Αυτός είναι ο ρόλος μου, να αποκλείσω τα Δικαστήρια και να μειώσω υποφερτά τα λύτρα της απαλλαγής»


***

Στο γραφείο του Αστυνόμου Πέτρου, στην Γενική Διεύθυνση Πειραιά, στον πέμπτο όροφο, είναι μαζεμένοι όλοι ή σχεδόν όλοι οι ενδιαφερόμενοι για την υπόθεση εκβιασμού της ανήλικης Μαριγούλας. Ο Δημήτρης, ο βοηθός του Αστυνόμου, προσπαθεί να τακτοποιήσει σε θέσεις τους επισκέπτες, στους καναπέδες, στις καρέκλες, στις πολυθρόνες. Γέμισε η αίθουσα από τους νεαρούς επιβήτορες, από τους πατεράδες τους, από την μητέρα του Άλκη Παπά. Οι υποδείξεις του Δημήτρη έπιασαν τόπο. Σε λιγότερο από πέντε λεπτά, αφού κάθισαν, διέκρινες στην αίθουσα τις τρεις διαφορετικές στάσεις που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τον εκβιασμό της ανήλικης Μαριγούλας. Η λατρευτική διάθεση της μάνας, που δεν θέλει ούτε για αστείο να περάσει τα σκαλοπάτια του Δικαστηρίου ο γιος της. Η τακτοποίηση της υπόθεσης μεταξύ τους, έστω και με λύτρα εκβιασμού, που εκφράζεται από τον Αστυνόμο πατέρα. Τέλος η διάθεση να αντιμετωπίσουν το Δικαστήριο οι γονείς των αγοριών, με την πεποίθηση ότι θα βρουν οπωσδήποτε δίκιο.

Ο Αστυνόμος Πέτρου δεν κοιμήθηκε καλά όλη τη νύκτα. Άφηνε την φαντασία να τον κυριαρχεί. Ξέφευγε από τα υπηρεσιακά γρανάζια της καθημερινότητας και νοσταλγούσε κοινωνίες δικαίων, χωρίς αδικημένους. Ένας παράδεισος αγγέλων, χωρίς διαβόλους και παράσιτα. Εκείνη την ημέρα στην υπηρεσία του ενώ δεν μιλούσε, είχε μπροστά του το δίλημμα του εκβιασμού της ανήλικης Μαριγούλας. Πέρασε η ώρα και το μεσημέρι ανέβηκε, ως συνήθως την ανηφόρα της Βασ. Γεωργίου, εκεί στο άγαλμα της Μητέρας, όπου διατηρούσε διαμέρισμα, για φαγητό. Είχε συνεννοηθεί με τον Δημήτρη, τον βοηθό του, να ειδοποιηθούν όλοι οι εμπλεκόμενοι, να βρεθούν το απόγευμα στις πέντε η ώρα, στο γραφείο του, για να ξεκαθαρίσει, να πάρει ένα τέλος η υπόθεση.

Τέσσερις η ώρα το απόγευμα και βρίσκει τον Αστυνόμο Πέτρου ακόμα κατσουφιασμένο. Προτίμησε να πάρει την οδό Καραολή και Δημητρίου για να πάει στο Γραφείο του. Ήθελε να περπατήσει στους αγαπημένους δρόμους του Πειραιά, για να εκτονωθεί. Το έκανε πολλές φορές αυτό. Έπαιρνε την Ηραΐσκου και πήγαινε μέχρι τη γούβα του Βάβουλα, θαύμαζε τα αρχαία τείχη, ανέβαινε την ανηφόρα, έβγαινε ύστερα στην Βασ. Σοφίας και κατευθυνόταν προς το άγαλμα της Μητέρας. Έκανε μεγάλο κεφαλαίο Πι, έτσι για να βλέπει τα νεοκλασικά κτίρια του Πειραιά που σιγά σιγά τα κατάστρεφε ο χρόνος. Από την Καραολή και Δημητρίου στρίβει την Αλκιβιάδου και φθάνει στον Άγιο Κωνσταντίνο, την εκκλησία που αντικρίζει το Δημοτικό Θέατρο. Κάνει νοερά τον σταυρό του, την είχε αυτή τη συνήθεια, πίστευε περισσότερο στην εσωτερική επικοινωνία με το Θείο, παρά στις επιφανειακές ενδείξεις της πίστης του.

Ο Δημήτρης τον περίμενε στο γραφείο. Είχε συνεννοηθεί μαζί του για την συνάντηση. Περίμεναν ακόμα τον πατέρα της Μαριγούλας, τον Πίπη τον Καρμίρη. Είχε ειδοποιηθεί αλλά δεν είχε εμφανισθεί ακόμα. Είχε περάσει ήδη μισή ώρα από το ραντεβού. Έδωσε νέα εντολή στο ΣΤ Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής του Καρμίρη, να τον αναζητήσουν στο σπίτι του, στέλνοντας αστυφύλακα, αν δυστροπήσει να έλθει, να τον προσάγουνε με τη βία.

«Κύριε Υπαστυνόμε, θα έλθει ο κύριος Πέτρου ρωτά ο δικηγόρος ανυπόμονα.
«Είναι στον δρόμο έρχεται. Συνήθως κάνει καμιά βόλτα για να πάρει τις αποφάσεις του»
«Δεν βλέπω όμως τον κύριο Πίπη Καρμίρη» συνεχίζει ο δικηγόρος.
«Θα έλθει και αυτός έχει ειδοποιηθεί»

.............................................................................................................

«Καλησπέρα σε όλους» μπαίνει βιαστικά στην αίθουσα ο Αστυνόμος Πέτρου. Η καλησπέρα του μόλις ακούγεται. Πάντα βάζει τα σπουδαία μπροστά και πίσω τις ευγένειες. Είμαστε όλοι εδώ;»
«Όχι κύριε Πέτρου, λείπει ο Καρμίρης» λέει ο βοηθός του.
«Καλά, περιμένουμε. Λοιπόν κύριοι το δίλημμα που με τρώει τις τελευταίες ημέρες, είναι γνωστό σε εσάς. Το υπηρεσιακό καθήκον με προστάζει να γράψω τον καταγγελθέντα βιασμό στο Βιβλίο Συμβάντων της Αστυνομίας. Αυτό σημαίνει ότι θα επιληφθεί ο εισαγγελέας, με συνέπεια να πάει η υπόθεση στο Δικαστήριο. Οι νεαροί θα αντιμετωπίσουν την Δικαιοσύνη που πολύ δύσκολα θα τους δώσει δίκαιο»
«Α!!! Τι βλέπω εδώ είναι παρούσα και μια μητέρα. Είσαστε μητέρα του νεαρού .......»
«Άλκη Παππά. Εγώ εκφράζω την άποψη όλων των μανάδων, όχι μόνο των τεσσάρων νεαρών αλλά όλου του κόσμου, έπεσαν σε παράπτωμα τα παιδιά μας, ας μην τους παραπέμψουμε στη δικαιοσύνη, δώστε τους μια νέα ευκαιρία .......»

Ο Αστυνόμος Πέτρου συνεχίζει «βλέπω βέβαια τον εκβιασμό του πατέρα της ανήλικης Μαριγούλας. Την διαφθορά των ηθών. Βλέπω τον συνάδελφο μου και την αγωνίά του για την τύχη του γιου του. Κατανοώ την συμπεριφορά των πατεράδων που ζητούν τη δικαστική παραπομπή, με την πεποίθηση ότι θα αθωωθούν τα παιδιά. 

Εκείνη τη στιγμή κτυπά το τηλέφωνο. Το σηκώνει ο Δημήτρης, ο βοηθός του: «Εμπρός, τον κύριο Αστυνόμο; ναι!!»
«Αστυνόμος Πέτρου λέγεται. Α!! Ο Διοικητής του ΣΤ Τμήματος. Μάλιστα ακούω .........»

Ακούει για μερικά λεπτά. Κατεβάζει ακόμα πιο κάτω το κεφάλι προς το έδαφος. Δείγμα ότι βυθίζεται ακόμα σε μεγαλύτερες σκέψεις. Παρατηρεί το κάδρο του Ιησού Χριστού που έχει επάνω από το γραφείο του, λες και το βλέπει για πρώτη φορά και απαντά μονολεκτικά. Κάποια στιγμή τελειώνει.

«Κύριοι, όπως σας έλεγα το δίλημμα, που με βασάνιζε, που δεν έβρισκα λύση, που υπηρετώ στην Αστυνομία, που κάποιος θα αδικηθεί .................. λύθηκε»
«Ο Πίπης Καρμίρης σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Ερχόταν με το μηχανάκι του προς τον Πειραιά, στην διασταύρωση των οδών Αγχιάλου και Αιγαλέω, τον παρέσυρε ένα φορτηγό Διεθνών Μεταφορών. Φαίνεται ότι ο οδηγός ......... δεν τον είδε.
«Ο Αστυφύλακας που πήγε στο σπίτι του, τον βρήκε νεκρό στο κρεβάτι και τη γειτονιά να είναι μαζεμένη, στο φτωχικό σπιτάκι για τις πρώτες ανάγκες .......»

«Μετά από αυτή την εξέλιξη που πήρε η υπόθεση, το θέμα θεωρείται λήξαν. Και δεν θέλω να ακούσω καμία συνέχεια .....»
«Μια ευχή μόνο. Αν μπορεί κάποιος να βοηθήσει την δυστυχισμένη σύζυγο να βρει δουλειά και την Μαριγούλα να σταματήσει την συνήθεια της ερωτικής καταστροφής της» 



Σημ: Οποιαδήποτε ομοιότητα με την πραγματικότητα είναι εντελώς συμπτωματική

Δείτε πίνακα διηγημάτων στην Ανάρτηση της 6/5/2014


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου