Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014

Ο Σαράντης ο Μεταφορέας - διήγημα γράφει ο Κωνσταντίνος Μπουγάς εκτελωνιστής 4 Αυγούστου 2014


Ο Σαράντης ο Μεταφορέας - διήγημα γράφει ο Κωνσταντίνος Μπουγάς εκτελωνιστής 4 Αυγούστου 2014

Ο Σαράντης ο Μεταφορέας
Γράφει ο Κώστας Μπούγας

Πρόλογος Γιώργος Γιωγγαράς
Οι άνθρωποι της μεταφοράς και του Τελωνείου έχουν μια λογική πράξης που τους διακατέχει. Αυτή η λογική πράξης τούς επιτρέπει να ολοκληρώνουν κάθε εργασία που αναλαμβάνουν από τους πελάτες.
Μακριά όμως δεν είναι η λογοτεχνική έκφραση αυτών των ανθρώπων, αρκεί να τους παροτρύνουμε ότι λογοτεχνία δεν είναι μόνο σαλόνια, έρωτες πάθη και πόλεμοι. Είναι και μεταφορείς και ελεγκτήρια και αποθήκες και αυτοκίνητα και διασάφηση με τις χαρές και τις λύσεις τους.
Το διήγημα αυτό έχει μια γεύση επιφανειακή ίσως, από αυτούς τους ανθρώπους της δράσης. Πάντα υπάρχει ένα Σαράντης στο λιμάνι.

Οι νεραντζιές νυφούλες ανθοστόλιστες, φόρεσαν πεισματικά και φέτος την ολόλευκη φορεσιά τους, λες και κάνουν πασαρέλα σε διαγωνισμό ομορφιάς μπροστά απ’ το μπαλκόνι μου.
Όλος ο δρόμος απ’ άκρη σ’ άκρη είναι στολισμένος απ’ τη χάρη τους, η μυρουδιά τους μου γαργαλάει τα ρουθούνια, έρχεται η άνοιξη.
Το βλέμμα μου χάνεται πότε στην αρχή και πότε στο τέλος του δρόμου, αρχίζω να ταξιδεύω πέρα απ’ τα σύνορα αυτής της πόλης. Εξάλλου νιώθω πάντα σα ……. μετανάστης αν κα μένω είκοσι χρόνια σ’ αυτό το δρόμο, σ’ αυτό το σκηνικό του παραλόγου.
Η βροντερή φωνή του Σαράντη με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Καθισμένος απέναντι στην ΕΒΓΑ του Καφήρα, πάνω σε τέσσερις καρέκλες, έχει παραγγέλλει παγωτά. Τα καταβροχθίζει λαίμαργα. Φοβάται μη σκάσει μύτη η  γυναίκα του. Όταν τρώσει το απογευματινό γεύμα, συνηθίζει να καρφώνει το βλέμμα του στο μπαλκόνι του τρίτου.
Αυτή την ώρα κρεμάει τα ημίγυμνα λευκά πόδια της η Ράνια με τις όμορφες και πληθωρικές καμπύλες.
Σήμερα ατύχησε ο φίλος μου, φαίνεται ότι το ημίγυμνο κορμί της Ράνιας, κυλίστηκε παιχνιδιάρικα περισσότερη ώρα στα ολόλευκα σατινέ σεντόνια, της απόρθητης κρεβατοκάμαράς της ….
Αφού περιπλανήθηκε η ματιά του για αρκετή ώρα, το βλέμμα του έπεσε πάνω μου, αν και του έκοβε τη θέα ένα γιούκα που ‘χα στο μπαλκόνι μου.
-Έλα κάτω φτωχέ εκτελωνιστή να σε κεράσω ένα παγωτό.
-Κράτησε τις κουβαρντοσύνες για τις ωραίες γυναίκες της γειτονιάς. Αν επιμένεις να κεράσεις, θα πιω ένα παγωμένο ουζάκι. Παράγγειλέ το στη κυρά –Μαρία κι έρχομαι.
Είμαστε κοντοχωριανοί, πηγαίναμε μαζί γυμνάσιο κι έχουμε σχεδόν την ίδια ηλικία. Ήρθαμε μαζί σ’ αυτή τη γειτονιά από τότε που μπήκα στο επάγγελμα, αυτός μένει στον πρώτο όροφο, εγώ στο δεύτερο.

«ΜΕΤΑΦΟΡΕΑΣ Ο ΣΑΡΑΝΤΗΣ»

γράφουν τα αυτοκίνητά του με μεγάλα γράμματα πάνω στην αεροτομή. Είναι εφτά ή οχτώ που περιδιαβαίνουν στο λιμάνι.
«Μεγάλος και τρανός» λένε στη γειτονιά, όμως στο λιμάνι λένε άλλα λόγια οι κακές γλώσσες.
Είναι παιδί χωρισμένων γονιών, δεμένος κα μεγαλωμένος με τη μάνα του. Ο πατέρας του ο μπάρμπα Γιάννης, ομορφάντρας με τσιγκελωτό μουστάκι, ήτανε μπερμπάντης στα νιάτα του. Του άρεσαν οι όμορφες γυναίκες αλλά και το χρήμα, προσπάθησε να τα κερδίσει και τα δύο, αλλά δεν γνωρίζω πόσο τα κατάφερε.
Παντρεύτηκε μικρός, ο Σαράντης, ήθελε να κάνει οικογένεια, να αποδείξει στον πατέρα του, ότι δεν θα πάρει το δρόμο του, πως υπάρχουν κι άλλες αξίες απ’ τις ωραίες γυναίκες. Η τύχη όμως του έστειλε τη Ρούλα, μια στριφνή Πελοποννήσια, ατάλαντη για να τιθασεύσει τον ερωτικό οίστρο του Σαράντη. Μοιραία λοιπόν ο φίλος μου, το ένα πόδι το’χε έξω από τα κρεβάτι της γυναίκας του.
Η μπαλκονόπορτα στον τρίτο όροφο άνοιξε, η Ράνια ημίγυμνη όπως πάντα με ένα καυτό σορτσάκι, που δεν έκρυβε σχεδόν τίποτα, έκανε δειλά –δειλά την εμφάνισή της. Άφησε το φραπέ καφεδάκι στο τραπέζι , κάθισε αναπαυτικά στην πολυθρόνα, άναψε τσιγάρο και τράβηξε δύο ρουφηξιές, τίναξε το μαλλί της απ’τα μάτια και αφού χαμογέλασε με νόημα μας χαιρέτησε.
Ο Σαράντης άρπαξε άλλες δύο καρέκλες, έκατσε πιο αναπαυτικά για να απολαύσει το θέαμα.
Ατυχήσαμε όμως, μας τα χάλασε ο «χωροφύλακας», κατέβηκε στην κυρά –Μαρία να πάρει γάλα για τα παιδιά. Το παίξαμε αδιάφοροι, σοβαροί, αλλά δε μασάει φτέρες η Πελοποννήσια. Μας έτριξε τα δόντια, θα’χε κρεβατομουρμούρα το βράδυ ο φίλος μου.
Το πεζοδρόμιο του Καφήρα γέμισε από παιδιά της γειτονιάς, όλα βρέθηκαν μ’ ένα παγωτό στο χέρι, κερασμένο από το Σαράντη. Ο αθεόφοβος, για να φτάσει στις μανάδες τους, έχει παχύνει πέντε έξη κιλά τα πιτσιρίκια.
Έφθασε κι ο Κυρ-Γιάννης ο πατέρας του, παράγγειλε ένα διπλό ουίσκι με παγάκια, έστριψε δύο φορές τη μουστάκα του, επιθεώρησε τα μπαλκόνια της γειτονιάς, αλλά γύρισε την πλάτη στα ωραία πόδια της Ράνιας. Είναι μάγκας, ο μπάρμπα – Γιάννης κι έχει τον τρόπο του.
Ο Σαράντης όταν δεν μιλάει για γυναίκες θα μιλάει για χρήμα, για τράκτορες, για νταλίκες. Βγάζει μάτσο τα χιλιάρικα στο τραπέζι, όταν τάχει, αλλά σαν έρθει η ώρα του ΦΠΑ ζητάει δανεικά. «Δεν έχει καλό κουμάντο, θα τα χάσει όλα» λένε οι κακές γλώσσες.
Σαν μπαίνει στον τράκτορα, γεμίζει η καμπίνα έτσι πληθωρικός που είναι. Έχει κάνει ειδική κατασκευή στο όχημα για να μπαίνει και να βγαίνει εύκολα. Πολλά είναι υπερβολικά επάνω του, μα πιο πολύ η καλωσύνη του. Σαν κατεβαίνει στο λιμάνι γίνεται χαμός, τα βάζει με όλους και με όλα, οι φωνές του ακούγονται απ’ άκρη σ’ άκρη, είναι ανεπανάληπτος.
Πήγα προχτές στη μάντρα, γινότανε χαμός όλες οι εθνικότητες παρέλασαν απ’ το τροχόσπιτο. Μου σύστησε με νήμα τις γυναίκες του γραφείου του. Απορώ τι κάνει όλος αυτός ο κόσμος και πως πληρώνεται.
Η άνοιξη περνάει γρήγορα, ο Σαράντης χαλάει περισσότερα για κεράσματα και για τις ατέλειωτες γυναίκες του, αλλά πάντα με δυσκολία πληρώνει το ΦΠΑ και τις άλλες υποχρεώσεις. Με μια μαύρη τσάντα προσπαθεί μόνιμα να βρει ζεστό χρήμα για τις υποχρεώσει της επόμενης μέρας.
Μονολογεί συνέχεια χωρίς ακροατές: «Δεν πληρώνει κανείς μετρητοίς, μας έχουν φλομώσει στα φέσια και στις επιταγές, έχει χαλάσει το λιμάνι. Χτυπάνε προς τα κάτω τις τιμές τα μεγάλα συμφέροντα, θα μας αφανίσουν όλους, μας δίνουν ένα ξεροκόμματο και λέμε ευχαριστώ».
Παρ’ όλα αυτά είναι υπέρμαχος της ελεύθερης οικονομίας, θαυμαστής της καπιταλιστικής κοινωνίας, ότι υπάρχει αριστερό επάνω του  τον ενοχλεί ακόμα και το αριστερό του χέρι.
Μια Κυριακή πρωί τον βρήκαν μισοτελειωμένο στο γραφείο του από εγκεφαλικό. Έμεινε αρκετό καιρό στο νοσοκομείο, αλλά ευτυχώς τη γλύτωσε με αρκετά προβλήματα. Ταύρος ο φίλος μου, άνοιξε τα μάτια του σαν πέρασε από μπροστά του μια όμορφη νοσοκόμα. Σύμπτωση ήταν; Δεν ξέρω…………
Την επιχείρηση την ανέλαβε ο Μπάρμπα –Γιάννης, από πού να αρχίσει και που να τελειώσει.
Κάνει μεγάλο αγώνα να γλυτώσει το γιο του απ’ τη φυλακή. Καλή τύχη μπάρμπα –Γιάννη, καλή δύναμη, καλό κουράγιο. Οι δυνατοί στα δύσκολα φαίνονται, είσαι παλιό σκαρί, θα αντέξεις τις φουρτούνες.

Ο φίλος μου ο Σαράντης τώρα παίζει με τα αυτοκινητάκια και τα Play Mobil. Κάθε απόγευμα πηγαίνει να ψωνίσει τα απαραίτητα της Πελοποννήσιας, τάχει γραμμένα όλα στο χαρτί, αλλοίμονο του αν κάνει λάθος ένα κατοστάρικο, θα τον βάλει τιμωρία ο «χωροφύλακας».
Φίλε σαν ανταμωθούμε θα σε κεράσω ένα παγετό στην ΕΒΓΑ του Καφήρα. Η Ράνια κρεμάει ακόμα τα πόδια στο μπαλκόνι  της. Πίνει το καφεδάκι την ίδια ώρα, καπνίζει το τσιγάρο και τινάζει πάντα το μαλλί της με νάζι και νόημα.
Καλότυχος φίλε Σαράντη
Θα ανταμωθούμε.
Αναδημοσίευση από το «Εκτελωνιστικό Βήμα» Ιούλιος – Αύγουστος 1999



Το Blog Λογοτεχνία – Πολιτιστικά  Εκτελωνιστών δέχεται να φιλοξενήσει κείμενα συναδέλφων, αξιώματα και πολιτιστικά δρώμενα  που αναδεικνύουν τον εκτελωνιστικό πολιτισμό

E-mail =info@bookstars.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου