Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Επιδρομή στο Νεκροταφείο (Αστυνομικό Διήγημα) 13 Μαΐου 2014




Επιδρομή στο Νεκροταφείο (Αστυνομικό Διήγημα) 13 Μαΐου 2014



Διηγήματα
Με πρωταγωνιστή τον Αστυνόμο Πέτρο Πέτρου,
τον απλησίαστο 2Π

1.Οι Νεαροί Επιβήτορες
2.Φαλτσέτα χωρίς Αίμα
3.Ο Γρηγόρης ο Γόης
4.Παράθυρο Φονιάς
5.Το Πρώτο μου Σκασιαρχείο
6.Αεροπορική Χρηματαποστολή
7.Εργατικό ατύχημα
8.Το Παρκάρισμα
9.Ο Μπαμπίτης ο Μάγκας
10.Κληρονομητήριο
Επιδρομή στο Νεκροταφείο


«Ξάδελφε έρχεσαι παρέα; πάω για ανάκριση στην Ανέζα. Ένα χωριό εδώ στον κάμπο, στα δέκα χιλιόμετρα από την Άρτα. Μια υπόθεση για μάγισσες, φαντάσματα μοιρολατρίες, νεκροταφεία αλλά και απόπειρα ανθρωποκτονίας εξ αμελείας»
«Δεν με ξενίζουν οι λέξεις μάγισσες, μοιρολατρίες και τα φαντάσματα δεν με φοβίζουν ……… όμως συναντήσαμε και διαλευκάναμε αρκετά στην επαγγελματική μας καριέρα»
«Έλα τώρα, μια ακόμα φορά δεν βλάπτει»
«Έχεις δίκιο δεν βλάπτει…….»
«Θα έλθεις μαζί μου για ερωτήσεις ………….. θα ανακρίνω μερικούς που συμμετείχαν στην επιδρομή του νεκροταφείου …………… έχουν βάλει το χεράκι τους ………»
«Θα έλθω, θα έλθω. Θα αφήσουμε τις γυναίκες να κουβεντιάσουν τα δικά τους, εμείς στο <δικό μας> καθήκον»
«Εσύ έχεις και τις διακοπές σου …….. είσαι εν μέσω διακοπών ……….. δεν είσαι υποχρεωμένος ………» λέει ο Πέτρος της Άρτας.
«Χαζά λόγια, ζω με τα αστυνομικά συμβάντα, δεν μπορώ να αποφύγω τον εθισμό …………. Άλλωστε αγαπώ τη δουλειά μου. Ο τουρισμός, δεν λέω, σου προσφέρει περιήγηση και μια ομορφιά θέας, εγώ επιθυμώ να γνωριστώ με την περιοχή, να την νιώσω σε μια καθημερινότητα.
<Λοιπόν, τι λες ξάδελφε ενωμοτάρχη, ε;> και κούνησε σιγανά το κεφάλι του, να πάρει μια επιβεβαίωση.
<Καλή μέχρι άριστη η άποψη σου, λιγάκι περίεργη, όμως θα την συνηθίσω> γέλασαν και οι δύο με την παρατήρηση.

«Φεύγουμε; ……»

Ο Αστυνόμος Πέτρος Πέτρου ήταν για διακοπές στην πόλη της Άρτας. Στην πρωτεύουσα του Νομού Άρτας, στην Ήπειρο. Ήταν μια πρόκληση τα τοπικά αστυνομικά συμβάντα, για τον αστυνόμο του Πειραιά, κάθε φορά που αποφάσιζε να πάει διακοπές οικογενειακώς, σε τέτοια καλοκαιρινή περιπλάνηση. Δεν αγάπαγε ιδιαίτερα τις διακοπές ο Πέτρου, διακοπές ένιωθε κάθε μέρα στο γραφείο του, με το επιτελείο του, στο Αστυνομικό Μέγαρο του Πειραιά, στο κεντρικό δρόμο, Ηρώων Πολυτεχνείου, πρώην Βασιλέως Κωνσταντίνου.

Βρισκόταν φιλοξενούμενος στον ξάδελφο του, Πέτρο Πέτρου της Χωροφυλακής στη Διεύθυνση Άρτας. Δύο αδελφών παιδιά, οι αστυνόμοι, μιλούσαν σχεδόν σε καθημερινή βάση από το τηλέφωνο. Συνήθως για υπηρεσιακά θέματα. Ο ομώνυμος Πέτρου της Άρτας, σεβόταν τη γνώμη και την τακτική, του πρώτου εξαδέλφου της Διεύθυνσης Πειραιά. Ήταν μια φιλική και συγγενική απόλαυση, οι μόνιμες συνομιλίες των δύο ανδρών. Η διαφορά της πολυπληθούς πολιτείας του Πειραιά, σαν υπογάστριο της μητροπολιτικής Αθήνας, ερέθιζε για απόκτηση προχωρημένης γνώσης, σε σχέση με την πόλη της Άρτας που συγκέντρωνε μεγάλες μάζες γεωργικού πληθυσμού της γύρω περιοχής.

Ο αστυνόμος Πέτρου του Πειραιά, διευκρίνιζε με κάθε ευκαιρία στον ξάδελφό του, τη θεωρία του για τις διακοπές. <Νιώθω την ανάγκη της αλλαγής να με κυριεύει πολλές φορές. Μια ανάγκη που γίνεται μαρτύριο. Όχι όμως για να πάω να ξεκουραστώ, να σταματήσω να σκέπτομαι, να χαλαρώσω τη δραστηριότητα μου. Στην περιοχή που θα επιλέξω για διακοπές, θα πρέπει να υπάρχει και κάποιος που να μου δείχνει τη ζωή, σχεδόν σε καθημερινή βάση, τις τοπικές και κοινωνικές συνήθειες. Να πηγαίνω μαζί του στη δουλειά, να τρώω μαζί του μεσημεριανό, να ξεκλέβουμε χρόνο για κανένα καφέ σε παράνομα και νόμιμα στέκια, να γευόμαστε το αλκοόλ της περιοχής, ούζο είναι αυτό, τσίπουρο είναι, τσικουδιά είναι. Μπορεί να είναι μπύρα ή κρασί, όλα είναι καλοδεχούμενα>.

<Να αισθανθώ σαν κάτοικος αυτής της περιοχής, όχι σαν τουρίστας, σαν προσωρινός επισκέπτης που τον καλοδέχονται. Δεν συμπαθώ μόνο, μια επιφανειακή γνωριμία με το περιβάλλον, θέλω τον ζωντανό κόσμο, τη δημιουργική ζωή του τόπου, την οικονομική δραστηριότητα, τα κυκλώματα διασκέδασης της νεολαίας, των παράνομων και της οικογένειας. Θέλω συμμετοχή>.

Ο ενωμοτάρχης Πέτρου της Άρτας είχε χρόνια την επιθυμία να μετατεθεί στην Αθήνα ή τουλάχιστον στη Θεσσαλονίκη. Ήθελε να αλλάξει τόπο εγκατάστασης η οικογένεια του. Μια ζωή, από τότε που γεννήθηκε  ζούσε στην επαρχία, την είχε <φάει με το κουτάλι>. Θα ένιωθε το λυτρωμό του πολιτισμένου ανθρώπου αν ζούσε για παράδειγμα, σε ένα διαμέρισμα της Λεωφόρου Αλεξάνδρας στην Αθήνα ή  στην Τσιμισκή της Θεσσαλονίκης. Να νιώσει και αυτός τον πολιτισμό της πρωτεύουσας ή τουλάχιστον της συμπρωτεύουσας. Να γνωρίσει από κοντά τη Φίλωνος και τη Νοταρά της Τρούμπας του Πειραιά. Είχε ακούσει τόσες και τόσες ιστορίες από τον ξάδελφο. Ύστερα είχε και την καταπίεση της γυναίκας, δεν έχανε την ευκαιρία να του θυμίζει τις υποσχέσεις του, προς και μετά το γάμο τους.

Οι δύο άνδρες πήραν το τζιπ της υπηρεσίας, απομεινάρι στρατιωτικών προμηθειών του τελευταίου μεγάλου πολέμου, ήταν η δεκαετία του πενήντα, προχωρημένη ουσιαστικά, και τα αυτοκίνητα δεν περίσσευαν στις υπηρεσίες της Χωροφυλακής. Και οι δύο άνδρες, δεν φορούσαν τις υπηρεσιακές τους στολές, ήταν μια συνήθεια σνομπισμού για τα ελληνικά πράγματα εκείνη την εποχή, ακόμα και σήμερα κρατάει αυτή η λογική. Δεν χρειαζόταν να φορέσουν άλλωστε στολές για να δείξουν την ιδιότητα τους, το τζιπ ήταν γνωστό και στον μικρότερο κάτοικο της περιοχής, από την Άρτα μέχρι τη Φιλιππειάδα, μέχρι την Πρέβεζα. Όλοι οι κάτοικοι από τα ενδιάμεσα χωριά του κάμπου έβλεπαν με κάποιο <δέος> να τσουλά στους χαλικόστρωτους δρόμους το γνωστό τζιπ. Ακόμα και η διέλευση ήταν μια είδηση για αυτούς. Σε πολλά σημεία αυτής της περιοχής, του νομού Άρτας, δεν έπιαναν ούτε καν ραδιόφωνο, οι εφημερίδες ήταν συνήθως προνόμιο των λίγων αστών κατοίκων της.

Το τζιπ περνούσε από το πέτρινο <γεφύρι της Άρτας> και ο ενωμοτάρχης Πέτρου της Άρτας, δεν έκλεινε στιγμή το στόμα του. Ήθελε να περιγράψει την περιοχή και την ιστορίας της. Αγαπούσε τον τόπου που υπηρετούσε και το έδειχνε σε κάθε πρότασή του. Μίλαγε για τον Πρωτομάστορα και τους σαράντα δύο μαστόρους του γεφυριού, για τη θυσία της γυναίκας του, για τη δυσκολία να στηθεί. Ακόμα και σήμερα οι μεγάλες και πολλές καμάρες του γεφυριού δίνουν μια περιπετειώδη μορφή στη διέλευσή του. Μια διαδρομή σε μεγάλο ύψος, από το επίπεδο των νερών που τρέχουν, αιωρούμενοι. Όταν αυτό το πέρασμα γίνεται με αυτοκίνητο την κάνει ακόμα πιο περιπετειώδη. Το τζιπ χοροπηδούσε όταν άφηνε πίσω του τις μεγάλες καμάρες. Το ανώμαλο έδαφος του οδοστρώματος κλυδώνιζε επικίνδυνα το αυτοκίνητο και ένας ασυνήθιστος σε αυτά φανταζόταν ότι θα έπεφτε από στιγμή σε στιγμή στο γεμάτο ποτάμι, από το ύψος των δέκα μέτρων. Τέτοιες σκηνές ο αστυνόμος Πέτρου του Πειραιά μόνο στα αμερικανικά έργα του Τζων Γουέιν, των κινηματογράφων της πόλης του, μπορούσε να φανταστεί. Όμως το απολάμβανε. Είχε λίγο από τα στοιχεία του κινδύνου και της περιπέτειας μέσα του.

Το τζιπ αντί να στρίψει δεξιά προς τη Φιλιππειάδα και τα Γιάννενα, προχώρησε ίσια το δρόμο στον κάμπο της Άρτας. Μετά την αναγκαστική επιβράδυνση της ταχύτητας του στο γεφύρι, άρχισε να αναπτύσσει ταχύτητα στον χαλικόστρωμα.

«Πέτρο θα περάσουμε τους Κωστακιούς, είναι μια από τις κωμοπόλεις του κάμπου με πολλούς μπαξέδες και θα πάμε να πάρουμε καταθέσεις από δύο μάρτυρες που είναι κάτοικοι στο κεφαλοχώρι της Ανέζας. Οι μάρτυρες μας περιμένουν στο καφενείο της κεντρικής πλατείας του χωριού. Οι πληροφορίες μιλούν για φαντάσματα, μάγια και ένα σοβαρό τραυματισμό νεαρού παιδιού, εκ πρώτης όψεως φαίνεται για ανθρωποκτονία εξ αμελείας. Το τελευταίο μας κέντρισε το ενδιαφέρον. Να δούμε τουλάχιστον τι συμβαίνει εδώ και ένα δεκαπενθήμερο εκεί.
»Το νεαρό παιδί μεταφέρθηκε χθες στο κρατικό Νοσοκομείο της Άρτας, σε άσκημη κατάσταση. Μια βαριά κάκωση στη δεξιά κροταφική περιοχή, παραλίγο να στοιχίσει στη ζωή του. Από ότι μου ανέφεραν, ο νεαρός έχει διαφύγει τον κίνδυνο και παραμένει στο Νοσοκομείο για ανάρρωση. Σε δύο τρεις μέρες θα επιστρέψει στο σπίτι του και στη δουλειά του.

»Σε ερωτήσεις του βοηθού μου, στο νεαρό παιδί, δεν μπορέσαμε, να μάθουμε την αλήθεια. Δεν θέλαμε να πιέσουμε περισσότερο το νεαρό, μέχρι να αναρρώσει ………»

Το τζιπ προχωρούσε στον χαλικόστρωτο δημόσιο δρόμο, αφήνοντας μια μεγάλη στήλη σκόνης. Οι δρόμοι του κάμπου το καλοκαίρι αφήνουν σκόνη και το χειμώνα κολλάς στο βούρκο, όχι μόνο με το αυτοκίνητο αλλά και με τις μπότες σου.  Είχαν αφήσει αρκετά πίσω και δεξιά τους τον Νομαρχιακό δρόμο που οδηγούσε στη Φιλιππειάδα και στα Γιάννενα και περνούσαν τώρα από την άκρη των Κωστακιών. Όσο προχωρούσαν στο χαλικόστρωτο δημόσιο δρόμο, αριστερά και δεξιά τα χωράφια ήταν φυτεμένα με πορτοκαλιές. Οι μπαξέδες, αυτή ήταν η τοπική διάλεκτος για τους πορτοκαλεώνες, έδιναν αυτό το πράσινο φόντο στην περιοχή. Οι κάτοικοι της κωμόπολης Κωστακιοί είχαν μεγάλα εισοδήματα από την καλλιέργεια των μπαξέδων, είχαν τη φήμη μεγαλοκτηματιών.

«Θα πάμε πολύ μακριά» παρατηρεί ο φιλοξενούμενος Πέτρου.
«Όχι, σε λιγάκι θα στρίψουμε αριστερά»
«Παντού οι πορτοκαλιές, τα περίφημα πορτοκάλια της Άρτας ……….» ψιθυρίζει με θαυμασμό ο φιλοξενούμενος αστυνόμος.
«Τα πορτοκάλια της Άρτας είναι ένα εθνικό προϊόν. Σχεδόν όλη η παραγωγή φεύγει για το εξωτερικό ……..»
«Δεν καλλιεργούν άλλα γεωργικά προϊόντα;»
«Πως, σε μερικά μέρη ρύζι, σε άλλα αραποσίτι και τριφύλλι πολυετές»
«Πράσινος τόπος, πράσινα όλα» χαμογελά όλο σκέψεις ο φιλοξενούμενος αστυνόμος Πέτρου, κάνοντας χωρίς να το θέλει συγκρίσεις «αυτή την εποχή η Αττική γη είναι καφετιά, ξερή, εδώ το χορτάρι, Αύγουστος μήνας, είναι πράσινο, ζωηρό, έτοιμο να μεγαλώσει ακόμα περισσότερο …..»
«Εμείς εδώ δεν ξέρουμε την ώριμη και ξερή περίοδο της ζωής του αγριόχορτου, μεγαλώνει, μεγαλώνει, θεριεύει, περιμένοντας τον κλαδευτή, περιμένοντας την κοσιά ……..»
«Κοσιά; τι εστί ;»
«Το ειδικό δρεπάνι που κόβουν το χορτάρι, με το μεγάλο άνοιγμα του σιδερένιου κοφτερού τόξου του και το μακρύ κοντάρι ………»

Ο φιλοξενούμενος Πέτρου από το πλαστικό τζάμι του τζιπ, θαύμαζε το διερχόμενο τοπίο και την υγρασία που έβγαζε σαν αχνό, η πράσινη, η έντονα πράσινη βλάστηση.



***


«Καλώς την εξουσία» ήταν ο χαιρετισμός όλων των θαμώνων του καφενείου. Το καφενείο βρισκόταν στην κεντρική πλατεία του χωριού. Η ρυμοτομία του είχε ένα περίεργο σχήμα. Ήταν κτισμένο σε μια ευθεία γραμμή γύρω στα τρία τέσσερα χιλιόμετρα. Ένας ευθύς λασπιάς δρόμος, με μια μικρή καμπύλη προς το τέλος, με το κέντρο του να σχηματίζει μια πλατεία με τον καθιερωμένο αειθαλή πλάτανο. Από την μια και την άλλη πλευρά του δρόμου, τα σπίτια του χωριού, άλλα πέτρινα άφθαρτα πλούσια, άλλα πλινθόκτιστα φτωχικά καλύβια.

Το εσωτερικό περιβάλλον του καφενείου ήταν φτωχικό, έντονα αγροτικό. Καμιά δεκαριά τραπεζάκια με τις ξύλινες ψάθινες καρέκλες τους. Στους τοίχους του καφενείου, όπου δεν υπήρχαν τζάμια, είχαν αναρτηθεί πολλές εικόνες, χάρτες και φωτογραφίες. Εικόνες της Παναγίας ακριβώς πάνω από τον Πάγκο του καφενείου, που συντροφεύετε πάντα από τις φωτογραφίες του Βασιλέα Παύλου και της Βασίλισσας Φρειδερίκης. Μερικές φωτογραφίες της οικογένειας του καφετζή, οι γονείς του, κάποια αδέλφια του που πήγαν να δουλέψουν στη θάλασσα, τα πρώτα εγγόνια που του χάρισαν οι παντρεμένες κόρες του. Σε αυτή την περιοχή, οι κοπέλες παντρευόντουσαν στα δέκα τρία, δέκα τέσσερα χρόνια τους. Οι χάρτες παρουσίαζαν τη γεωφυσική και πολιτική Ελλάδα και όχι μόνο, παρουσίαζαν τους πρωθυπουργούς της από τη σύσταση του ελληνικού κράτους. Μια γνώση για καθημερινή συζήτηση, μεταξύ ούζου και φιστικιού.

«Καλησπέρα ……..» αντιχαιρέτισαν οι δύο άνδρες της Αστυνομίας.
«Ποιοι είναι ο Μπάκιας Παύλου και ο Τόλιας Λάμπρου;»
«Εδώ είμαστε» σηκώθηκαν δύο θαμώνες στην άκρη του καφενείου, από την αριστερή μεριά όπως μπαίνουμε στο καφενείο. Οι δύο άνδρες της αστυνομίας προχώρησαν προς το μέρος τους. Σιγά, σιγά αυτοί που καθόντουσαν μαζί τους και γύρω τους, σηκωνόντουσαν με τρόπο και απομακρύνονταν, έτσι σχηματίστηκε ένα κενό ασφάλειας μεταξύ των ευρισκομένων στο καφενείο και αυτών που επρόκειτο να ανακριθούν …………..

«Λοιπόν παιδιά» ξεκίνησε την ανάκριση ο ενωμοτάρχης Πέτρου της Άρτας «πες μου εσύ Μπάκια Παύλου !!, στα γεγονότα κατ’ ευθείαν, όχι περιττά λόγια » Ο Μπάκιας Παύλου περιορίστηκε να κουνήσει το κεφάλι του, σε μια καταφατική κίνηση χωρίς να διαμαρτυρηθεί.
«Κυρ Νωματάρχη, εδώ και δέκα πέντε μέρες ακουγόταν, μόλις βράδιαζε, ένα περίεργος θόρυβος. Αυτός ο θόρυβος ερχόταν από την εκκλησία. Μάλιστα πίσω από το Ιερό, στο νεκροταφείο. Ήταν ένας θόρυβος, κάτι σαν ένα σφυρί που βάραγε το έδαφος. Ακουγόταν μόλις πλησίαζες στα δέκα βήματα την πόρτα της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου. Αυτοί που έχουν σπίτια κοντά στην εκκλησία και στο νεκροταφείο, δεν τολμούσαν να ξεμυτίσουν όταν σουρούπωνε. Φοβόντουσαν τα τον περίεργο θόρυβο, το μυαλό τους πήγαινε σε φαντάσματα ……..»
«Ο Άγιος Νικόλαος είναι η εκκλησία σας;»
«Ναι»
«Και που είναι το παράξενο; που είναι τα φαντάσματα; τα είδε κανείς;»
«Που και που βλέπαμε σκιές, άλλοτε λίγες άλλοτε μία. Λες και είχαν κατέβει κάποιοι άγγελοι, διάβολοι, ξέρω και εγώ, από  τον ουρανό και μας προειδοποιούσαν ότι κάτι θα συμβεί, φοβηθήκαμε ………»
«Για πόσες ημέρες ακουγόταν αυτός ο θόρυβος ……. των φαντασμάτων ……»
«Σας είπα δέκα, δέκα πέντε μέρες» και γύρισε το κεφάλι του στους συγχωριανούς του «έτσι παιδιά;» Η ομήγυρη το επιβεβαίωσε με μια φωνή «Έτσι είναι, έτσι είναι !!!»
«Ποιος άκουγε αυτό το δυνατό κτύπο;»
«Όσοι πέρναγαν από αυτό το μέρος, εκεί κοντά στο ξεκίνημα της νύχτας. Συνεχιζόταν βέβαια για πολύ ώρα. Διαδόθηκε από στόμα σε στόμα, σε όλο το χωριό. Το πράγμα έγινε ακόμα πιο παράξενο, αφού εκεί θάβουμε και του νεκρούς μας ……….. βλέπαμε τακτικά τις σκιές να πηγαινοέρχονται …….. μας έπιασε ένας φόβος»
»Όλοι οι κάτοικοι του χωριού απέφευγαν να περνούν από τον Άγιο Νικόλαο, πολύ περισσότερο όταν νύκτωνε. Φοβόντουσαν τα φαντάσματα. Μερικοί ήταν πιο θαρραλέοι. Ένας από αυτούς ήμουν και εγώ. Όχι βέβαια και πολύ θαρραλέος, μέσα στην απελπισία μου κυριάρχησε η οργή. Από τη γωνία παρακολουθούσα το φάντασμα μπαμ ……… μπουμ ………. μπαμ, μπουμ, χωρίς φωνές, χωρίς ψιθύρους»

«Εσύ Τόλια Λάμπρου, τι έχεις να μας πεις;»
«Διαδόθηκε ότι κάποιο φάντασμα, με τους συντρόφους του, βρισκόταν πίσω από τον Άγιο Νικόλαο, στο νεκροταφείο. Μερικοί συγχωριανοί συμβουλεύτηκαν τους γεροντότερους του χωριού. Ρωτούσαν αν θυμόντουσαν κάτι παρόμοιο από το παρελθόν. Οι σοφοί γέροντες τους συμβούλευαν αρνητικά, <φαντάσματα δεν υπάρχουν, είναι μόνο στη φαντασία σας> συμπέραιναν. Ο θάνατος είναι ένα μεγάλο κενό, γιαυτό το φοβόμαστε. Άλλοι χωριανοί πήγαν στις γυναίκες που ήξεραν από μαγικά, να τις συμβουλευτούν, να αντιμετωπίσουν το κακό, το φάντασμα. Να το ξορκίσουν. Δεν είχαν καθησυχάσει από τις συμβουλές των σοφών γερόντων τους. Η αλήθεια είναι ότι έπρεπε να το αντιμετωπίσουμε γρήγορα και συμπληρωματικά, να το πολεμήσουμε!!»
»Η κυρά- Τόλαινα, μια γριά εκατό χρόνων του χωριού, μου παρήγγειλε να βρω έναν θαρραλέο χωριανό, θα ξόρκιζε το ξωτικό, θα το αλάφιαζε και όταν βρισκόταν σε αδυναμία, να βρεθεί ένας άνδρας να το τραυματίσει, να το φοβίσει να φύγει μακριά, το καταραμένο, από το χωριό»

»Έτσι και έγινε. Για δύο τρεις ημέρες οι γυναίκες με μαγικά ξόρκιζαν το φάντασμα. Ο παππάς του χωριού συμμετείχε και αυτός με ότι ήξερε, έκανε συνέχεια ευχέλαια και πάλι ευχέλαια. Ο θαρραλέος άνδρας περίμενε την ευκαιρία, με ένα γερό πλίνθο  στο χέρι, δέκα μέτρα μακριά από εκεί που ακουγόταν το μπαμ- μπουμ, μπαμ –μπουμ στο Νεκροταφείο»

»Ξαφνικά ακούστηκε ένα φφφφσσς και ένα γκαπ. Είχε φύγει ο πλίνθος από το χέρι του χωριανού και ταξίδευε στον αέρα με προορισμό το μέρος που ακουγόταν το γκαπ- γκουπ. Τότε ήταν που ακούστηκε ένας διαφορετικός θόρυβος και μια φωνή, όλοι υπόθεσαν ότι χτυπήθηκε το φάντασμα. Από το τοιχίο του Νεκροταφείου ξεπετάχτηκε μια σκιά, έμοιαζε με ανθρώπινο σώμα και σωριάστηκε στη λάσπη. Παρατηρήσαμε ταυτόχρονα ότι πέρα στην άλλη άκρη, δύο σκιές πηδούσαν το τοιχίο και χάνονταν στην νύχτα»

»Ο θαρραλέος που πέταξε τον πλίνθο, πλησίασε σιγά, σιγά τη σκιά, που είχε πέσει στη λάσπη, από τη μεριά που βλέπαμε. Κοίταξε καλύτερα, είχε αναπτυγμένο βλέμμα στη νύκτα και φώναξε στους άλλους που περίμεναν στη γωνία του κοντινού καφενείου <ελάτε, ελάτε άνθρωπος είναι, όχι φάντασμα> και έβαλε τα γέλια με τους φόβους του. Αν και ήταν σκοτάδι παρατήρησε με έκπληξη τα νεαρά χαρακτηριστικά της σκιάς. <βρε αυτός είναι ο γιος του συγχωριανούς μας, του θείου-Γιώργου> φώναξε με δυνατή φωνή. Είχε τραυματισθεί, φαινόταν ότι ήταν σοβαρά. Αίμα φαινόταν στο πρόσωπο του. Δεν κουνιόταν καθόλου, μια ακίνητη σκιά, αυτό ήταν όλο. Ήταν λιπόθυμος, ήταν πεθαμένος; δεν μπορούσε να το διαπιστώσει. Άρχισε να τρομοκρατείτε. Λες σαν έκανε κανένα κακό χωρίς να το θέλει;»

»<Παιδιά τρέξτε, είναι ο Χρήστος, ο γιος του θείου –Γιώργου> επανέλαβε <Φέρτε ένα κάρο να τον πάμε στο νοσοκομείο, γρήγορα στην Άρτα, το παιδί είναι λιπόθυμο. Το κακό δεν αργεί να γίνει, γρήγορα>
«Μετά τι έγινε» ρωτάει ο νωματάρχης Πέτρου αυστηρά «βρήκατε τους άλλους που διέφυγαν;»
«Όχι»
«Ρωτήσατε τους συγχωριανούς σας; κάτι πρέπει να ήξεραν …………»

Δεν ακούστηκε καμιά απάντηση. Έπεσε σιγή νεκρική. Οι αστυνομικοί περίμεναν με υπομονή. Ήξεραν ότι η σιωπή έχει τα δικά της εκβιαστικά στοιχεία. Τρυπάει την ψυχή και ύστερα υποτάσσει το μυαλό. Είναι σπουδαίο εργαλείο ανάκρισης. Όσο περισσότερο περίμεναν, τόσο περισσότερο ο φόβος τρύπωνε στους εξεταζόμενους. Ήξεραν από πείρα οι δύο άνδρες που ανάκριναν, ότι δεν μπορούσαν να το αντέξουν οι ανακρινόμενοι, θα έσπαγαν ………

«Σας ρωτήσαμε κάτι, θα απαντήσετε; ποιοι είναι οι συνεργάτες της;» και η φωνή του ενωμοτάρχη Πέτρου ανέβηκε σε τόνους «Θα ρωτήσατε οπωσδήποτε τον νεαρό που τραυματίσατε ……….. θα μάθετε»
«Δεν θέλαμε να τραυματίσουμε κανέναν, νομίζαμε ότι ήταν φάντασμα. Κάναμε μια κίνηση άμυνας ……….»
«Μια άμυνα που σκοτώνει …………. Ανθρωποκτονία, ευτυχώς που φαίνεται να είναι εξ αμελείας»
«Κυρ Νωματάρχη ……………»
«Μια άμυνα που σκοτώνει επαναλαμβάνω. Αυτό τιμωρείται ………»
«Δεν ξέρουμε τα ονόματα των συνεργατών του Χρήστου ……. θα τα μάθουμε σύντομα ……..»
«Ξάδελφε, σ’αυτό το ερώτημα θα απαντήσει σίγουρα ο νεαρός στο νοσοκομείο ……….. άφησε τους. Να κρατήσεις το όνομα αυτού που πέταξε τον πλίνθο, θα μας χρειασθεί για αργότερα. να δούμε τι κατηγορίες θα του επιβάλλουμε. Πρέπει να βρούμε και τον πλίνθο, να τον κατασχέσουμε είναι τεκμήριο» λέει ο αστυνόμος Πέτρου του Πειραιά. Ο ενωμοτάρχης της Άρτας συγκατένευσε στην παρατήρηση του ξάδελφου και συνέχισε την ανάκριση
«Το όνομα αυτού που πέταξε τον πλίνθο» και έβγαλε το υπηρεσιακό μπλοκάκι με το μολύβι.
«Ο Ανδρέας του Ντίνου Κούτρα είναι»
«Πήγατε την άλλη μέρα, στο φως του ήλιου στον Άγιο Νικόλαο;»
«Πρωί, πρωί, πήραμε τον πρόεδρο της Κοινότητας, μαζί με τον Παπά του χωριού και πήγαμε στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Πρώτα κάναμε ένα ακόμα τρισάγιο για καλό και για κακό. Ύστερα ψάξαμε τριγύρω. Δεν είδαμε καμιά αλλαγή στο Νεκροταφείο. Οι νεκροί ήταν όπως πάντα στη θέση τους. Ψάξαμε καλύτερα πιο περισσότερο. Εκεί πίσω στο ιερό της εκκλησίας παρατηρήσαμε κάτι τρύπες. Βαθιές τρύπες. Δεν έβλεπες την άκρη τους στο βάθος. Πήραμε ένα μακρύ ξύλο και το βυθίσαμε όσο έπαιρνε. Πήγαινε ίσα με μια οργιά, είχαν κάνει πολλές, πάρα πολλές τρύπες σε ευθεία από το ιερό της εκκλησίας, μέχρι το αντικριστό μαντράκι που τελείωνε το νεκροταφείο. Είχε σχηματισθεί ένας μεγάλος διάδρομος πλάτος όσο το ιερό της εκκλησίας, από τρύπες»

“Σας θυμίζουν κάτι οι τρύπες, ξέρετε τον σκοπό που φτιάχτηκαν; ποιος είναι ο κατασκευαστής;”

«Να σας πούμε. Ησυχάσαμε λιγάκι. Λέγαμε βέβαια ότι ήταν φάντασμα, φαντάσματα, ξωτικά και τρέχαμε στις μάγισσες και στα μαγικά. Τώρα βλέπουμε πιο ξεκάθαρα. Είμαστε όλο αγωνία, να δούμε τι θα πει και ο Χρήστος ο γιος του Θείου Γιώργου ……..»
 «Ο Ανδρέας Κούτρας είναι γιος της Θεοδωραίσσας;»
«Ναι»
«Που βρίσκεται τώρα;»
«Είναι σπίτι του»
«Να πάτε αν τον φωνάξετε. Θέλουμε να τον ανακρίνουμε. Έχει άμεση σχέση με την υπόθεση. Πετάξου μέχρι το σπίτι του» λέει ο ενωμοτάρχης.
«Δεν είναι εκεί. κρύβετε. Φοβάται ………..»
«Πέταξε τον πλίνθο. Τραυμάτισε άνθρωπο. Δεν έχει περάσει το εικοσιτετράωρο του αυτόφωρου, ο νόμος λέει να τον συλλάβουμε…… το ξέρει αυτό και κρύβεται έτσι;»
«Έτσι είναι κυρ- ενωμοτάρχη. Φυλάγεται από το νόμο των ανθρώπων, που πολλές φορές είναι άδικος »
«Το υπηρεσιακό μου καθήκον λέει να τον συλλάβουμε. Θα στείλω απόσπασμα αργότερα»
«Μα θέλαμε να διώξουμε το φάντασμα, τα φαντάσματα. Μα !!! περνούσαν οι κοπέλες μας και έκαναν το σταυρό τους. Μα !!! είχε γίνει ένα απαγορευμένο σημείο του χωριού. Μα !!! είχαμε σαν σύμβουλο και τον παππά του χωριού» οι δύο χωρικοί ξεσηκώθηκαν σαν μια βοή στην απόφαση του Ενωμοτάρχη. Δεν θα επέτρεπαν μια τέτοια άδικη πράξη στο χωριό τους, ας ήτανε να εναντιωθούν και στην εξουσία.

Οι δύο αστυνόμοι φάνηκαν να διστάζουν μπροστά στην επιμονή των δύο χωριανών. Κάποια στιγμή γύρισαν το κεφάλι, στους άλλους θαμώνες. Είδαν την αγωνία για το συγχωριανό στο πρόσωπό τους. <πήγε να κάνει καλό στο χωριό> ψιθύρισαν <δεν θα τον στείλουμε στη φυλακή>. Αντάλλαξαν μερικές ματιές μεταξύ τους, που έγιναν κουβέντες, επιχειρήματα. Απεφάσισαν να μην συνεχίσουν την ανάκριση. Να την συνεχίσουν την επόμενη μέρα το απόγευμα. Αν ερχόντουσαν την επόμενη μέρα, τότε θα είχε περάσει το αυτόφωρο και ο νεαρός <θαρραλέος> συγχωριανός δεν θα κινδύνευε για την ώρα να πάει φυλακή.
«Θα συνεχίσουμε και αύριο την ανάκριση. Αυτό επιβάλλει η τάξη»
«Εδώ θα μας βρείτε κυρ Νωματάρχη»
«Μια τελευταία ερώτηση για σήμερα. Αν εν τω μεταξύ μάθετε κάτι καινούργιο γι’ αυτές τις τρύπες στο νεκροταφείο, αν βρεθεί μια εξήγηση για τα φαντάσματα, ξέρετε που θα με βρείτε”. Αποκρίθηκε ένας από τους χωριανούς στη μεγάλη ομάδα της άκρης του μαγαζιού, ο πιο γεροντότερος «Να κάνετε υπομονή κύριε Ενωμοτάρχη. Και εμείς κάνουμε υπομονή. Θα έλθει αργότερα στο καφενείο ο Θείος Γιώργος, ο πατέρας του Χρήστου. Κάτι πρέπει να ξέρει αυτός. Άλλωστε θα σας τα πει το νεαρό παιδί στο Νοσοκομείο. Θα τον επισκεφθείτε είτε έτσι, είτε αλλιώς για ανάκριση»


***


“Πάμε μια βόλτα μέχρι το Νεκροταφείο” πρότεινε ο Πέτρου του Πειραιά “θα έχουμε μια προσωπική άποψη του περιβάλλοντος χώρου, αλλά να δούμε και τον τόπο της ……… ανθρωποκτονίας”
“Δίκιο έχεις, πάμε”
Η εκκλησία δέσποζε την περιοχής. Είχε κτισθεί στη διχάλα του δρόμου. Μαζί με το Νεκροταφείο σχημάτιζαν ένα τρίγωνο. Ο δεξιός χωματόδρομος οδηγούσε στο χωριό  …………… το τελευταίο ακούμπαγε κυριολεκτικά στα νερά της λιμνοθάλασσας Τσουκαλιού. Έβγαινες στο κεφαλόσκαλο της πόρτας του σπιτιού σου και μπορούσες να κολυμβήσεις στα ρηχά νερά. Στα πενήντα μέτρα παρατήρησαν ένα πέτρινο μεγάλο σπίτι ξεχωριστό από τα άλλα. Ρωτώντας τη γειτονιά έμαθαν ότι ήταν απομεινάρι των Τούρκων από το δώδεκα. Κάποιου Τούρκου Πασά. Τώρα δεν κατοικείται. Ο αριστερός δρόμος οδηγούσε μετά από μερικές εκατοντάδες μέτρα στα χωράφια, ήταν και το τέλος του χωριού. Οι σταυροί της Χριστιανοσύνης, σε όποιο Νεκροταφείο και να πας σου θυμίζουν πάντα το θάνατο. Πρώτα το θάνατο των δικών σου συγγενών και ύστερα τον δικό σου, που θα έλθει αργά ή γρήγορα. Πέρασαν την πόρτα του Νεκροταφείου και προχώρησαν προς το Ιερό της εκκλησίας. Κοίταξαν τριγύρω, όλο τάφοι και ξύλινοι σταυροί, που και που κανένας μαρμάρινος, πιο μεγαλόπρεπος. Έψαξαν στον τοίχο της εκκλησίας , δεν υπήρχαν ίχνη παραβίασης. Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Η απορία μεγάλωνε. Ο ενωμοτάρχης Πέτρου σκόνταψε σε ένα βήμα που έκανε. Έρριψε τη ματιά του στο εμπόδιο. Το τακούνι του είχε χωθεί σε μια τρύπα. Παρατήρησε καλύτερα, είδε και άλλη στα σαράντα εκατοστά και άλλη και άλλη. <εδώ είμαστε Πέτρο, να το αντικείμενο του εγκλήματος>. Παρατήρησαν τις τρύπες στο έδαφος, είχαν πράγματι το σχήμα ενός μεγάλου παραλληλόγραμμου. Τρύπες στρογγυλές ομοιόμορφες, θα έλεγες ότι ήταν φτιαγμένες με μεγάλη τέχνη. Αυτός που χειριζόταν το λοστό ήξερε της δυσκολίες του. Βέβαια υπέθεσαν ότι οι τρύπες έγιναν με κάποιο σκληρό αντικείμενο, κοντάρι που βυθιζόταν με τη βοήθεια ενός σφυριού ή περισσότερο έκλιναν οι υποψίες τους σε σιδηρολοστό.
“Ψάξε και εσύ γύρω την περιοχή, πιθανώς να βρούμε το αντικείμενο που έκανε τις τρύπες” οι δύο άνδρες έκαναν μια βόλτα όλους τους διαδρόμους των μνημάτων. Πήγαν ακόμα και στη χέρσα περιοχή εκεί που φύτρωνε ακόμα χορτάρι. Η έρευνά τους δεν απέδωσε τίποτα.

“Λοιπόν Πέτρο; παρατηρήσεις; απόψεις;”
“Για την ώρα συλλέγουμε στοιχεία, ας αφήσουμε για μετά τα συμπεράσματα ……”
«Να είχαμε μια φωτογραφική μηχανή ……….  θα είχαμε μια πιο καθαρή εικόνα από τις φωτογραφίες, δεν πειράζει, πάμε στην επόμενη κίνηση ………” έκλεισαν πίσω τους την πόρτα του Νεκροταφείο και προχώρησαν προς το τζιπ.

«Πάμε ξάδελφε, σε ένα μαγαζί προτού βραδιάσει, να μιλήσουμε με τον πατέρα του νεαρού τραυματία;” λέει ο Πέτρος ενωμοτάρχης της Άρτας “Είναι εδώ δίπλα στην έξοδο του χωριού. Η γυναίκα του διατηρεί μπακάλικο. Κάτι θα μάθουμε”
“Είναι ανορθόδοξη τακτική” συμπεραίνει με νόημα ο φιλοξενούμενος Πέτρος του Πειραιά “καλά κάναμε και ανακρίναμε αυτούς που αποφάσισαν να πετάξουν τον πλίνθο στο νεαρό τραυματία, έχουν άμεση σχέση, με το παραλίγο έγκλημα. Η επόμενη φυσιολογική σειρά είναι ο νεαρός τραυματίας. Φαντάζομαι ότι ο πατέρας του, δεν θα πρέπει να συμμετέχει στην επιχείρηση φάντασμα ή συμμετάσχει;”
“Πάμε να το ανακαλύψουμε τότε …….”

Οι δύο αστυνόμοι μπαίνουν στο τζιπ και παίρνουν το δρόμο της επιστροφής. Δεν είχε σκοτεινιάσει ακόμα, ο ήλιος πήγαινε προς τη δύση του, έβλεπαν θαυμάσια. Έβαλε ο Πέτρου της Άρτας, που έκανε χρέη οδηγού, τη πρώτη και ύστερα τη δευτέρα ταχύτητα και έστρεψε τη μούρη του αυτοκινήτου προς τη διεύθυνση που ήλθαν. Το τζιπ μούγκρισε περισσότερο με το γκάζι πατημένο και κινήθηκε κουνώντας και τους δύο επιβάτες. Μόλις από συνήθεια το χέρι του οδηγού πήγε για την τρίτη ταχύτητα, το δεξί πόδι πάτησε το φρένο, είχαν φθάσει στο μπακάλικο του Θείου – Γιώργου.

“Καλησπέρα”
“Καλησπέρα”
“Τον κύριο Γιώργο; δεν τον βλέπω εδώ …..”
“Είναι στο χαγιάτι του σπιτιού. Μόλις ήλθε από τη δουλειά” λέει η κυρά-Γιώργαινα, η γυναίκα του “Να τον φωνάξω” ερώτησε πρόθυμα.
“Σας παρακαλώ” ο πληθυντικός από τον ενωμοτάρχη Πέτρου ήταν αναγκαίος και είχε τη σημασία του. Ήξερε ότι ο κύριος Γιώργος είχε μια καλή γυμνασιακή μόρφωση, σπουδαίο προσόν για εκείνη την εποχή και η καθημερινότητα του, αποτελούσε εγγύηση για ένα καλά οργανωμένο κράτος. Σεβόταν την τάξη και νομιμότητα.
“Γιωργάκη “ η φωνή της κυρά-Γιώργαινας ακούστηκε δυνατή και σταθερή “σε ζητά ο κυρ –αστυνόμος” υπήρχε μια οικειότητα στη φωνή της γυναίκας, ένδειξη ότι ο άνδρας της ήταν προσωπικά γνωστός του αστυνόμου.

“Κύριε Γιώργο” ξεκίνησε την κουβέντα ο ενωμοτάρχης Πέτρου, αφού αντάλλαξε χαμογελώντας τις καθιερωμένες φιλοφρονήσεις. Μπήκε κατευθείαν στο κυρίως θέμα “ θέλουμε να μάθουμε για το τραυματισμό του γιου σου, του Χρήστου”
“Α!!! μάλιστα”
“Ξέρεις κάτι σχετικό;”
“Προέκυψαν κάποια στοιχεία επιβαρυντικά εναντίον του υιού μου;”
“Όχι ακόμα, πιθανώς αργότερα”
“Ο υιός μου, όπως αρκούντως γνωρίζεται, είναι ένας φέρελπις νεανίας, όπου δουλεύει νυχθημερόν εις τα ηλεκτρολογικά έργα της Άρτας”
“Το ξέρουμε αυτό και το σεβόμαστε. Μήπως έχει μπλέξει με καμιά παλιοπαρέα;”
“Σας παρακαλώ, κύριε Ενωμοτάρχη, προσβάλλετε την οικογένεια μου. Όλους μας διακρίνει η υποταγή εις τους νόμους της προσφιλής μας Ελλάδος, ελάτε εις το προκείμενο ……….”
“Τις τελευταίες εβδομάδες είχατε στον Άγιο Νικόλαο, στην καθ’ υμάς εκκλησία, κάποια περίεργα συμβάντα. Άλλοι μίλαγαν για φαντάσματα, άλλοι για μαγείες ……..” παρασύρθηκε χωρίς να το θέλει και ο Ενωμοτάρχης στην καθαρεύουσα του συνομιλητή του.

“Άκουσα κάποιες τέτοιες φράσεις από χωριανούς μου. Δεν έδωσα κάποια ιδιαίτερη σημασία. Εις τη λογική μου, τα ηύρα ολίγον άτοπα ………”
“Πως βρέθηκε ο γιος σας στο επίκεντρο αυτών των γεγονότων;”
“Δεν γνωρίζω καθόλου. Δεν είχα την ευκαιρία να συνομιλήσω μαζί του μετά τον άτυχο τραυματισμό του”
“Αν έχετε κάτι καινούργιο κύριε Γιώργο, περάστε από την υπηρεσία να μας ενημερώσετε”
“Σας διαβεβαιώνω ότι δεν θα διστάσω καθόλου ……….”

Οι δύο αστυνόμοι χαιρέτησαν με μια κίνηση του χεριού μέχρι το ύψος του κεφαλιού και στράφηκαν προς την πόρτα. Ήταν καιρός να φύγουν  δεν είχαν άλλες ερωτήσεις να κάνουν. Μετά από λίγο ο κύριος Γιώργος, φανερά αναστατωμένος, από τη συνομιλία του με την Αστυνομία, διευκρίνισε στη γυναίκα του:
“Κούλα, ο Χρήστος παρασύρθηκε σε μια παρανομία από το αφεντικό του”
“Ξέρεις περισσότερα να μου πεις;” με αγωνία ρωτά η μάνα.
“Όχι τώρα, αργότερα “
“Αυτό που πρωτεύει είναι να σώσουμε το παιδί” σε αυτό έγνεψε και συμφώνησε και η γυναίκα του Κούλα.

Ο Κύριος Γιώργος είχε να αντιμετωπίσει από τη μια μεριά τη συνείδησή του, ταγμένος όπως ήταν στην ιδεολογία του νομοταγούς κράτους, από την άλλη το πατρικό ένστικτο και την προστασία της οικογένειας. Ήξερε ότι ήταν μια παρανομία, παρατυπία, αν όχι τη φανταζόταν για τέτοια, η αναζήτηση χαμένων θησαυρών, όμως δεν περίμενε να υπάρχουν τέτοιες εξελίξεις. Να τραυματισθεί το παιδί του, να ενδιαφερθεί η Χωροφυλακή για το περιστατικό και να καταλήξει απολογούμενος. Η ντροπή του ήταν μεγάλη, έστω και αν τη γνώριζε μόνο αυτός, δεν είχε ακόμα διαδοθεί στη μικρή κοινωνία του χωριού.

Με αυτές τις σκέψεις προσπαθούσε να κόψει κάποια παλιά κλαριά της αυλής με το τσεκούρι. Κάτι έπρεπε να κάνει στην αμηχανία που τον είχε κυριεύσει. Ήταν κλαριά μουριάς και πορτοκαλιάς, που θα ζέσταιναν στο τζάκι, την οικογένεια το χειμώνα. Έβλεπε και τα πελώρια, ερωτηματικά μάτια της γυναίκας του, της Κούλας. Περίμεναν να τους δώσει εξηγήσεις. Μα πως; ο ενωμοτάρχης αργά ή γρήγορα θα πλησίαζε την αλήθεια. Έπρεπε να πάρει την απόφαση του. Όλα τα πράγματα μετά <τη διατάραξη> παίρνουν πάλι τη θέση τους. Το σύνηθες είναι να πάρουν την παλαιά, εξαιρέσεις συμβαίνουν σε επαναστάσεις, σε πολέμους, σε φυσικές καταστροφές, και σε επιδημίες.

Το ήξερε ότι θα έμενε ξάγρυπνος όλη τη νύχτα. Θα έπρεπε να καταλήξει σε μια απόφαση. Εκ των προτέρων τη γνώριζε. Δεν μπορούσε όμως να καταπνίξει την προστατευτική αγάπη για το παιδί του. Θα παρουσιαζόταν την άλλη μέρα το πρωί στο τμήμα της Άρτας και θα έλεγε την αλήθεια στον αστυνόμο. Αυτό θα έκανε. Θα περιέσωζε την αξιοπρέπειά του πρώτα, και ύστερα ότι θα έμενε από το γιο του. Τα ξύλα είχαν τελειώσει, έψαχνε να βρει και άλλα με το μάτι του. Ίσως ήταν και άλλα, πέρα στα πενήντα μέτρα, στην άκρη του οικοπέδου. Δεν κατάλαβε πότε έκοψε μια τόσο μεγάλη ντάνα. 

Κατά την επιστροφή τους στην Άρτα, οι δύο αστυνόμοι έκαναν τον απολογισμό της ημέρας.
“Τι στοιχεία έχουμε συγκεντρώσει;” έκανε την αρχή ο αρτινός Πέτρου “να ανακεφαλαιώσω πρώτος. Πήραμε καταθέσεις από δύο μάρτυρες που ήταν κοντά στα γεγονότα. Εμφανίστηκαν φαντάσματα στο Νεκροταφείο του χωριού, που αποδείχτηκε ότι ήταν τρία τουλάχιστον άτομα. Χωρικοί με πόδια, χέρια και κεφάλι στους ώμους. Το ένα είναι ο νεαρός που νοσηλεύεται στο Νοσοκομείο. Τα άλλα δύο είναι άγνωστα. Ο τρίτος μάρτυρας που εξετάσαμε, παρά τις ελληνικούρες του, δεν μας άφησε να υποπτευθούμε τίποτα. Δεν μας έδωσε κανένα πραγματικό στοιχείο για τις κινήσεις στο Νεκροταφείο. Στο Νεκροταφείο υπήρχαν διαπιστωμένα, πολλές τρύπες που έγιναν με ένα μεγάλο, δύο πήχεων, λοστό. Την άκρη πρέπει να την πιάσουμε πάλι από τον νεαρό που τραυματίστηκε. Εκεί βρίσκεται το μυστήριο που πρέπει να εξιχνιάσουμε ”

“Φαντάσματα, τρύπες κοντά η μία στην άλλη” συνεχίζει το συλλογισμό ο φιλοξενούμενος Πέτρου του Πειραιά “αυτό είναι!!: κάτι ψάχνουν να βρουν, αλλά τι;”
“Δεν βρέθηκαν σκαψίματα όμως. Δεν βρήκαμε λακκούβες. Ούτε χώματα σε λόφους. Παρ΄όλα αυτά, δίκιο έχεις κάτι ψάχνουν να βρουν …………»
«Έχει γίνει καμιά ληστεία τώρα τελευταία;»
«Όχι»
«Υπάρχουν ληστές στις γύρω περιοχές;»
«Από ότι ξέρω όχι!!»
«Πάντως λεφτά ψάχνουν να βρουν, δεν νομίζεις; τα φαντάσματα ήταν μια πρόφαση, στάχτη στα μάτια του χωριού»

«Να κάνουμε το επόμενο βήμα. Πρέπει να βρούμε τους δύο συνεργάτες του νεαρού”
“Να ψάξουμε στο περιβάλλον της δουλειάς του. Από ότι έμαθα ο νεαρός είναι μαθητευόμενος ηλεκτρολόγος. Οι βοηθοί δουλεύουν από ήλιο σε ήλιο. Ο μάστοράς του θα ξέρει με ποιους κάνει παρέα ο νεαρός, μπορεί οι συνεργάτες του νεαρού να είναι από αυτοί στο κύκλωμα”
“Πρώτη προτεραιότητα όμως είναι ο νεαρός τραυματίας”
“Σωστά, θα περιμένουμε μέχρι αύριο ………”
«Πάντως μυρίζομαι ότι κάτι έψαχναν στο Νεκροταφείο, δεν μου το βγάζεις από το μυαλό»



***


«Λοιπόν νεαρέ, θα μας πεις την ιστορία σου;» ο ενωμοτάρχης Πέτρου της Άρτας είχε καθίσει αναπαυτικά σε μια καρέκλα του Νοσοκομείου της Άρτας, δίπλα στο κρεβάτι του νεαρού τραυματία. Πάρα δίπλα του και λίγο πιο πίσω βρισκόταν ο ξάδελφος της Διεύθυνσης του Πειραιά. Τους έκαιγε η επιθυμία να εξιχνιάσουν το μυστήριο του Νεκροταφείου στο χωριό της Ανέζας. Θυμόταν καλά το όνομα του μικρού χωριού, στον κάμπο της Άρτας, εκεί που βρισκόντουσαν το προηγούμενο απόγευμα και έπαιρναν καταθέσεις από δύο μάρτυρες και όχι μόνο. Επέμεναν να μάθουν όλη την ιστορία των φαντασμάτων, της μαγείας, που είχε πέσει σαν κατάρα στο χωριό. Οι δύο μάρτυρες, λες και ήταν συνεννοημένοι παρέμειναν βουβοί, όσο και αν τους πίεσαν. Οι άλλοι θαμώνες παρακάλεσαν τα όργανα της τάξεως να μην επιμένουν, ορκιζόντουσαν ότι δεν ήξεραν τίποτα ακόμα, περίμεναν να μάθουν και αυτοί.

Ο νεαρός τραυματίας, που το όνομα του ήταν Χρήστος, πότε κοίταζε τον ένα άνδρα, πότε τον άλλο. Είχε σχεδόν συνέλθει από το τραύμα στον κρόταφο, ένιωθε κάποια ελαφρά ζαλάδα, που σιγά, σιγά μειωνόταν, όσο περνούσε η μέρα. Τους κοίταζε είναι αλήθεια, με φόβο. Ήταν εξουσία και μπορεί να κατέληγε στη φυλακή μετά από το Νοσοκομείο.

Οι γιατροί είχαν διαβεβαιώσει τους αστυνομικούς από νωρίς το πρωί ότι ο νεαρός ήταν σε θέση να δώσει κατάθεση, δεν υπήρχε πρόβλημα υγείας. Σε μία, δύο ημέρες θα γύρναγε στη δουλειά του.

«Λοιπόν νεαρέ» ακούστηκε για άλλη μια φορά η φωνή του Ενωμοτάρχη. Ήταν τόσο αυστηρή που δεν σήκωνε άλλη αντίρρηση «είμαστε όλο αυτιά, εγώ και ο συνάδελφος μου» και γύρισε τη ματιά του στο ξάδελφο, με ένα υπηρεσιακό χαμόγελο.

«Εγώ, ξέρετε» είπε διστακτικά ο Χρήστος «είμαι βοηθός στο μάστορα Αιμίλιο, μαθαίνω ηλεκτρολόγος. Πολύ δουλειά, από την ώρα που θα φέξει μέχρι που θα βραδιάσει»
«Δεν μας ενδιαφέρουν αυτά, τι ήθελες στο Νεκροταφείο του χωριού σου;»
«Ο Μάστορας Αιμίλιος, προ δέκα πέντε ημέρες, την ώρα που σχολνάγαμε με πλησίασε, μου άστραψε ένα χαστούκι στο πρόσωπο, έτσι φιλικά και μου είπες: <Χρήστο εσένα σε θέλω,  μείνε εδώ, όταν σχολάσεις> δεν τολμούσα να του αρνηθώ, είχε προηγηθεί και το χαστούκι, σαν φόβητρο. Μόνο με το που πλησίαζα, έβλεπα άστρα και πεταλούδες από τα χαστούκια που μου άστραφτε. Πολλές φορές και άλλες <τιμωρίες> μας επέβαλλε, όχι μόνο σε εμένα, αλλά και στους άλλους βοηθούς του, ήταν μερικές <κλωτσιές>, στα καλάμια των ποδιών, έτσι για να ξυπνήσουμε»

«Σας αγαπούσε όμως, ενδιαφερόταν για εσάς να μάθετε τη δουλειά, να προσέχετε να μην κτυπήσετε. Αυτά μου μετέφεραν ……….»
«Ναι, ναι ο μάστορας μας έδειχνε τα μυστικά της δουλειάς, δεν είχε μυστικά από εμάς……….»
«Περίμενα πάντα πως και πως, να έλθει Σάββατο βράδυ, να σχολάσουμε, να πληρωθώ και να πάμε με την παρέα μου στη θάλασσα. Εκεί στην Κορωνησία, δεν με ενδιέφερε τίποτε άλλο, η θάλασσα και η μουσική »
«Περιέγραψέ μας το συμβάν» μίλησε φιλικά ο ενωμοτάρχης Πέτρου.
«Τι ξέρω εγώ από συνωμοσίες και περιπέτειες  στα Νεκροταφεία. Λατρεύω τους δίσκους των σαράντα πέντε στροφών και έχω μια καλή συλλογή ……… η μουσική με μεταφέρει σε άλλους κόσμους»
«Γνωρίζουμε τις προτιμήσεις σου, την οικογένειά σου που είναι αξιοπρεπής ……..» άφησε τους προλόγους και τις δικαιολογίες»
Ο Χρήστος εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια να περιγράψει τις προτιμήσεις του στην ζωή, εκτός από την καθημερινή του δουλειά και συνέχισε:

«Χρήστο, εσύ δεν είσαι από την Ανέζα;» με ρώτησε ο μάστορας όταν βρεθήκαμε μόνοι μας.
«Ναι μάστορα, δεν ζω όμως εκεί, έχουμε σπίτι και χωράφια στον κάμπο»
«Ξέρεις τα μέρη. Σε θέλω οδηγό. Θέλω και άλλο ένα άτομο. Θα σου εξηγήσω. Υπάρχει σήμερα ένα παλιό έρημο σπίτι, του Αλή Μπέη, στο Ψαθοτόπι. Φαντάζομαι ότι το ξέρεις. Λέγεται ακόμα και του Μπέη τα Σαράγια. Ναι;»
«Ναι το ξέρω. Είναι στη δεύτερη μπάρα, στο βούρκο, κοντά στο Νεκροταφείο, ένα ερειπωμένο …….»
«Είναι ένα μεγάλο πέτρινο σπίτι από τα απομεινάρια της εποχής που κυβερνούσαν τον τόπο οι Οθωμανοί, μεγαλόπρεπο όπως μου είπαν και ευρύχωρο» συνεχίζει ο μάστορας.
«Το ξέρω, έπαιζα μικρός εκεί μέσα» του είπα.

«Ωραία. Ένας φίλος, καθηγητής, διαβασμένος άνθρωπος με πολλές περγαμηνές, μου ανάφερε εμπιστευτικά ότι, όταν πέθανε ο Αλή Μπέης είχε κρύψει τις χρυσές λίρες που είχε συγκεντρώσει, μέχρι τότε, όταν έγινε η απελευθέρωση, το 1912.
“Ήταν πολλές οι λίρες;”
“Τρία κιούπια, ίσως και τέσσερα. Τις έκρυψε πίσω από τότε ιερό του Αγίου Νικολάου. Ήταν όλη η φορολογία της δεκάτης των χωραφιών της Ανέζας και της γύρω περιοχής. Κόποι και δουλειά των σκλάβων Ελλήνων εκείνων των χρόνων. Ο Αλή Μπέης θησαύριζε σε βάρος των υποδούλων Ελλήνων, όσες δεν πρόλαβε να ξοδέψει αναρωτιόταν που μπορούσε να τις κρύψει. Ο πόλεμος για την ελευθέρωση της περιοχής είχε αρχίσει, σε λιγάκι ο ελληνικός στρατός θα έμπαινε στα Γιάννενα και θα ελευθερωνόταν και ο κάμπος της Άρτας.
“Είναι πραγματική ιστορία όλα αυτά;”
«Ναι, αυτή η ελληνική ιστορία δεν γράφεται στα βιβλία του σχολείου. Αυτός ο φίλος καθηγητής έψαξε σε δημόσιες βιβλιοθήκες και άλλα οθωμανικά έγγραφα. Διάβασε και συμπέρανε.  Ο Αλή Μπέης είχε  την ελπίδα, σαν τούρκος κυρίαρχος αφέντης, ότι θα επέστρεφε. Είχε την ελπίδα ότι θα επέστρεφε στα κατεχόμενα μέρη. Το μπουρίνι θα τελείωνε κάποτε. Η οθωμανική αυτοκρατορία θα ερχόταν να κυριαρχήσει πάλι σε αυτά τα εδάφη. Για λίγο θα τα έχαναν, θα τα ξανακέρδιζαν πάλι. Οι θησαυροί τους έπρεπε να κρυφτούν. Έτσι ο Μπέης έκρυψε τις λίρες του στον Άγιο Νικόλαο κοντά στο Ιερό. Συμπέρασμα μικρέ», και μου άστραψε πάλι μια σφαλιάρα, “θα ψάξουμε παρέα να τις βρούμε ………… έχω σχεδιάγραμμα, ξέρω συγκεκριμένα το χώρο που θα ψάξουμε»

«Μάστορα» του είπα «εγώ, εγώ δεν ………» δεν ήθελα να μπλέξω σε τέτοιες πονηρές υποθέσεις.
«Μεθαύριο να μου φέρεις και τον άλλο άνθρωπο που σου είπα» και έκανα γρήγορα αριστερά το κεφάλι μου, να αποφύγω το χαστούκι που ήταν στο δρόμο.
Ο αρτινός ενωμοτάρχης Πέτρου κοίταξε τον ξάδελφό του με νόημα. Είχε μπει στον δρόμο της ανάκρισης ένα νέο στοιχείο, το κυνήγι του θησαυρού. Αναζήτηση θησαυρού, η αρρώστια της εποχής. Το ερώτημα που είχε μείνει μετέωρο, βρήκε την απάντηση του. Βρίσκονταν πίσω από μια ομάδα ανθρώπων, σε ένα κυνήγι θησαυρού. Αυτό που λείπει είναι οι λεπτομέρειες και το αποτέλεσμα. Βρέθηκε θησαυρός ή είναι μια αναζήτηση που έμεινε εκεί, όπως και τόσες άλλες; Μπορεί να παρουσιάζει και υπηρεσιακό ενδιαφέρον, η έρευνα ενός θησαυρού μετά από σαράντα πέντε χρόνια.

“Επιτρέπεται να μπω;” ακούστηκε μια τραχιά φωνή από το διάδρομο. Καταλάβαινες ότι δεν μπορούσε αυτή η φωνή να ζητήσει άδεια, άλλη ήταν η αιτία. Ταυτόχρονα άνοιξε λιγάκι η πόρτα και πέρασε το κεφάλι ενός άνδρα. Ήταν αναμαλλιασμένος, με πολλά πλούσια μαλλιά, που άρχιζαν να γκριζάρουν στους κροτάφους. Το κεφάλι, όπως το είδαν οι παρευρισκόμενοι προϊδέαζε ότι θα στεκόταν σε ένα μεγάλο και άχαρο σωματικό σκελετό. Σωστή η πρόβλεψη για τον απρόσκλητο επισκέπτη, ο άνδρας που μπήκε στο δωμάτιο του Νοσοκομείου ήταν μεγάλων διαστάσεων με γερά μπράτσα.

Ο μάστορας Αιμίλιος είχε μεγάλα χέρια και φαρδιές πλάτες. Η καθημερινή άσκηση στις οικοδομές, το πάπλωμα και το τράβηγμα των καλωδίων, τα σκαψίματα στους τοίχους του είχαν δώσει μια φανερή σκληρότητα στην εμφάνιση του. Υπολόγιζες ότι μια ανάποδη με το χέρι του μπορούσε να σε ρίξει κάτω. Υπολόγιζες ότι όσο οινόπνευμα και αν κατάπινε, με τη μορφή ούζου ή ρακί, δεν θα τον ταρακουνούσε. Ήταν ένα <μηχανισμός > φτιαγμένος να τοποθετεί ηλεκτρικές εγκαταστάσεις στις οικοδομές. Έβλεπες την ευκολία που αντιμετώπιζε το χαμόσπιτο αλλά και το πέτρινο παλάτι των δέκα- δώδεκα μέτρων ύψος. Λες και τα είχε στη χούφτα του, να τα διευθύνει με επιδεξιότητα και ευκολία..

“Α!!! ο μάστορας” αναφώνησε ο νεαρός Χρήστος. Για λίγο έμειναν όλοι αμήχανοι και άφωνοι. Μετά ο ενωμοτάρχης Πέτρου της Άρτας ξεκίνησε την κουβέντα:
“Ο μάστορας; ποιος μάστορας, ο δικός σου;”
“Μάλιστα ο μάστορας Αιμίλιος” ο ενωμοτάρχης γύρισε προς τον νεοφερμένο:
“Είσαι ο μάστορας του Χρήστου; και σε γύρευα. Ευτυχώς ήλθες μόνος σας. Καλό αυτό. Με απάλλαξες από τον κόπο να ψάξω να σε βρω. Αυτός ο αυθορμητισμός  ελαφρύνει τη θέση σου. Παραδίνεσαι μόνος στο νόμο……..”
“Συμβαίνει τίποτα;”
“Συμβαίνουν πολλά μάστορα. Μάθαμε για τη συμμορία που φτιάξατε σε ανεύρεση του θησαυρού στο Νεκροταφείο της Ανέζας”
Ο μάστορας στο άκουσμα της λέξης <συμμορία> ταράχτηκε. Ήξερε τη σημαίνει στην επαρχία συμμορία και τα παράγωγα αυτής της λέξης. Δεινοπάθησε όλη η Ελλάδα πάνω στη σημασία της.
“Φτωχοί άνθρωποι είμαστε κυρ-Αστυνόμε. Μεροκάματο  ήλιο με ήλιο στις οικοδομές. Βάζουμε ηλεκτρικό ρεύμα στα σπίτια. Μας πληρώνουν δεν μας πληρώνουν, εμείς τη δουλειά μας, κάνουμε τις εγκαταστάσεις. Φέρνουμε τον πολιτισμό στην Άρτα και στη γύρω περιοχή. Βοηθάμε τα φτωχά νοικοκυριά. Τα βερεσέδια έχουν φτάσει μέχρι το λαιμό. Δεν αντέχουμε άλλο. Από την άλλη δεν μπορούμε να πούμε όχι στο ρεύμα, στους φτωχούς ανθρώπους, όχι στη φτώχια και στη μιζέρια. Μου έτυχε αυτό το περιστατικό και είπα να ξελασπώσω. Τόσοι άλλοι ………”

Το μυαλό του μάστορα Αιμίλιου είχε γεμίσει από θρύλους που άκουγε, όχι μόνο στην πόλη της Άρτας αλλά και στα χωριά του κάμπου και του βουνού. Άκουγε για τα χρυσά φλουριά της εποχής του Αλή Πασά, κάτω από τους πλάτανους του χωριού. Άκουγε για τους πειρατές που αγκυροβολούσαν στις ακτές του Αμβρακικού Κόλπου. Έβλεπε τα μεγαλόπρεπα ερείπια και γέμιζε τα πνευμόνια του από προσδοκία. Άκουγε για τους Τούρκους, τους πασάδες και τα πλούσια τζάκια των δημογερόντων, που ζούσαν  με ξέχωρη χλιδή, όπως παρουσιάζονταν στους ραγιάδες- γραικούς. Οι μύθοι για  θησαυρούς έφθαναν μέχρι την εποχή του ΕΔΕΣ και του ΕΑΜ στην κατοχή και λίγο μετά.

Φούσκωναν τα μυαλά του και προσευχόταν να του τύχει στο δρόμο τέτοια περίπτωση. Στα καφενεία ψιθυριζόταν για την τύχη  του γείτονα Ετεοκλή που βρήκε μια κάσα από λίρες χρυσές, ενώ ανακαίνιζε το σπίτι του που είχε αγοράσει πρόσφατα. Έσκαβε τους τοίχους των σπιτιών να περάσει ηλεκτρικά καλώδια και πεταγόταν περίεργα όταν το σφυρί κτύπαγε υπόκωφα. Υποψιαζόταν καταπακτή, κρύπτη θησαυρού. Είχε συμβουλέψει τους βοηθούς του, και αλίμονό τους, όταν συναντούσαν κάτι περίεργο, έπρεπε να τον ειδοποιήσουν.

“Πως έμαθες για το θησαυρό;” ρωτά ο Πέτρου της Άρτας τον μάστορα Αιμίλιο.
Έπινα καφέ στην Αγορά, εκεί με πλησίασε ένα παλιός φίλος καθηγητής. Μου μίλησε για θησαυρούς στον κάμπο. Μου φούσκωσε τα μυαλά για κρυμμένα τσουβάλια με λίρες. Ζωντανές λίρες, χρυσές. Τον ρώτησα <από τον εμφύλιο, από το ΕΔΕΣ, από το ΕΑΜ;> <όχι > μου απάντησε <σαράντα, πενήντα χρόνια πιο  πίσω, από την απελευθέρωση της περιοχής, τότε με τους Οθωμανούς> <εννοείς το 12;> <ναι το 12> μου απαντά και συνεχίζει μυστικά <εδώ κοντά στο κάμπο, υπάρχει κρυμμένος θησαυρός, θαμμένος από το 1912> <είναι στον κάμπο ακόμα> < ναι θα σου δείξω το σχεδιάγραμμα που θα σε καθοδηγήσει. Εσύ θα ενδιαφερθείς με δικούς σου ανθρώπους. Έχεις τα μπράτσα και την τεχνική να σκάβεις. Είσαι ότι πρέπει για αυτή τη δουλειά. Εγώ θα πάρω το 10% για αμοιβή από το θησαυρό που θα βρεθεί, συμφωνείς;> <συμφωνώ > και δώσαμε τα χέρια.

“Πως τον λένε το φίλο μας καθηγητή που ψάχνει για θησαυρούς;”
“Μα!!! Κυρ Ενωμοτάρχη ….”
“Δεν θέλω μα!! Γρήγορα”
“Βασιλειάδη Πέτρο “
“Κάτι μου θυμίζει το όνομα αυτό» απευθύνεται στον ξάδελφο και βγάζοντας ένα μπλοκάκι σημειώνει το όνομα, να μην το ξεχάσει. “συνέχισε”
“Δεν έχω τίποτα άλλο να πω. Δεν έκανα κάτι κακό κυρ- Νωματάρχη, έκανα;”
“Συμμετοχή σε σύσταση συμμορίας, διατάραξη κοινής ησυχίας, συμμετοχή σε ανθρωποκτονία εξ αμελείας, έρευνα στο σε δημόσιο χώρο χωρίς άδεια, αρχαιοκαπηλία, σου φτάνουν;”
“Κυρ- Ενωμοτάρχη, φτωχός άνθρωπος είμαι, παρασύρθηκα από την περιέργειά μου, από τους θρύλους που ακούγονται σε κάθε μαγαζί”
“Θα τα πούμε αργότερα οι δύο μας και απευθύνθηκε στον νεαρό Χρήστο <”Εσύ Χρήστο προχώρησε στην κατάθεσή σου” κούνησε το κεφάλι περίεργα και μονολόγησε «τώρα θυμήθηκα που γνωρίζω τον κύριο Βασιλειάδη. Είδα το όνομά του σε μια κοινοποίηση του Δήμου Ιωαννίνων. Είχε δράση τα τελευταία δύο χρόνια στην περιοχή».

Ο νεαρός Χρήστος ξετύλιξε με τα λόγια του ακόμα περισσότερες λεπτομέρειες. Ήταν και καλός αφηγητής. Κοφτές προτάσεις, διανθισμένες με τον φόβο που του προξενούσε ο μεγαλύτερος, η εξουσία. Είχε όμως τις απόψεις του, που τις επισημοποιούσε, τις υποστήριζε. Πίστευε ότι δεν έκανε τίποτε κακό και το έδειχνε όποτε εύρισκε ευκαιρία. Δούλευε δυνατά και ακούραστα, σαν τους σκλάβους της παλαιάς εποχής. Αγαπούσε τη δουλειά του γιατί έτσι έπρεπε να είναι. Έτσι το βρήκε από τον πατέρα του, από τον παππού του, ήταν υποχρεωμένος να το τηρήσει. Η συνέχεια μιας θέλησης που πήγαζε από τη γενιά του. Είχε εμπιστοσύνη στο αφεντικό του. Γνώριζε ότι, ακόμα και κακό αν του προξενούσε προσωρινά, το έκανε για τον συμμορφώσει, να τον βάλει στο κύκλωμα του σωστού κατεστημένου.

«Το ίδιο βράδυ” συνεχίζει ο Χρήστος, κοιτάζοντας στα μάτια τους επισκέπτες του «μίλησα με τον πατέρα μου, για τον κρυφό θησαυρό. Του ζήτησα τη γνώμη του. Ήταν ή δεν ήταν σωστό, να προχωρήσω σε κάτι τέτοιο. Ποια ήταν η γνώμη του. Με ενδιέφερε πάρα πολύ. Συνήθως υπάκουα και υπακούω στις νουθεσίες του. Του ζήτησα άνθρωπο για να σκάψει, όπως μου ζήτησε ο μάστορας μου. Του ζήτησα να μου προτείνει κάποιον, αυτός ήξερε <δεν μπορώ να σου βρω άνθρωπο, για μια τέτοια δουλειά. Είναι επικίνδυνη. Μπορεί να έχουμε μπλεξίματα με τη Χωροφυλακή. Έχουμε ψηλά το κεφάλι μας σαν οικογένεια, σεβόμαστε το νόμο> <αν δεν συμμορφωθώ με τις οδηγίες του, θα με απολύσει Μπαμπά> του είπα με στεναχώρια <κάνε ότι σε φωτίσει ο θεός. Μην του πεις ότι μίλησες μαζί μου. Πάντως τώρα που το σκέπτομαι δεν είναι και τίποτα σοβαρό> με αυτά τα λόγια, ήταν σαν να έπαιρνα την άδεια από τον πατέρα μου.

“Να η πατρική σκιά του κύριου –Γιώργου της Ανέζας. Προσπάθησε να αποφύγει τις ερωτήσεις μας” λέει ο αρτινός ενωμοτάρχης. Ο φιλοξενούμενος Πέτρου χαμογέλασε με συγκατάβαση “τα έχει αυτά το επάγγελμα” σχολίασε.

Η πόρτα κτύπησε πάλι. Αυτή τη φορά πιο διακριτικά αλλά με σταθερότητα. Η συζήτηση διακόπηκε για άλλη μια φορά. Άνοιξε και μπήκε με φούρια ο κύριος Γιώργος, ο πατέρας του Χρήστου. Έτσι κόντευε να κλείσει ο κύκλος στην επιχείρηση αναζήτησης του θησαυρού. Αμέσως ο κύριος Γιώργος μίλησε:

«Κύριε Ενωμοτάρχη εισάκουσα την προτροπή σας και ήλθα πρωί- πρωί εις το γραφείο σας. Θέλω να μαρτυρήσω όλα όσα γνωρίζω για την χθεσινή υπόθεση, τα οποία σκοπίμως σας απέκρυψον. Έτρεξα διότι με ενοχλούσε η συνείδηση μου και η στάσις μου απέναντί σας εχθές την εσπέρα»
» δεν σας ευρήκα εις το γραφείον, ρώτησα και με πληροφόρησαν δια την παρουσία σας εις το πλευρόν του νοσηλευόμενου υιού μου» ο κύριος-Γιώργος δεν σταμάτησε την απολογία του, παρά την παρότρυνση του Ενωμοτάρχη να σταματήσει. Ένιωθε ότι έτσι αυτοβασανιζόταν. Το χρειαζόταν. Έτσι θα ξαλάφρωνε από τις ενοχές και τις ερινύες που τον επισκέφτηκαν το βράδυ.

«Κύριε Γιώργο γνωρίζει η υπηρεσία την ποιότητα του χαρακτήρα σου. Έχουμε δείγματα τέτοιων συμπεριφορών στο παρελθόν. Έτυχε να είμαι νέος στην υπηρεσία της Χωροφυλακής, όταν μου διηγήθηκαν την υψηλή θέση που κρατά το δίκαιο στη συνείδησή σου»

«Τι εννοείτε κύριε Ενωμοτάρχη;»
«Κάθε άνθρωπος έχει τον δικό  του κώδικα αξιών, που στηρίζεται όχι μόνο στην ανθρώπινη δικαιοσύνη αλλά και στο δίκαιο. Έτσι τουλάχιστον δέχτηκα την πράξη αυτοθυσίας που κάνατε την περίοδο του εμφύλιου σπαραγμού. Ήταν η περίοδος μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, είχε ξεσπάσει μεταξύ των Ελλήνων ο αδελφοκτόνος  διχασμός. Παρά του ότι ανήκατε, είσαστε οργανωμένος στο τοπικό ΕΔΕΣ, κρύψατε τον αδελφό της γυναίκας σας, οργανωμένος στο αντίπαλο ιδεολογικό στρατόπεδο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Τον σκαρφαλώσατε στο ταβάνι του καθιστικού σας, αν και ξέρατε ότι ήταν το πρώτο όνομα που καταζητούνταν από τον κρατικό τότε μηχανισμό. Έτσι σώθηκε η ζωή του»

»Λάβαμε, εμείς οι νέοι τότε άνθρωποι, το καλύτερο μήνυμα, ότι πέρα από την ανθρώπινη δικαιοσύνη είναι και το δίκαιο, που πολλές φορές είναι διαφορετικό, με κίνδυνο ακόμα και της ίδιας σου της ζωής»
«Σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια. Θυμηθήκατε εκείνες τις άσχημες ημέρες. Το δίκαιο που πίστευα και πιστεύω, με παρότρυνε να προστατεύσω την ανθρώπινη ζωή. Η διατήρηση της ανθρώπινης ζωής είναι υπεράνω κάθε δικαιοσύνης, είναι η απόλυτη ταύτιση με το θεϊκό δίκαιο»

«Κύριε Γιώργο ας αφήσουμε τον Χρήστο, να συνεχίσει την απολογία του. Σιγά – σιγά συμπληρώθηκε ο Παζλ, έτσι θα βγουν συμπεράσματα για περαιτέρω δράση»

Ο νεαρός Χρήστος συνέχισε:
«Έτσι αποφάσισα να βρω κάποιον μόνος μου, χωρίς καμία βοήθεια τρίτου. Το μυαλό μου πήγε στον μπάρμπα μου, τον Κωστάκη. Αυτός φαίνεται να έκανε για μια τέτοια δουλειά. Από πολλά χρόνια γύρναγε σε δουλειές που ήταν μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας. Οι χωροφύλακες τον κυνηγάγανε.  Πολλές φορές κρυβόταν στις λιμνοθάλασσες, ήξερε από παρατυπίες και ήταν σκληραγωγημένος.  Χρόνια και χρόνια ξέφευγε από το νόμο, λούφαζε στην άγρια φύση που σχημάτιζαν με σειρά ο κάμπος, οι λιμνοθάλασσες και οι ακρογιαλιές του Αμβρακικού Κόλπου. Μόλις του είπα για τον κρυμμένο θησαυρό, ανασήκωσε το φρύδι του και με ένα πονηρό χαμόγελο, μου έγνεψε ότι είναι μέσα στο κόλπο».

«Από την Ανέζα ξεκινήσαμε παρέα, να βρούμε το μάστορα, τον Αιμίλιο. Ήταν γνωστό ότι είναι ένας από τους γνωστούς ηλεκτρολόγους εγκαταστάτες στην Άρτα. Αυτό το ήξερε και ο θείος – Κωστάκης. Έτσι ανέβαινε η εκτίμηση στο πρόσωπο του. Είχε και πολλούς βοηθούς γύρω του. από την άλλη τους άλλαζε τακτικά αν δεν του έκαναν. Δεν μπορώ να ξέρω, οι δύο τους τι συμφωνίες έκαναν για τις μοιρασιές, αν βρισκόταν ο θησαυρός. Φαίνεται ότι κανόνισαν στα κρυφά μεταξύ τους τις λεπτομέρειες. Τώρα πως θα έψαχναν για τον θησαυρό; τι εργαλεία θα χρειαζόντουσαν; σε ποια χρονική στιγμή της νύκτας θα έσκαβαν για να μην τους έβλεπαν οι γύρω κάτοικοι; είναι θέματα που τα συμφώνησαν μεταξύ τους και εξέτασαν όλες τις λεπτομέρειες. Οι λύσεις γρήγορα βρέθηκαν. Εγώ ήμουν για τις βοηθητικέ δουλειές. Μου ζήτησαν να βρω ένα λοστό, μια παραμίνα, μεγάλη και χονδρή, με αυτή θα έκαναν τη δουλειά της έρευνας.

«Βρισκόμαστε κάθε νύχτα στο Νεκροταφείο, λίγο μετά το ηλιοβασίλεμα, όταν εκείνη την ώρα το φεγγάρι ήταν κρυμμένο και ο ουρανός ήταν <απόλυτα σκοτεινός>. Έπρεπε να προσέχουμε να μην μας πάρουν είδηση οι χωριανοί της Ανέζας. Υπήρχε πάντα ο φόβος και η περιέργεια δεν χωρούσε καθόλου σε αυτή τη δουλειά. Δεν έπρεπε να καταλάβουν οι χωριανοί τίποτα, σε όλη τη διάρκεια της αναζήτησης».

»Ο Κωστάκης, ο μπάρμπας μου, εξήγησε στο Μάστορα ότι μπορούσε να κάνει τη δουλειά μόνος του ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος, χωρίς να αναμειχθούμε εμείς. Τα χώματα στον κάμπο είναι πολύ μαλακά. Βρίσκεις νερό στα δύο μέτρα, δεν χρειάζεσαι κασμά να χωρίσεις βίαια τη γη σε μεγάλους σβώλους. Από μόνη της η γη χωρίζει με το τσαπί ή τη τσάπα. Ο θείος Κωστάκης, ήταν ένα ισχνός τριανταπεντάρης άνδρας, πετσί και κόκαλο, όμως τα μπράτσα του, λες και ήταν από ατσάλι, έπιανε με τα δύο χέρια την παραμίνα, τη σήκωνε στον αέρα ψηλά ίσα με πενήντα, εξήντα εκατοστά και ύστερα δυνάμωνε την κάθοδο της. Το έδαφος υποχωρούσε στη βίαιη προσγείωση της. Σε κάθε κτύπημα έμπαινε η παραμίνα τουλάχιστον είκοσι πόντους, πιο βαθεία. Κάθε φορά η τρύπα βάθαινε δέκα εκατοστά. Μετά ερχόταν η λεπτή τέχνη της έρευνας με την ακοή. Ζύγιαζε την παραμίνα και την κτυπούσε ελαφρά και στριφογυριστά. Τότε το κεφάλι του έπαιρνε μία κλήση ευθεία με την παραμίνα. Αφουγκραζόταν την είσοδό της, αφουγκραζόταν αν εκεί στη διαδρομή της, στο βάθος της γης, υπήρχε κάποιο κιβώτιο, κάποιο τσουβάλι με λίρες χρυσές, ο ήχος θα ακουγόταν ξεκάθαρα. Η τέχνη του ήταν απαράμιλλη. Όταν έφτανε την παραμίνα σε βάθος ενός μέτρου, σταμάταγε και προχώραγε στο άνοιγμα μιας νέας τρύπας, δίπλα. Κάθε βράδυ κεντούσε το έδαφος με τρύπες  που είχαν μικρή απόσταση μεταξύ τους, δεν ξεπέρναγαν του σαράντα πόντους περίπου.

«Εγώ και ο μάστορας Αιμίλιος, παρακολουθούσαμε την ιεροτελεστία, σκυμμένοι και κρυμμένοι στο πεζούλι που ήταν κτισμένο γύρω από το Νεκροταφείο. Δεν ήθελε εμείς να ανακατευτούμε στο άνοιγμα κάθε τρύπας. Θεωρούσε, ο μπάρμπας μου τον εαυτό του αυθεντία στον χειρισμό του λοστού και εμείς δεν του το αρνιόμαστε. Μας έδινε συμβουλές μόνο στο ανεβοκατέβασμα της παραμίνας, όταν κουραζόταν και αλλάζαμε βάρδια. Τη ιεροτελεστία του αφουκράσματος την ήθελε αποκλειστικά δικιά του. Ήμουνα στο ένα μου πόδι στο φρεσκοσκαμμένο μνήμα και το άλλο ακούμπαγε στην τρύπα που είχε ανοιχθεί από την προηγούμενη βραδιά. Απόφευγα να κοιτάζω τα μνήματα και τους σταυρούς στα ανασκαμμένα χώματα. Μου ερχόταν μια περίεργη ανακατωσούρα. Το κεφάλι μας ήταν υποχρεωτικά, κάτω από το χαμηλό πεζούλι, ήμαστε σχεδόν γονατιστοί, για να μην μας δουν οι περαστικοί του χωριού.

«Έτσι λοιπόν εξηγείται το μπαμ-μπουμ, μπαμ-μπουμ που άκουγαν το βράδυ οι συγχωριανοί σας;»
«Έτσι φαίνεται!!! νόμιζαν ότι ήταν φαντάσματα, αφήναμε να πιστεύουν ότι ήθελαν. Ο σκοπός μας ήταν να μην μας πλησιάσουν στο Νεκροταφείο και αναγκαστούμε να δώσουμε εξηγήσεις ή να φωνάξουν, ήταν το πιο πιθανό, τη Χωροφυλακή»
«Νόμιζαν ότι ήταν φαντάσματα;»
«Βέβαια φαντάσματα, μαγικά πράγματα και ξωτικά»
«Κάθε βράδυ φεύγαμε από το Νεκροταφείο και αφήναμε πίσω μια σειρά από τρύπες, ακριβώς πίσω από το ιερό του Αγίου Νικολάου. Ο Θείος Κωστάκης είχε σκοπό να προχωρήσει τις τρύπες του, σε νοητή γραμμή ολόκληρου σε φάρδος του ιερού, μέχρι το απέναντι τοιχίο»

“Ο Θείος Κωστάκης είναι ο αιώνιος φευγάτος της οικογένειας” συνέχισε ο Χρήστος “έτσι τουλάχιστον έχω ακούσει να λένε στον οικογενειακό μας κύκλο. Τώρα θα βρίσκεται κρυμμένος σε τίποτα βούρλα στις λιμνοθάλασσες της περιοχής. Θα καραδοκεί για καμιά ψαριά να ταΐσει την πολυπληθή οικογένεια”

“Ο θείος σου αδελφός του πατέρα σου είναι;”
Μάλιστα κυρ – Νωματάρχη”
“Λέγεται Κώστας Γκίκας;”
“Μάλιστα κυρ- Ενωμοτάρχη”
“Μα νομίζω ότι έχει σε εκκρεμότητα ένταλμα συλλήψεως στο όνομα του. Περιμένει να εκτελεστεί. Δεν παρουσιάστηκε στο δικαστήριο για μήνυση που κατατέθηκε σε βάρος του, από τον ενοικιαστή της λιμνοθάλασσας. Η μήνυση αναφέρει ότι ψάρευε σε απαγορευμένα μέρη της λίμνης, σε χώρους που ήταν νοικιασμένοι για εκμετάλλευση”

“Κύριε Ενωμοτάρχη, η υπαρκτή ένδεια, αναγκαίον κακό” παρατήρησε ο κύριος Γιώργος.
“Οι φρουροί που βάζει ο ιδιοκτήτης δεν φτάνουν για να προστατεύουν τη λιμνοθάλασσα από τη λαθραία αλιεία. Τεράστια είναι η έκταση. Ο κάθε λαθραίος αλιέας, όπως ο Κωστάκης Γκίκας, έχει κρυμμένο το πριάρι δίπλα του, καταχωνιασμένο στη συστάδα των βούρλων, όπως τα αγριοπούλια. Δίπλα όλα τα σύνεργα, το καμάκι, η απόχη, τα δίκτυα. Μόλις χαλαρώσουν την επιτήρηση τρέχουν οι λαθραίοι για ψαριά, να προλάβουν. Θα πιάσουν μερικούς κεφάλους, να τους πουλήσουν για ψωμί και κανένα όσπριο” και συνέχισε ο ενωμοτάρχης
“θα ενδιαφερθούμε αργότερα για την σύλληψή του, θα στείλουμε απόσπασμα αν τον βρει» συνέχισε Χρήστο:

«Κάθε μέρα αναπτερωνόταν το ηθικό μας. Ο θησαυρός ήταν κιόλας στα χέρια μας. Λίγο ακόμα και θα γινόμαστε πλούσιοι. Δίναμε κουράγιο ό ένας στον άλλο. Όλη τη διάρκεια της ημέρας, ο μάστορας και εγώ, είμαστε στη δουλειά, σφυρί και καλέμι, και τη νύχτα ξενύχτι για το κυνήγι του θησαυρού. Δεν χόρταινα ύπνο καθόλου. Η δουλειά την ημέρα, άρχιζε και γινόταν καταπιεστική. Κοντεύαμε να τελειώσουμε τις τελευταίες γραμμές από τρύπες, όταν με βρήκε ένα ξαφνικό πλίνθο στο κεφάλι και αναπήδησα σαν βατράχι. Στη προσπάθεια μου να προφυλαχθώ έπεσα στην από έξω πλευρά του τοιχίου και έχασα της αισθήσεις μου. Τα υπόλοιπα τα ξέρετε …………»

“Ανακεφαλαιώνουμε:” λέει ο ενωμοτάρχης “Τον κύριο καθηγητή που δημιουργεί ψεύτικους παράδεισους θα τον έχουμε υπόψη μας για την επόμενη πρωτοβουλία του, να μην σου πω ότι θα τον συλλάβω με το έγγραφο που μου έστειλε η Χωροφυλακή των Ιωαννίνων. Για σένα Μάστορα Αιμίλιε έχω πολλά για την καμπούρα σου. Θα σκεφτώ πολύ, τι κατηγορίες θα σου προσάψω, τις ανέφερα προηγούμενα. Δίνω απαλλακτικό στον νεαρό Χρήστο, βλέπεις η ηλικία του είναι ένα απαλλακτικό κατανοητό. Ο κύριος Γιώργος επιβεβαίωσε για άλλη μία φορά την ηθική του ακεραιότητα με τον αυθορμητισμό που τον διακρίνει. Όσον αφορά τον Κωστάκη Γκίκα δεν αλλάζει τίποτα, όποια απόφαση και να πάρω σαν υπηρεσία, θα παραμένει πάντα καταζητούμενος

«Ξάδελφε η αποστολή μας τελείωσε, η υπόθεση φαίνεται ότι θα κλείσει εδώ. όλα τα ερωτηματικά καλύφτηκαν από τις απαντήσεις τους. Καμιά παρατήρηση;»
«Ναι, οι άνθρωποι είναι ίδιοι παντού, σε όλα τα πολιτικά -οικονομικά συστήματα, σε όλες στις κοινωνικές τάξεις, σε όλο τον κόσμο. Ο Πειραιάς έχει τα ίδια προβλήματα, αν και είναι μεγάλη και περίπλοκη πολιτεία, σε σχέση την Άρτα και τα γύρω χωριά της που κατοικούνται από αγροτικό πληθυσμό»
«Με βοηθάς ξάδελφε και με αποπαίρνεις με τον τρόπο σου, λέω, να ζητήσω μετάθεση στη Θεσσαλονίκη ή στην Αθήνα» ο Αστυνόμος Πέτρου του Πειραιά  έκανε μια αόριστη χειρονομία και δεν απάντησε.

Ο ενωμοτάρχης Πέτρου γύρισε στο Χρήστο «λοιπόν άνθρακες ο θησαυρός ……………..» και συνεχίζει «αυτό λύνει τα χέρια μου, να μην ενδιαφερθώ υπηρεσιακά περισσότερο. Δεν υπάρχει θησαυρός, δεν υπάρχει αντικείμενο, αν εσύ, από μόνος σου Χρήστο, θέλεις να κάνεις μήνυση σε αυτόν που σου πέταξε το τούβλο ………….»

«Όχι, όχι κυρ νωματάρχη ……….»
«Γιατί Χρήστο, γιατί;»
«Φταιω και εγώ, τι τους ήθελα τους θησαυρούς. Θησαυρός είναι η καθημερινή δουλειά που έχω …….»


Δείτε πίνακα διηγημάτων στην Ανάρτηση της 6/5/2014

Σημ: Οποιαδήποτε ομοιότητα με την πραγματικότητα είναι εντελώς συμπτωματική

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου