Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

Γελώντας με τον Θάνατο - Διήγημα -28 Μαΐου 2014



Γελώντας με τον Θάνατο - Διήγημα -28 Μαΐου 2014





«Λοιπόν γιατρέ τι μου βρίσκεις;» λεει ο Ανδρέας Παπάκης, κοιτάζοντας κατάματα τον γιατρό που ήταν μπροστά του όρθιος. Είχε εισαχθεί στο Τζάνειο Νοσοκομείο του Πειραιά για γενικές εξετάσεις. Κάθισε τρεις ημέρες σε αναμμένα κάρβουνα και τώρα περίμενε με ανυπομονησία στο γραφείο του γιατρού. Τους τελευταίους μήνες η υγεία του είχε κλονισθεί ανεπανόρθωτα. Σχεδόν γνώριζε τι είχε, ……………………… όμως μια τρίτη γνώμη έχει τη δική της βαρύτητα.

«Κοιτάζω τις εξετάσεις σου, αξονική τομογραφία, αναλύσεις αίματος και ούρων, ακτινογραφίες, γνωμοδοτήσεις καρδιολόγων, φαίνονται δύσκολα τα πράγματα. Δεν είμαι ο κατάλληλος για διάγνωση. Η συμβουλή μου είναι να μπείτε στο Μεταξά ……»
«Ναι γιατρέ, καταλαβαίνω ……………. εννοείτε το Νοσοκομείο Μεταξά, εδώ δίπλα …….»
«Να σας δώσω εξιτήριο με όλες τις εξετάσεις που σου κάναμε και να πας γραμμή για το Μεταξά. Σήμερα κιόλας, η κατάστασή σου δεν επιδέχεται αναβολή ……..»
«Ναι γιατρέ, θα το κάνω ……….. δίκιο έχετε ……….. πάλι εξετάσεις, πάλι γύμνια στα ανθρώπινα μάτια, πάλι βουβά πρόσωπα»

Ο Ανδρέας Παπάκης πήρε μια στοίβα χαρτιά και πλάκες παραμάσχαλα και βγήκε από το γραφείο στον τρίτο όροφο του Τζανείου Νοσοκομείου. Ο γιατρός ακούμπησε απαλά το χέρι στον ώμο της γυναίκας του που τον συντρόφευε και την σταμάτησε: «περιμένετε λίγο. Αφήστε τον άνδρα σας να απομακρυνθεί». Στο γραφείο ήταν και ο μεγάλος του γιος. Κοντοστάθηκαν να ακούσουν το περισσότερο, το πιο ανησυχητικό. Τους είχε πάρει η ρουτίνα των εξετάσεων, από το ένα μηχάνημα στο άλλο, από τον ένα γιατρό στον άλλο, από την μια νοσηλεύτρια στην άλλη, με την στερεότυπη ερώτηση στα χείλη. < πότε θα πάρουμε τα αποτελέσματα των εξετάσεων; >. Αυτοί οι γιατροί έχουν μια μνημειώδη προσκόλληση στις εξετάσεις, εξετάσεις που δίνουν στον υποτιθέμενο ασθενή. Λες και αυτή είναι η ιατρική προσφορά τους. Πάκα από χαρτιά και φιλμ, μια και δύο και τρεις φορές …….. έτσι μας λέγουν, για σιγουριά.

«Λοιπόν γιατρέ ……….» κοιτάζει ανήσυχα η γυναίκα του Ανδρέα Παπάκη « τι άλλο έχετε να μας πείτε;»
«Ο ¨άνδρας σας έχει καρκίνο, λυπάμαι πολύ. Είναι γεμάτος στην κοιλιακή χώρα, στο συκώτι, στην σπλήνα, στον πνεύμονα, στο πάγκρεας ……… γεμάτος»
«Λοιπόν ……..»
«Να πάτε στο Μεταξά. Δεν αντέχει εγχείριση ο ασθενής. Έχει εξαπλωθεί ο καρκίνος. Μόνο χημειοθεραπεία μπορεί να γίνει»
«Στα τελευταία στάδια είμαστε γιατρέ;»
«Δυστυχώς ναι ….»
«Διάρκεια ζωής γιατρέ;»
«Τρεις με τέσσερις μήνες, το πολύ. Μετά θα έλθει το τέλος, λυπάμαι …»
«Αν κάνουμε χημειοθεραπεία;’ μπαίνει στην κουβέντα ο γιος.
«Τρεις ακόμη μήνες παράταση ζωής. Δυστυχώς η επιστήμη δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Αυτό είναι το τέλος. Ο ασθενής είναι στην τελική ευθεία ……»

«Ευχαριστούμε …..» σκύβουν το κεφάλι χαμηλά, μάνα και γιος και βγαίνουν στον διάδρομο. Πανε να συναντήσουν τον Ανδρέα στο δωμάτιο του Νοσοκομείου. Δεν ξέρουν τι να πουν. Κοιτάζονται στα μάτια, μάνα και γιος και δεν βγαίνει κουβέντα από τα χείλη τους. Τα βήματα τους είναι βαρειά αλλά προχωρούν, προχωρούν προς το αδιέξοδο του θανάτου, σαν θεατές. Εκεί ήταν και τα άλλα του παιδιά. Ρίχνουν τις ματιές τους καταλαβαίνουν. Η αρρώστια είναι μη ανατρέψιμη. Όλοι γύρω του δεν μιλούν. Δεν έχουν τίποτε να πουν. Όταν γίνεται χειροπιαστή η είδηση του μοιραίου, τα λόγια περιττεύουν. Οι άνθρωποι γίνονται <στήλες άλατος>.

«Ανδρέα, ξέρεις τι μας είπε ο γιατρός;» λεει η γυναίκα του. Σαν γυναίκα ξέρει να αντιμετωπίζει τον θάνατο, όπως τη ζωή. Γεννά τη ζωή, την υποστηρίζει, την μεγαλώνει με στοργή, την ευνοεί να αναπτυχθεί. Μένει κοντά, πολύ κοντά στον θάνατο, τον συντροφεύει, τον κανακεύει, τον ωραιοποιεί και τον βάζει μέσα στο χώμα, στη μητέρα γη.

«Ξέρω χωρίς να ακούσω» απαντά ο Ανδρέας.
«Πρέπει να κάνεις χημειοθεραπεία …….»
Ο Ανδρέας κοιτάζει όλη την οικογένεια όπως είναι συγκεντρωμένη στο δωμάτιο, κοιτάζει στην άλλη άκρη του δωματίου και λεει ήσυχα: «εγώ δεν γίνομαι σαν κι’ αυτόν. Δεν θα αφήσω τους γιατρούς με τα διαλομηχανήματά τους, να με κάνουν φαλακρό» και δείχνει τον προσωρινό συγκάτοικο τους, εκεί στην μια άκρη. Ήταν ένας ασθενής που έπασχε από καρκίνο. Ήταν στο <θεραπευτικό> στάδιο της χημειοθεραπείας, με αποτέλεσμα όλα του τα μαλλιά να έχουν πέσει. Ήταν ζαλισμένος ακόμα, μετά από τις ακτινοβολίες που είχε υποστεί. Ήταν ένα ψυχικό ράκος.

«Ξέρω ότι έχω καρκίνο. Δεν είμαι χαζός. Αν μπορούσε να καταπολεμηθεί, θα με κρατούσαν εδώ, στο Τζάνειο, τώρα με στέλνουν στο Μεταξά. Αυτό σημαίνει <θάνατος>. Θα τον περιμένω» και ξεκίνησε να ετοιμάζει τα πράγματα του για την <ηρωική> έξοδο. Έβγαλε την πυτζάμα του. Φόρεσε το κουστούμι του. Ήταν τέλη Απριλίου και έτσουζε ακόμα το κρύο. Πήγε στο λουτρό να φρεσκαριστεί, να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του. Ο καθρέπτης μπροστά του. Δεν μπορούσε να τον αποφύγει. Άθελα του κοίταξε εξεταστικά το είδωλό του. Έβλεπε μέσα στον καθρέπτη έναν μεγάλο άνθρωπο. Είχε διαβεί το κατώθλι της τρίτης ηλικίας, της γεροντικής, εδώ και επτά, οκτώ χρόνια. Ήταν εξήντα οκτώ χρόνων. Το πρόσωπό του δεν ήταν γερασμένο. Οι ρυτίδες ήταν ρηχές, αβαθείς είχαν ακόμη περιθώρια να μεγαλώσουν. Τα μαλλιά του ήταν πυκνά, πλούσια ασπρόμαυρα. Κυριαρχούσαν οι άσπρες τρίχες. Το μουστάκι του και αυτό άρχισε να παίρνει τα άσπρο χρώμα, <γεροντική ηλικία > σκέφτηκε. Δεν θυμάται από πότε είχε αφήσει μουστάκι. Θα ήταν τότε στον στρατό ίσως. Έβλεπε τα ίχνη του θανάτου να γίνονται ημέρα με την ημέρα πιο έντονα στο χρώμα της επιδερμίδας του. Μια κιτρινάδα περίεργη αντιμετώπιζε, όταν κοιταζόταν στον καθρέπτη, τους τρεις τελευταίους μήνες. Χαμογέλασε με νόημα στην φιγούρα του, λες και κάποιος φίλος έβλεπε την φωτογραφία του μετά τον θάνατό του <άραγε έτσι θα χαμογελούν, συγγενείς, γνωστοί και φίλοι, όταν θα με βλέπουν στην φωτογραφία;> σκέφτηκε. Συνειδητοποίησε ότι ήταν ακόμη ζωντανός και απεφάσισε να ανταμώσει το συγγενικό τσούρμο που ήταν μαζεμένο στο χώρο επισκέψεων του Νοσοκομείου.

«Κουράγιο Ανδρέα. Όλα θα περάσουν ….»
«Ναι Γιώργο, ναι όλα ………» πετάγεται η γυναίκα του.
«Του είπε ο γιατρός να κάνει χημειοθεραπεία και αυτός αρνιέται Γιώργο, συμβούλεψε τον και εσύ ……»
«Ανδρέα ……»
«Άκουσε, ακούστε ……. εγώ δεν γίνομαι πειραματόζωο στο χέρια των γιατρών και των μηχανημάτων τους …..»
«Σήμερα η επιστήμη της ιατρικής κάνει θαύματα …….»
«Χρησιμοποιεί τον άνθρωπο» λεει ο Ανδρέας «σαν πειραματόζωο, τον πονάει, τον κάνει να δυσανασχετεί στο όνομα των <ιερών εξετάσεων>, του τεμαχίζει την ψυχή …….»
«Έλα τώρα Ανδρέα, τα παραλές ……….»
«Φεύγουμε όλοι μαζί!!» προτείνει ο Ανδρέας στην ομήγυρη «Δεν θέλω καροτσάκι για να εξέλθω από το Νοσοκομείο. Τα πόδια μου με κρατάνε γερά. Μπορώ να περπατάω ακόμα ….. και θα περπατάω συνέχεια…… μέχρι το τέλος. Θα πάμε στο εξοχικό να κάτσουμε ένα μήνα και μετά στο χωριό, στην γενέτειρα μου. Εκεί θα βγάλω το καλοκαίρι μέχρι ………. το τέλος. Αυτό θα γίνει …….»
Έγινε ακόμα μια προσπάθεια από την συντροφιά, να τον πείσουν να κάνει τις χημειοθεραπείες, που συμβούλεψε ο γιατρός. Ο Ανδρέας ήταν ανένδοτος, επέμενε στη θέση του. Όχι πειράματα με την ψυχή του.



***



Οι συγγενείς εκεί στον χώρο επισκέψεων του Νοσοκομείου είχαν χωρισθεί σε πηγαδάκια, τρεις, τρεις και σχολίαζαν τις νεώτερες ειδήσεις για την ασθένεια:
«Να μην το ξέρει κανένας, το πόσο προχωρημένο ήταν το στάδιο του καρκίνου στον Ανδρέα; ……»
«Ακόμα ούτε η γυναίκα του δεν το ήξερε. Έβλεπε ότι ήταν άρρωστος, είχε αλλάξει στάση ζωής, αλλά το μυαλό της δεν πήγαινε στον καρκίνο. Ύστερα ο Ανδρέας υπόφερε όταν ήταν μικρός από τον <κίτρινο πυρετό>, την ελονοσία. Καταγόταν από τον κάμπο της Άρτας. Εκείνη την εποχή, μετά τον πόλεμο έσπερναν ρύζια στα χωράφια. Είχαν αρδευτικά έργα και το νερό των ποταμών ήταν άφθονο. Τα στάσιμα νερά είναι φυτώρια ελονοσίας. Ήταν από τους <τυχερούς> της ηλικίας του. Σε τακτά χρονικά διαστήματα, τον έπιανε ο κίτρινος πυρετός αλλά γρήγορα συνερχόταν. Υπολείμματα εκείνης της εποχής»

«Η δική μου ή άποψη είναι, ότι γνώριζε την αρρώστια του. Ήταν ένας εύστροφος στο μυαλό άνθρωπος. Είχε φαει τη ζωή με το κουτάλι. Γνώριζε ότι είχε καρκίνο από την πρώτη στιγμή, από τις πρώτες αλλαγές που δέχτηκε το σώμα του. Είχε αποκτήσει μια περίεργη στρογγυλάδα στην προτεταμένη κοιλιά του. Αν και δεν ήταν παχύς, είχε μια κοιλιά διογκωμένη, ένδειξη ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ακόμα και όταν έχανε κιλά στο βάρος του, η κοιλιά παρέμενε σταθερή στο μέγεθος της. Δεν παραπονέθηκε σε κανένα. Μάλιστα είχε έλθει ένα από τα πρωινά στα γραφεία μου και μεταξύ άλλων μου είπε χαρακτηριστικά: <τώρα βρέθηκε να αρρωστήσω, τώρα που φτιάχνεται οικονομικά η οικογένεια;>

»Ο Ανδρέας δεν ανέφερε σε κανέναν για τον καρκίνο που του είχε επιτεθεί. Το κράτησε μυστικό. Δεν ήθελε τη λύπη των συγγενών, των φίλων του, της οικογένειας.

»Σκέφτομαι ότι ήθελε να κοροϊδέψει κατάμουτρα τον θάνατο. Να του πει έτσι ψυχρά <δεν σε υπολογίζω>

»Σκέφτομαι ότι δεν θέλησε να γίνει <ζητιάνος> στις γνώσεις της ιατρικής. Του έφταναν οι δικές του. Ήταν αρκετές για να του γεμίσουν τη ζωή. Έκανε απλούς υπολογισμούς: αφού οι γιατροί και η ιατρική που ασκούν, μπορούν να θεραπεύσουν, αφού η επιστήμη της ιατρικής με την εξέλιξη μέσα από τη νέα τεχνολογία μπορούν να θεραπεύσουν, γιατί δεν νικούν και τον θάνατο;

»Τα είπε όλα με την φράση που εξεστόμισε προηγούμενα στο δωμάτιο του Νοσοκομείου <δεν γίνομαι πειραματόζωο>. Αλήθεια μέχρι που φτάνει η θεραπεία, από που ξεκινούν τα πειράματα; έχει στήσει η ιατρική ένα μηχανισμό λειτουργίας που δύσκολα μπορεί κανείς να απαγκιστρωθεί. Από τη στιγμή που θα τολμήσεις να εισέλθεις σε αυτόν, να ζητήσεις βοήθεια, είσαι τις περισσότερες φορές καταδικασμένος. Σου δίνουν μια παράταση ζωής έξη μήνες ή ένα χρόνο και αυτό είναι όλο. Το Νοσοκομείο γίνεται το δεύτερό σου σπίτι. Μπαινοβγαίνεις ασταμάτητα. Ποιότητα ζωής σχεδόν μηδέν.

»Ο ασθενής είναι δεμένος με αλυσίδες και πορεύεται προς τον θάνατο, με τον δικός τους τρόπο, όχι με τον τρόπο και την ψυχική θέληση του. Βγάλτε τα συμπεράσματα σας …….»

«Ο Ανδρέας χλεύαζε τον δρόμο με την αλυσίδα, αυτόν που του πρότειναν οι γιατροί. Αψήφησε τον θάνατο, τον κοίταξε κατά πρόσωπο ………. και γέλασε»

»Και το οικονομικό που το πας;»
«Ένα άλλο μαρτύριο, όχι για τον ασθενή αυτή τη φορά, για την οικογένεια. Πωλεί η οικογένεια οικόπεδα, σπίτια, μετοχές, βγάζει στο σφυρί: πίνακες ζωγραφικής, τιμαλφή, έπιπλα, δανείζεται από τους συγγενείς και φίλους, δανείζεται από τις τράπεζες. Ένας αμαρτωλός κύκλος που λέγεται απλά <λογιστήριο Νοσοκομείου> <λογιστήριο Κλινικής> ή <αμοιβή γιατρού>». Που σταματούν οι καλώς αμειβόμενες ιατρικές υπηρεσίες και που ξεκινά η εκμετάλλευση;

»Έχει θάρρος. Περπάτησε με τα δικά του πόδια για να πάει στο Νοσοκομείο. Δεν δέχτηκε να κάτσει σε καροτσάκι. Το απέφυγε και στην αποχώρηση. Ο γιατρός μάλιστα, αναρωτιόταν μπροστά στον γιο του <στην κατάσταση του πως μπορεί και περπατά;>

«Τα Νοσοκομεία μεγάλωσαν, πλήθυναν και παρουσιάζονται σαν ναοί πόνου των ανθρώπινων σωμάτων. Αυτόν τον πόνο τον εντείνουν, με αναρίθμητες εξετάσεις και τεστ που υφίστανται τα ανθρώπινα σώματα. Είναι πραγματικότητα ότι τρέχουν πολλοί πιστοί σε αυτούς τους ναούς του πόνου, είτε έχουν εγκαταλείψει τους ναούς της θρησκείας, είτε όχι. Μειώνονται οι οπαδοί της θρησκείας και αυξάνονται οι οπαδοί των Νοσοκομείων, των γιατρών, και της νέας τεχνολογικής εξέλιξης. Μήπως πρέπει να βρεθούν τα όρια αυτών των στηριγμάτων της ζωής;»

«Μήπως ο Ανδρέας έχει στήριγμα τη θρησκεία; την αγκαλιά της χριστιανής θρησκείας. Το παράδειγμα της υπομονής, την υπόσχεση του <παράδεισου>; <το χουν εις χουν >. Φαίνεται ότι έχει την δική του προσέγγιση στη θρησκεία. Ο Θεός δίνει τη ζωή χωρίς να ρωτήσει κανέναν, γιατί να ρωτήσει για τον θάνατο; Μέχρι ποίου σημείου μπορούν να διορθώσουν οι γιατροί τη θέληση του Θεού; Τα στολίδια της εκκλησίας τον αφήνουν αδιάφορο. Άραγε θα τον αφήσουν μέχρι το τέλος του; θα τον παρακολουθήσουμε, θα ίδωμεν ……»

«Θέλει να πεθάνει στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Αυτό ζήτησε και αυτό θα κάνει, χωρίς ελεημοσύνες, χωρίς παλικαρισμούς, χωρίς απαιτήσεις, χωρίς κλάματα και βοήθεια προς το ιατρικό ιερατείο. Έτσι απλά, όπως γεννήθηκε. Όταν γεννήθηκε, όταν γεννιέται ο άνθρωπος, βγαίνει από τη μήτρα της μάνας του, δεν γνωρίζει τίποτα, φαίνεται και όταν πεθαίνει δεν γνωρίζει πάλι τίποτα»

Μια φωνή ακούστηκε :<ελάτε, φεύγουμε>. Όλοι κατευθύνθηκαν προς την έξοδο του Νοσοκομείου. Τα σχόλια σταμάτησαν απότομα. Θα είχαν και άλλα να πουν. Ο θάνατος μέσα στα Νοσοκομεία, μέσα στα Συμβούλια των γιατρών, δεν είναι ένα θέμα που εξαντλείται εύκολα. Οι άνθρωποι ανασαίνουν άλλο αέρα όταν αφήνουν πίσω τους την πόρτα του Νοσοκομείου, ανασαίνουν τον αέρα της ζωής.


***



Εκκλησίες, σταυρούς, τελετές, μνημόσυνα, γεύματα σιωπής και λύπης, νεκροταφεία, παπάδες, μαύρα ράσα, λειτουργίες, δεήσεις, όλα δείχνουν ότι οι άνθρωποι τιμούν τους νεκρούς τους. Όλες τις εποχές τους τιμούν, από τότε που εμφανίστηκαν στη γη. Παλαιότερες εποχές, νεώτερες εποχές, πρόσφατες εποχές θυμούνται οι άνθρωποι τους νεκρούς τους και παραδειγματίζονται. Τον Ανδρέα Παπάκη τον θυμήθηκαν σαράντα ημέρες μετά το μοιραίο τέλος της ζωής του. Τον θυμήθηκαν συγγενείς, καρδιακοί φίλοι, γνωστοί, εχθροί, στο χωριό του, μέσα στη φύση, στον πράσινο κάμπο της Άρτας.

Κάθισαν παρέες, παρέες και άφησαν τη μνήμη τους να τρέξει στα παλιά. Όχι υποχρεωτικά όλοι στον Ανδρέα. Όλοι έχουν να θυμούνται κάτι από το παρελθόν τους. Εκεί αναφέρονται για να πάρουν δύναμη να συνεχίσουν τη ζωή.

«Το ερώτημα που βγαίνει είναι αν άντεξε σε αυτή τη στάση της απειθαρχίας, μέχρι το θάνατο. Μας είπαν ότι άντεξε γιατί κοίταξε αγέρωχα τον θάνατο, να τον κοροϊδέψει, να υποτάσσεται σε αυτόν χωρίς παράπονα, να τον χαϊδεύει με αντάλλαγμα τη ζωή του. Πέρασε ένα διάστημα χρόνου τριών μηνών, μικρό για μας, πολύ μεγάλο γι’ αυτόν. Οι γιατροί του έδωσαν μόνο τόσο χρόνο ζωής ……»

«Ξαναθυμάμαι τον Ανδρέα Παπάκη, τότε μετά την κοινοποίηση του επικείμενου θανάτου του. Ήταν αντίθετος στους γιατρούς, στα διαβολομηχανήματα της νέας τεχνολογίας, τις συνταγές των φαρμάκων και στους βιοχημικούς.

»Έριξε πίσω του όλες τις αναφορές που είχε από αυτούς, όμως ο καρκίνος δεν τον ξέχναγε. Έστειλε ο θάνατος τον καρκίνο να τον προσελκύσει στην αγκαλιά του και ο Ανδρέας τον καλοδέχτηκε ……»

«Αυτή η επιμονή του Ανδρέα να κρατήσει μέχρι την τελευταία στιγμή μυστική την αρρώστια του; τι σας λεει; θάρρος, λεβεντιά, φόβος, περίεργη συμπεριφορά;”

«Μια ημέρα τον επισκεφθήκαμε στο εξοχικό του, κοντά σε εκείνες τις κακές ημέρες, πρόσφατα μετά τις εξετάσεις που είχε υποστεί στο Τζάνειο Νοσοκομείο. Πάντα στρώναμε τραπέζι σε τέτοιες συναντήσεις. Πίναμε ένα ποτήρι κρασί και τρώγαμε ότι βρισκόταν. Ήταν η παρέα που λειτουργούσε συντροφικά. Είχε αγοράσει ο Ανδρέας ψάρια από την αγορά και κρασάκι. Γεύσεις, χαρές και λύπες μαζί:
<Μάγδα φέρε και σε εμένα ένα ψάρι να φαω. Φέρε μαχαίρι και πιρούνι. Θα συντροφεύω τον Γιώργο. Δεν θα κάθομαι έτσι άπραγος> λεει ο Ανδρέας στην κόρη του. Αυτή τον κοιτάζει με απορία. Τις τελευταίες ημέρες δεν είχε τη δυνατότητα να καταπιεί στερεά τροφή. Πόναγε ιδιαίτερα, η αρρώστια τον είχε κτυπήσει και στο οισοφάγο. Η λύση ήταν να του αλέθουν την τροφή, να την κάνουν ρευστή και υγρή. Φάνηκε λοιπόν περίεργο ένα τέτοιο διάβημα από τον Ανδρέα. Πρόσθετα είχε χάσει και τη δύναμη της φωνής του, μόλις ακουγόταν και είχε αποκτήσει μια αδικαιολόγητη βραχνάδα.
<Να φέρω μπαμπά> λεει η Μάγδα κουνώντας το κεφάλι της με αμφιβολία. Ο Ανδρέας αγκαλιάζει το πιάτο με το μάτι, παίρνει το μαχαίρι και το πιρούνι, πράγμα ασυνήθιστο για αυτόν. Έτρωγε πάντα με τα χέρια. Καθαρίζει τα κόκαλα και <χραπ> βάζει το καθαρό κομμάτι του ψαριού στο στόμα. Γρήγορα, γρήγορα μασάει και καταπίνει. Το κάνει αρκετές φορές, μέχρι να τελειώσει το ψάρι του πιάτου του. Ύστερα απευθύνεται στον ένα της παρέας:
<Γιώργο, το έφαγα ……….. το ψάρι μου, φαει και εσύ το δικό σου …….>

«Έτσι ο Ανδρέας κορόιδευε τον θάνατο, τον καιρό που περίμενε να τον πλησιάσει. Ήταν κατόρθωμα γι’ αυτόν να φαει ξερή ………. τροφή. Χαμογελούσε στον θάνατο με ερωτική διάθεση.

«Ενδιαφέρουσα η περίπτωση του ………»
«Στο σπίτι του, στο χωριό, καθόταν όλη την ημέρα στο μπαλκόνι και χαιρετούσε τους περαστικούς. Τους ήξερε όλους τους χωριανούς του και όχι μόνο. Ήταν γνωστός σε όλο τον κάμπο από τα μικρά του χρόνια. Βρισκόντουσαν όλοι μαζί, στα σπαρτά, στα καλαμπόκια, στα αραποσίτια, στα φασόλια, στα μπαμπάκια, στο τριφύλλι, πώς να ξεχωρίσει φίλους, γνωστούς και εχθρούς; δεν έβγαζε λόγια με ήχους, είχε μόνο νεύματα. Όμως χαιρετούσε αγέρωχα, αδιαφορούσε για την λύπη που του έδειχναν, αδιαφορούσε με τον θάνατο»

«Εγώ άκουσα» λεει ένας άλλος συγγενής «ότι συνεχώς τα παιδιά του τον παρακαλούσαν, πότε τον φοβέριζαν, πότε τον παρότρυναν να πανε στον Νοσοκομείο στα Γιάννενα. Να ανακουφίσουν τους πόνους του. Έβλεπαν τους μορφασμούς του. Δεν άκουγαν παράπονα. Δεν μυρίστηκαν κρυφά κλάματά του. Μπορεί όμως να συνέβαιναν. Δεν γνωρίζουμε την ανθρώπινη ψυχή. Μόνο που κάπνιζε πολύ. Άναβε και έσβηνε το τσιγάρο, γρήγορα και πάλι γρήγορα. Αυτό του είχε μείνει για συντροφιά. Έβλεπε πόσο γρήγορα απομακρυνόταν από τους ανθρώπους, τους ανθρώπους της οικογενείας του, τους γνωστούς και φίλους. Απομακρυνόταν προς τον θάνατο, όμως αυτός ήταν παλικάρι και τον περιγελούσε. Έκανε το παλικάρι στον θάνατο. Του μίλαγε με την ψυχή του <Πάρε με έτσι όρθιο, αν μπορείς!!>. Πείσμα ο Ανδρέας. Έβαζε τα πόδια του κάτω, στερεωνόταν και έλεγε ένα μεγάλο όχι, όχι δεν ήθελε να κλειστεί στο Νοσοκομείο. Λάτρευε τον κάμπο της πατρίδας του. Ήθελε να τον βλέπει από το μπαλκόνι του σπιτιού του, πέρα μακρυά μέχρι τις λιμνοθάλασσες»

«Την τελευταία ημέρα που έφυγε, σηκώθηκε πρωί από το κρεβάτι του και ζήτησε από την γυναίκα του να ντυθεί με το καλό του κουστούμι. Φώναξε τον γιο και του ζήτησε να τον πάει στο Νοσοκομείο, εκεί στα Γιάννενα. Προετοιμασίες, μετακίνηση ολόκληρης της οικογένειας από τον κάμπο της Άρτας, στα Γιάννενα, ο τελικός προορισμός. Όρθιος, αγέρωχος, με τα πόδια του να πατάνε στη γη που γεννήθηκε, πέρασε την είσοδο του Νοσοκομείου και κατευθύνθηκε στο δωμάτιο που του όρισαν. Γδύθηκε με την ησυχία του, ξάπλωσε και ο γιατρός με την νοσηλεύτρια ξεκίνησαν να προσφέρουν τις βασικές πρώτες βοήθειες. Του έβαλαν ορό και ξεκίνησαν την διαδικασία για εξετάσεις……… πάλι για εξετάσεις …… τους διέκοψε με το χέρι του και τους έκανε νόημα να έλθουν αύριο, μετά, ύστερα ή …….. κάτι τέτοιο»

«Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο μικρός διάλογος με την γυναίκα του. Η τελευταία που τον είδε προ του τέλους του. Ήταν κάπως έτσι; <θέλεις τίποτα Ανδρέα;> <δεν θέλω τίποτα, σε αφήνω τώρα, άντε γεια> και έκλεισε τα μάτια. Η γυναίκα του πίστεψε ότι ήθελε να κοιμηθεί, όμως ήταν το <τελευταίο του γέλιο> με τον θάνατο»

Η παρέα έμεινε σιωπηλή. Ακούστηκαν οι φωνές του κόσμου πιο έντονες. Είχαν σηκωθεί όρθιοι και αποχωρούσαν από την συγκέντρωση της τελετής. Όλοι μιλούσαν δυνατά, σκληρά και ήρεμα, υπομονετικά και βιαστικά. Ήθελε η παρέα να συνεχίσει. Να ειπωθούν και άλλα.να μνημονεύσουν και άλλες ιστορίες, μικρές και μεγάλες που ακούστηκαν από την οικογένεια. Κατανόησαν μέσα στην ψυχή τους ότι ο Ανδρέας Παπάκης επέλεξε τον τρόπο να σταθεί όρθιος με τον καρκίνο μέσα του, <γελώντας με τον θάνατο>
  
ΤΕΛΟΣ
 Λέξεις 2981
Ιούλιος 22, 2004

Σημ: Οποιαδήποτε ομοιότητα με την πραγματικότητα είναι εντελώς συμπτωματική

Το Blog Λογοτεχνία – Πολιτιστικά  Εκτελωνιστών δέχεται να φιλοξενήσει κείμενα συναδέλφων, αξιώματα και πολιτιστικά δρώμενα  που αναδεικνύουν τον εκτελωνιστικό πολιτισμό


Πίνακας Νο 6-α Διηγήματα όταν οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν το Θάνατο 28 Μαΐου 2014


Πίνακας Νο 6-α Διηγήματα όταν οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν  το Θάνατο
Αναρτήσεις
Πως πεθαίνει κανείς; Διήγημα αξιοπρέπειας και υπερηφάνειας
23 Μαΐου 2014
Εργατικό Ατύχημα (Πως παραμονεύει ο θάνατος) 24 Μαΐου 2014
24 Μαΐου 2014
Το Χαμόγελο του Νεκρού
25 Μαΐου 2014
Το σημάδι του Πλούτωνα  Διηγήματα μάχης με το Θεό του Άδη
27 Μαΐου 2014
Γελώντας με τον θάνατο
28 Μαΐου 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου