Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Ο Στέφανος Βουλγαράκης έγινε εκτελωνιστής για «Αυτή τη πλανεύτρα βρύση του λιμανιού» 27 Οκτωβρίου 2014



Ο Στέφανος Βουλγαράκης έγινε εκτελωνιστής για «Αυτή τη πλανεύτρα βρύση του λιμανιού» 27 Οκτωβρίου 2014

Καλοκαίρι του ΄49, ο πατέρας μου με τη μάνα μου, αποφάσισαν να πάνε στην Αιδηψό. Για τα «θαυματουργά» ιαματικά λουτρά. Για τα «Θεσπέσια» ψητά γουρουνόπουλα, που εκείνα τα χρόνια αρκούσαν οι διηγήσεις για να μαγεύονται τα αυτιά μου. Πάντως και σήμερα αν με ρωτούσες δεν θα απαντούσα με σιγουριά ποιος από του δύο λόγους βάρυνε. Πήραν μαζί τους και τον αδελφό μου. Εμένα πιτσιρικά 7 χρόνων τότε με άφησαν σπίτι με τη θεία μου. Θες ότι την τυράννησα του Χριστού τα πάθη, θες ότι με υπεραγαπούσε σε κάνα δύο μέρες το αποφάσισε. Θα μ’ έστελνε και μένα στην Αιδηψό. Τρελάθηκα. Η προσμονή και η ταραχή με ξαγρύπνησαν.

Περί –πρωί κατηφορίσαμε για το λιμάνι. Φάτσα στην πόρτα του, το μπαρμπέρικο το θείου μου, του Γιώργη του Κανάκη.
«Γιώργη τ’ αποφάσισα» λέει στον  ξάδελφό της.
«Φαίνεται πως μουρλάθηκες», ήταν η απάντησή του, όμως ξεσκίστηκε να μας εξυπηρετήσει. Στην πολυθρόνα μισοξυρισμένος μισοσαπουνισμένος, ο δεύτερος ο Γραμματικός του «ΕΛΕΝΑ». Το βαπόρι φορτώνει.

Σαλπάρει το μεσημέρι. «Θ.Θ.» λέει ο μαυροπίνακας με τη ζωγραφιά του βαποριού στη μπούκα του λιμανιού, για Βόλο, Αιδηψό, Χαλκίδα, Πειραιά.

"Κάπτα- Σπύρο τι σημαίνει «Θ.Θ.» τον ρωτάω, καθώς φρεσκοξυρισμένος με οδηγεί στο βαπόρι κρατώντας με ευθύνη σφιχτά από το χέρι, ενώ στο άλλο έχει τα μπαγκάζια μου.
«Θεού – θέλοντος παιδί μου» μου αποκρίνεται ξερά και αυστηρά. Λύθηκαν τα παιδικά μου γόνατα. 

Ίσως να’τανε οι λιχουδιές που με τρατάρισαν ίσως η ταραχή κι η αγωνία μου.
«Κάπτα- Σπύρο διψάω» ψέλλισα δειλά.
Ο Κάπτα –Σπύρος αφού μουρμούρισε κάποιες «προσευχές» κάτω από τις μουστάκες του, για την τύχη του και τον μπελά του με οδήγησε στη βρύση του λιμανιού με την προφητική παρατήρηση.
«Πιες βρε τσόγλανε, και να δούμε αν θα γλυτώσεις από εδώ μέσα. Τότε νόμισα πως μιλούσε κινέζικα.

Τέλος πάντων κάποτε φράσαμε στην Αιδηψό, σε 24ώρες νομίζω, κι ο Κάπτα- Σπύρος με παρέδωσε στον εμβρόντητο πατέρα μου.
Κάτσαν για μια μπίρα. Κατάλαβα ότι γνωριζόντουσαν.

Λέει σε μια στιγμή ο Κάπτα_Σπύρος. «Ξέρεις  Τζώρτζη ο γιος σου ποτίστηκε από τη βρύση του λιμανιού. Τον βλέπω να μη ξεκολλάει από κει»
«Άσε τις σαχλαμάρες Κάπτα –Σπύρο, το παιδί δεν το βάζω μέσα. Θα σπουδάσει» του αποκρίθηκε ο πατέρας μου, με δόση κομπασμού. Είπαν και κάτι άλλα. Το «ΕΛΕΝΑ» έβαλε να καλεί με η βραχνή μπουρού. Με φίλησε. Φιλήθηκαν. Χωρίσαμε. Τώρα από το χέρι με κρατούσε ο πατέρας μου και αγναντεύαμε το βαπόρι να κατηφορίζει για τα στενά του Ευρίπου. Όταν πήρε να θαμπώνει το σχήμα του, κινήσαμε για το σπίτι βουβοί.

Ξαφνικά σπάνει τη σιωπή ο πατέρας μου και σαν να τον απασχολούσε μου λέει: «Δεν φαντάζομαι να πίστεψες τα μασάλια του Κάπτα-Σπύρου. Κοίτα να μάθεις γράμματα, να σπουδάσεις, να γίνεις γιατρός».
«Ναι πατέρα» του είπα, και φυσικά γιατρός δεν έγινα. Έγινα εκτελωνιστής. Άλλος λέει ήταν η φύτρα μου. Άλλος λέει., που με μύρωσε ο νονός μου, εκτελωνιστής κι αυτός. Άλλος λέει φταίει η βρύση.
Πάντως και σήμερα μετά 48 χρόνια που και που σκύβω και πίνω νερό από την ίδια βρύση. Βλέπεις τόσο αυτή όσο και εγώ είμαστε ακόμα εκεί! Α ρε Κάπτα –Σπύρο νάξερες πόσο δίκιο είχες!
Σκεφτόμουν κάπου εδώ να κλείσω  ……………

Όμως θέλω να αγιάσω, με κολάζουν οι διάβολοι. Με βρίσκουν ή τους βρίσκω;
Καθώς λοιπόν σκεφτόμουν για ένα ήρεμο επίλογο έπεσε στα χέρια μου ένα περιοδικό. «Τάμαριξ», Φεβρουάριος του 97. Μεταφέρω πιστά από άρθρο του Φ Σκαμπαρδώνη.

………………… δειγματοληψίες παντού σημειωτές καταγράφουν τις ποσότητες νταλίκες φορτωμένες ανεβαίνουν στις γεφυροπλάστιγγες. Τελωνειακοί και ζυγιστές ελέγχουν με εκπαιδευμένο μάτι χαρτιά, εκτελωνιστές τρέχουν πάνω –κάτω, λιμενεργάτες κάθιδροι, μαλώνουν μεταξύ τους αστειεύονται, τσουρμάρονται. Τη νύχτα θα τους βρεις στα κοντινά μπαρ, δίπλα στον Ερυθρό Σταυρό, στα φαστ- φουντάδικα, στα στενά της Κατούνη. Το λιμάνι ο ομφαλός της συμπρωτεύουσας ένας κόσμος ζωντανός, πονηρεμένος, ξύπνιος σε διαρκή ετοιμότητα, μαθημένος στα τερτίπια και στις παγίδες της συναλλαγής, άνθρωποι της πιάτσας με μάτι αγκίστρι. Λαϊκοί που ξεχωρίζουν τη βαλούτα από την ποιότητα με μια ματιά. Που σε πουλάν και σε αγοράζουν σε δευτερόλεπτα αν δεν κατέχεις το παιχνίδι.

Και παρακάτω στο ίδιο τεύχος ο Γ. Αναστασιάδης ………..  ως χώρος που διαθέτει μια σχετική αυτονομία, έχει τους δικούς του κανονισμούς και «Κώδικες» τους δικούς του ρυθμούς ζωής το δικό του ηχόχρωμα ………………

και με τη αλμύρα της θάλασσας να διαποτίζει τους χώρους του, τους δρόμους του, τα φορτωμένα καράβια που κοιμούνται, τους σιωπηλούς γερανούς και τους ανθρώπους που ζουν κάθε μέρα κι έχουν αφήσει στις προβλήτες του κομμάτια και θρύψαλα από την καρδιά τους.

Μόνο να ξέρεις πόσο δίκιο είχες Κάπτα – Σπύρο! Για σένα λοιπόν, αλλά και για κάποιους από μας. Θα κλείσω με τρεις στίχους του Ν Καββαδία  και ίσως κάποιοι κάτι καταλάβουν:

Ήταν η πλώρη μας καθώς των φορτηγών οι πλώρες.
Γιομάτη πράγματα παλιά, που μύριζαν βαριά,
με ένα τραπέζι ξύλινο στη μέση λερωμένο
και σκαλισμένο σε πολλές μεριές με το σουγιά


Στην πλώρη αυτή κατέστρεψα τον ήρεμο εαυτό μου
και σκότωσα την τρυφερή παιδιάτικη ψυχή
όμως ποτέ δε με άφησε το επίμονο όνειρό μου
και πάντα η θάλασσα πολλά, μου λέει όταν αχεί
 Η ΠΛΩΡΗ ΜΑΣ – ΜΑΡΑΜΠΟΥ -1933


Τίποτα  στα χεράκια μου  μάνα μου δεν φτουράει
έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά
Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά.
Εμούτζωσε τη θάλασσα και την εκατουράει.
ΘΕΣΑΛΟΝΙΚΗ ΙΙ ΤΡΑΒΕΡΣΩ 1974

Στέφανος Γ Βουλγαράκης Απρίλης του ‘97

Ανατύπωση από Εκτελωνιστών κατά-θέσεις Μάιος 1997

E-mail = ggioggaras@Gmail.com

Το Blog Λογοτεχνία – Πολιτιστικά  Εκτελωνιστών δέχεται να φιλοξενήσει κείμενα συναδέλφων, αξιώματα και πολιτιστικά δρώμενα  που αναδεικνύουν τον εκτελωνιστικό πολιτισμό

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου