Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

Αργύρης Κωστέας, ο ποιητής του Πειραιά , 5 Δεκεμβρίου 2014



Αργύρης Κωστέας, ο ποιητής του Πειραιά , 5 Δεκεμβρίου 2014



ΚΩΣΤΕΑΣ ΑΡΓΥΡΗΣ ΩΔΗ Σ' ΈΝΑΝ ΑΣΗΜΑΝΤΟ (ποιήματα). Αθήνα, Πειραϊκά Χρονικά,
1953. 8ο, σ. 16. Α' ΕΚΔΟΣΗ. Αρχικά εξώφυλλα

Μια πειραιώτικη φυσιογνωμία με πλούσια κοινωνική δράση και πνευματική ακτινοβολία, ο Αργύρης Κωστέας, ο άνθρωπος που έφυγε πρώρα και τον θρήνησε όλος ο Πειραιάς. Ποιητική ψυχή, δοσμένη σε ιδανικά, χωρίς ενδιαφέρον για τις υλικές απολαύσεις ταύτιζε την λατρεία του αρχαίου κάλους , με τη φύση και την ποίηση. Πρόεδρος σε φυσιολατρικά σωματεία συνδύαζε πάντοτε τις φυσιολατρικές , με τις πνευματικές εκδηλώσεις. Ο Πειραιάς του οφείλει πολλά, αλλά δεν είναι του παρόντος. Έχω υπ’όψη μου τέσσερες ποιητικές συλλογής του.

Την «πορεία αγάπης» 1949,
Την «Μπαλάντα της Λενιώς» 1950
Την «Ωδή σ’ ένα ασήμαντο» 1953 και
Τη «Σκαρδαμούλα» το 1956.

Ο ποιητικός λόγος απλός λυρικός, ύμνος για τη φύση και για τον άνθρωπο. Το 1965 κυκλοφόρησε τα «Εφήμερα». Στο βιβλίο αυτό έχει ο συγγραφέας συγκεντρώσει κείμενά του που, άλλα έχουν τη μορφή χρονογραφήματος, άλλα διηγήματα και άλλα μια ποιητική ροή , με επεισόδια κοινωνικού χαρακτήρα και με αναμνήσεις πικρές από την Κατοχή.

Η μοίρα δεν του επέτρεψε να γίνει συνταξιούχος και αμέριμνος να επιδοθεί στη λογοτεχνική του έφεση.

Αναδημοσίευση από τον Εκτελωνιστή 15 Δεκεμβρίου 1971




Από τα « ΕΦΗΜΕΡΑ »
Έκδοση : ΤΑ ΠΕΙΡΑΪΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ
1965
του Αργύρη Ν. Κωστέα ( 1906 – 1966 )


ΟΝΕΙΡΟ ΖΩΗΣ

Ο Λάλας ήταν λεβέντης σ’ όλη την σημασία. Κορμί, πρόσωπο, μάτια. Ήτανε και τραγουδιστής, ήταν και χορευτής, είχε και τα κτηματάκια του, γαμπρός ζηλευτός απ’ όλες τις κοπέλες του χωριού. Η μάνα του, από γενιά καλύτερη του πατέρα του τούχε προσφέρει και την αίγλη της ευγενείας, προσόν αυτό αρκετά υπολογίσιμο στον τόπο τους. Μα ο Λάλας δεν αποφάσιζε να παντρευτεί, κι εύρισκε πάντα τρόπους ν’ αναβάλλει και τέλος να ξεφύγει.
Ο Λάλας είχε τον λόγο του, που δεν ήθελε να παντρευτεί. Είχε βάλει σκοπό του ν’ αφήσει το χωριό και να σπουδάσει, ήθελε να γίνει γιατρός. Κι η παντρειά και τα παιδιά αργότερα θα γίνονταν εμπόδιο στο μεγάλο σκοπό της ζωής του. Γι’ αυτό χαλούσε της μάνας του το χατίρι, κι ας την αγαπούσε κι ας την σέβονταν πολύ. Είχε μιαν αδελφή ο Λάλας κι αρρώστησε η αδελφή του η Λενιώ. Ήταν δεν ήταν έξη χρονών, όταν αρρώστησε και σε λίγες μέρες πέθανε. Δεν είχε γιατρό το χωριό του Λάλα κι η πόλη ήταν μακριά, όπως η αδελφή του Λάλα είχαν πεθάνει χωρίς γιατρό πολλά παιδιά του χωριού του. Ο Λάλας ήθελε να σπουδάσει γιατρός, να  ’ρθεί στο χωριό του και να γιατρεύει τα παιδιά χωρίς πληρωμή έτσι για την ψυχούλα της αδελφής του.

Και μια μέρα ο Λάλας έφυγε απ’ το χωριό του, δεν είπε τίποτε σε κανέναν. Περπάτησε, περπάτησε, κι ήρθε στην Αθήνα. Μια βδομάδα ολόκληρη περπάτησε. Όπου νύχτωνε κοιμόνταν λίγο και συνέχιζε γρήγορα, λες και θά ’χανε την προθεσμία. Ήρθε στην Αθήνα, ρώτησε κι έμαθε πού είναι το Πανεπιστήμιο, και μια και δυο πήγε και παρουσιάστηκε στον πρύτανη.

« Κύριε Καθηγητά, είμαι ο Λάλας απ’ το τάδε χωριό κι ήρθα να γίνω γιατρός – γιατρός στο χωριό μου – για να γιατρεύω τα παιδιά – γιατί είχα μια αδελφούλα κι’ αρρώστησε και πέθανε… »

Γέλασε ο κ. Πρύτανης κι έδιωξε τον Λάλα, μα κείνος δεν απςλπίστηκε. Ξαναπήγε και τέλος τον συνήθισαν και δεν τον έδιωχναν, έκανε και θελήματα στους καθηγητές, κι ήταν ο πιο τακτικός «φοιτητής» της ιατρικής. Έτσι περνούσαν τα χρόνια. Κάθε καλοκαίρι έφευγε ο Λάλας για το χωριό του και τον χειμώνα ξαναγύριζε στην Αθήνα, για να συνεχίσει τα μαθήματα και να γίνει γιατρός… Τον είχαν μάθει καθηγητές, φοιτητές, υπάλληλοι του Πανεπιστημίου – τον είχαν συμπαθήσει και τον άφηναν να πιστεύει στ’ όνειρό του να γίνει γιατρός – να γιατρεύει τα παιδιά του χωριού του – γιατί είχε κι αυτός μιαν αδελφούλα. π’ αρρώστησε και πέθανε χωρίς να την δει γιατρός…

Μια ζωή ολόκληρη αφιέρωσε ο Λάλας στ’ όνειρό του – ήρθαν τα χιόνια στα μαλλιά, κι όμως εξακολουθούσε να πιστεύει, να περιμένει τον καθηγητή, που τού ’χε υποσχεθεί πως λίγο ακόμα και θα τού ’δινε το δίπλωμα.

« Ε! ανηψιέ, έφτασα στον αστράγαλο, λίγο μου μένει ακόμα, τούτη τη χρονιά το παίρνω το δίπλωμα…»

Αυτά μού ’πε όταν τον είδα για στερνή φορά. Ο Λάλας παρακολουθούσε τα πάντα κι ο καθηγητής της ανατομίας τού ’χε υποσχεθεί, πως τελείωνε κείνη τη χρονιά…

Δεν πρόφτασε όμως να πάρει το δίπλωμα ο Λάλας. Δεν πρόφτασε, γιατί κείνη την χρονιά ήταν μεγάλη δυστυχία και πολύ το κρύο, γιατί είχε πια γεράσει και δεν μπορούσε να δουλέψει. Κι έτσι αδύνατον και γερασμένο τον βρήκε ο χειμώνας ο βαρύς κι ένα πρωί άφησε την ωραία ψυχούλα του να πετάξει για το αιώνιο ταξίδι. Είχε κουλουριαστεί σε μιαν άκρη των Προπυλαίων και ’κεί ξεψύχησε. Και το χωριό του έμεινε χωρίς γιατρό και τα παιδιά πεθαίνουν… πεθαίνουν, όπως πέθανε κι η αδελφούλα του η Λενιώ, δίχως γιατρό…’’’’’  


           ΕΝΑ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ
                                     Στον Σπύρο Σαπουνά
Πλήθος σταυροί σε τούτη την πλαγιά
δείχνουν αυτούς που πέθαναν
κρατώντας το όπλο κι έτοιμοι
ανθρώπους να σκοτώσουν.

Ο ήλιος γέρνοντας αργά
να βασιλέψει
έχει βαμμένη την πλαγιά
με χρώμα κόκκινο,
και μοιάζουν στη σειρά οι σταυροί
καθένας σαν μια φλόγα.

Η πολιτεία είναι κοντά.
Η πολιτεία με τους λευκούς
μαρμάρινους εξώστες της
είναι κοντά. Τόσο κοντά
που αλοίμονο αν οι φλόγες
των σταυρών ενωθούν
για μια στιγμή
και γίνουν μια.


E-mail = ggioggaras@Gmail.com



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου