Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

Γράμμα του Γιάννη Σκαρίμπα για τους επικριτές του 15 Ιουλίου 2014




Αγαπητή μου «Εκτελωνιστική Επιθεώρηση»
Μαζί με τους χαιρετισμούς μου και τις ευχές μου για τον καινούργιο χρόνο, σας στέλνω και μιαν αντίληψή μου, πάνω στο κριτικό Σημείωμα του αγαπητού φίλου και συναδέλφου Δημοσθένη Ζαδέ, του προηγούμενου τεύχους «Γιάννης Σκαρίμπας» - ο εκτελωνιστής της Χαλκίδας». Γράφει λοιπόν, μέσα στ΄αλλα ο Ζαδές:
«Χρειάζεται μια ιδιαίτερη αισθητική φινέτσα για να κριθεί ένα έργο τέχνης, που εμφανίζει όλα τα ξαφνιάσματα που μπορεί να δεχθεί το αίσθημα ενός κριτικού ή έστω κι΄ενός απλού αναγνώστη,: απ΄την αγαναχτισμένη αποστροφή, ίσαμε την εκστατική αποδοχή το. Κι΄αυτή τη φινέτσα, μην έχοντάς την οι επικριτές του, δε μπόρεσαν ν α ………………. Αποκαλύψουν τον αληθινό Σκαρίμπα κι’ αρκέστηκαν να τον πουν χοντροκομένο χωριάτη, βωμολόχο ή τσαρλατάνο της τέχνης».
Δεν είναι ζήτημα ότι οι «καθιερωμένοι» σε μας κριτικοί είναι – ευτυχώς εκτός εξαιρέσεων – πολλαπλώς ακατάλληλα, για το λειτούργημα αυτό. Ακατάλληλο, ως επιτοπλείστον οι ίδιοι πρώην (ή και νυν και αεί) αποτυχημένοι λογοτέχνες. Ακατάλληλοι ως οι   πολλοί απ’ αυτούς μάλλον αδιάβαστοι. Ακατάλληλοι και διότι κλιμακωμένοι συναπτά και αιχμάλωτοι των δημιουργημένων συμφερόντων τους, τους είναι – κι αν τόθελαν – αδύνατον νάχουν την επιταύτα λεγόμενη καλή πίστη.
Αλλά δεν – ως Ζαδές- θα τους αδικήσω μ’ ελόγου μας. Διότι – στην περίπτωσή μου- υπάρχουν κάτι έτερα[1] εκάτερα. Και θα σας πω τώρα κάτι. Κάτι, που όσο κι’ αν τούτο αποτελεί κάποιαν περιαυτολογίαν στα πράγματα, ( ελάττωμα – εκτός από την περίπτωση αμύνης) απομένοντας, επιτέλους, σαν ιερό μου δικαίωμα, το θέλω –ας το πω έτσι: - και σαν σ τ ο ι χ ε ί ο, για την και τα – μένα (!) ποτέ, της Ιστορίας μας κρίση:
Η νεαρότατη ακόμα νεοελληνική λογοτεχνία μας τηρουμένων των αναλογιών ηλικίας παράδοσης, χώρων και εργατών της πληθύος συγκρινομένη, με τις μεγάλες λογοτεχνίες του κόσμου, συνώψισε τόσον χρόνον κατέταμε τόσες περίοδες και αξιοποίησε τόσο τα σπέρματα, ώστε να είναι ( μικρότερη – ναι κοντύτερη ακόμα, πρωτόλεια κάπως- αλλά ) άξια και επίζηλη συνβαδίτρια των τρανών αδελφάδων της.
Ότι σε τούτο το περιδιαγραμένο εμβαδόν μας, συνέβηκε, με μένα, τηρουμένων τώρα των αναλογιών …………….. απ’ την ανάποδη (στενότητα χώρου «λίγα σπίτια» «κλασσικισμός» πουριτανισμός) θα συνέβαινε σε κάθε λογοτεχνίαν, επίσης: Στην αρχή οι κριτικοί μας, ξαφνιάστηκαν – σάστισαν …………… Ύστερα, με τν κωμική περιέργεια ουραγκοτάγκου, που πιάνει – και ανασκιρτά- ένα βιολί, με πλησίασαν. Και στο πρώτο των χορδών μου τσουγκράνισμα ……. τόβαλαν οι φουκαράδες στα πόδια!. Αλλά πάσα θάμα τρεις ημέρες και το μεγάλο τέσσαρες. Οι άνθρωποί μου, ……….. πολίτες νομοταγείς και φιλήσυχοι, που ούτε το διάβολο να ιδούν ούτε το σταυρό του, να κάμουν, με "συμπαίραναν» για ……………… διαβολικό κατασκεύασμα! Και σταυροκοπιόντας, μ’ εξώρκισαν: Που κούφια κι’  άπιαστα Θε τους!. Και ξαναδόθηκαν στην, των δικών τους έργων, πρεμούρα. Τα βρίσκουν τους όλα υπέροχα. Πρωτόγραφα, επαγωγά, καθωσπρέπικα. (Τόσο που …. Οι διαβητικοί τ’ αποφεύγουν!) Και πράγματι, τα βιβλία τους, οι κρίσεις, οι λόγοι τους, μου θυμίζουν τη φοράδα του Μαρκίνα εκείνου, που είχεν όλα τα χαρίσματα του κόσμου, με ένα μόνο πολύ – πολύ μικρό μειονέχτημα: Ότι ήταν ……. Ψόφια:
Ευχαριστόντας για τη φιλοξενία
Γιάννης Σκαρίμπας
(Δημοσιεύτηκε στην «Εκτελωνιστική Επιθεώρηση τεύχος 10-11 Ιανουάριος – Φεβρουάριος 1963)



Μια εξαίρετη μορφή των νεοελληνικών γραμμάτων
Γιάννης Σκαρίμπας
(Ο εκτελωνιστής της Χαλκίδας)

Κανείς δεν μπορεί ν’ αμφισβητήσει πως ο Γιάν. Σκαρίμπας είνε μια απ’ τις πιο παράξενες κ’ ιδιόρρυθμες μορφές των νεοελληνικών γραμμάτων, στην οποία στηρίχτηκε – πριν 30 χρόνια- όχι βέβαια αβάσιμα, η ελπίδα μιας ανανεωτικής τάσης της πεζογραφίας μας. Τουλάχιστον το διήγημα, του οφείλει τόσα που καλά- καλά μήτε στον Παπαδιαμάντη θα μπορούσε να πω οφείλει, μήτε στον Καρκαβίτσα, ή άλλους  δόκιμους διηγηματογράφους μας. Μα, κ’ η ποίηση, πολλά κ’ εκείνη κέρδισε απ’ τη λυρική και παράξενη φωνή του. Όπως κ’ η νουβέλα, το μυθιστόρημα, το δοκίμιο, η κριτική. Ο Σκαρίμπας, υπήρξε ένα δαιμονικό πνεύμα, που, δέχτηκε – αν θέλετε- την επίδραση του Χάμσουν, αλλά ζύμωσε μ’ αυτήν τα δικά του βιώματα και μας πρόσφερε σ’ ορισμένες στιγμές του κάτι υπέροχα μικρά αριστουργήματα ή κάτι παράξενα, μεφιστοφελικά μυθιστορήματα, με τύπους παρανοϊκούς καμιά φορά, μα, πάντα αξιαγάπητους και βαθύτατ’ ανθρώπινους.
Είναι πολλοί κείνοι που δεν παραδέχονται πως ο Σκαρίμπας είν΄ ένας απ΄ τους δόκιμους πεζογράφους μας. Τούτο, το βάζουν από κείνο το ασύνδετο ύφος του, το θεληματικό ανακάτεμα του πιθανού με το απίθανο, την παράξενη πριμιτιβιστική πολλές φορές έκφρασή του, το στραπατσάρισμα κάθε κανόνα (αισθητικού, γραμματικού, εκφραστικού, λογικού), για χάρη της απόλυτης έκφρασης των προσωπικών του με βάση τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις του υποσυνείδητου, ενός χώρου που τόσο άνετα μπορεί να κινηθεί το σατανικό του πνεύμα και να μας περιγράψει τις σκοτεινές του πνεύμα και να μας περιγράψει τις σκοτεινές συγκρούσεις του. Όμως, τούτη η παραδοχή, είναι και άδικη για το Σκαρίμπα, και α π α ρ ά δε χ τη για την τέχνη. Ά δι κη – γιατί ο Σκαρίμπας, όταν κριθεί με τα ίδια κριτήρια που κρίνουμε κάθε άλλον λογοτέχνη, έχασε πια τα ογδόντα εκατοστά τα ομορφιάς και της μεγαλοσύνης του. Χρειάζεται μια ιδιαίτερη αισθητική φινέτσα για αν κριθεί ένα έργο τέχνης, που εμφανίζει όλα τα ξαφνιάσματα που μπορεί να δεχτεί το αίσθημα ενός κριτικού ή έστω κ’ ενός απλού αναγνώστη: απ’ την αγανακτισμένη αποστροφή, ίσαμε την εκστατική αποδοχή του. Κι αυτή τη φινέτσα, μην έχοντάς την οι επικριτές του, δε μπόρεσαν να …………..»αποκαλύψουν τον αληθινό Σκαρίμπα κι αρκέστηκαν να τον πουν χονδροκομμένο χωριάτη, βωμολόχο ή τσαρλατάνο της τέχνης. Όμως, κείνοι που τον δέχτηκαν κάπως «αποκαλυπτικά» - και που τις πιο πολλές φορές δεν είσανε καν ……….. κριτικοί περιωπής, αλλά μόνον οι καλοί αναγνώστες του, τον χάρηκαν, τον νιώσανε, τον αγάπησαν. Ο Σκαρίμπας για τη λογοτεχνία μας, φαίνεται σαν τον Καραγκιόζη σε σύγκριση με το θέατρο (αρχαίο, σαικπηρικκό και νεότερο). Ωστόσο, τούτος ο Καραγκιόζης δεν έβγαλε στο Παρίσι ασπροπρόσωπη την πατρίδα μας; Και τούτος ο Καραγκιόζης δεν αντιπροσωπεύει την αληθινή ελληνική ψυχή, σ’ όλες της τις εκδηλώσεις, πιο καλά απ’ όλη την πνευματική κουλτούρα μας: τούτος ο Καραγκιόζης δεν είνε ο βασανισμένος ελληνικός λαός, κι αυτουνού δεν εκφράζει τα μεράκια, τις ελπίδες και τα όνειρα;
Αλλ’ είναι και απαράδεκτη τούτη η παραδοχή για την τέχνη, γιατί, με τις ακρότητες του αυτές, με το σπάσιμο κάθε δεσμού, μπόρεσε έτσι να εκφράσει κείνο που οι άλλοι δε μπορούν με τις περίτεχνες και κομψές φράσεις τους: το σκοτεινό του υποσυνείδητου χώρο, στον οποίο κινείται τόσο άνετα που καταπλήσσει και ξαφνιάζει, δημιουργώντας με τις αλλεπάλληλες άλογες κι ανισόρροπες καταστάσεις, αριστουργηματικούς χαρακτήρες, ολοζώντανους ανθρώπους, που λίγο αν ψάξουμε μπορούμε να τους συναντήσουμε γύρω μας ατόφιους. Κι όλα τούτα, δίνουνται με μια Τέχνη, που πληροί όλους τους όρους για να τη πούμε – αν δεν θέλετε την έκφραση: «μεγάλη», όμως δε μπορούμε να μη την πούμε : ά ρ τ ι α: Αλλά μιαν αρτιωμένη τέχνη πως θα την έδινε ένας τεχνίτης αν δεν είταν δόκιμος;
Κείνο που πάντα εξέπληξε στα διηγήματα και τα μυθιστορήματα του Σκαρίμπα, είναι η γωνιά που βλέπει τη ζωή και τις εκδηλώσεις της. Λες και βλέπει μεσ’ από ένα πρίσμα τα πάντα, που του τα παρουσιάζει θλασμένα, ανισόρροπα, μπερδεμένα. Ο αναγνώστης βρίσκεται σε δίλημμα: πρέπει να γελάσει μπρος σε μια τέτοια θεώρηση του κόσμου μας, μεσ’ από το μάτι του κάθε μισότρελου, παρανοϊκού ήρωά του, ή πρέπει να σταθεί με δέος μπροστά τους; Αισθάνθηκα να βρίσκομαι στην ίδια θέση καθώς παρακολούθησα τη δράση των Σκαριμπικών ηρώων, σαν όταν βρέθηκα μπροστά στους τροφίμους ενός ψυχιατρείου: με την ψυχή γιομάτη οίκτο, φρίκη, πόνο κι αγάπη, άμετρη αγάπη, γι’ αυτά τα δυστυχισμένα πλάσματα, που κατακομματιάζουν την ψυχή τους με το μαχαίρι μιας ανελέητης ειμαρμένης μπροστά στα μάτια μας, σα να θέλουν να μας διδάξουν πόσο μηδαμινή είν’ η απόσταση που χωρίζει την τρέλα, απ’ τη σοφία, σα να θέλουν να μας πείσουν, πως μόνον έτσι, μοιράζοντας την ψυχή μας φέτες στους πεινασμένους συνανθρώπους, θα βρούμε τη λυτρωτική διέξοδο. Έτσι την ίδια στιγμή που σου ‘ρχεται να γελάσεις με τους Σκαριμπικούς ήρωες, την ίδια – ακριβώς – στιγμή, αισθάνεσαι έναν κόμπο να σε πνίγει στο λαιμό κ’ ενώ το στόμα σου μισάνοιξε για ένα σπαρταριστό γέλιο, στράβωσε σ’  ένα μορφασμό κ’ ετοιμάστηκε να κλάψει, ενώ ταυτόχρονα στα μάτια σου φυτρώσανε δάκρια.
Λοξοί, λοιπόν, οι ήρωες του Σκαρίμπα; Όποιος τολμά, ας το βεβαιώσει αναντίρρητα. Εγώ θα τους πω όχι λοξούς: μα πονεμένους, ξεκομμένους απ’  το σύνορο, μοναχικούς και μοναδικούς – ίσως- και γι αυτό προνομιούχους. Ανθρώπους που έχουν γυρισμένα τα μάτια τους μέσα τους πάντα, που δεν τα υψώσανε ποτέ στον ουρανό, γιατί ξέρουν πως εκεί δεν υπάρχει κανείς να τους βοηθήσει. Πορεύονται πάντα μονάχοι τους, αγκαλιασμένοι με τα όνειρα και τις φαντασιώσεις τους, αγκαλιασμένοι με τα όνειρα και τις φαντασιώσεις τους, οδηγημένοι απ’  την τυφλή δύναμη κάποιου ανελέητου πεπρωμένου.
Στην πραγματικότητα, όλοι τούτοι οι Σκαριμπικοί ήρωες, είναι: ΕΝΑΣ, και μόνον ένας. Ο ίδιος ο Σκαρίμπας, η Ζαλούχου, στο «Μαριάμπα» του λέει: «Είναι περίεργο το πώς τα περιδινίζετε όλα. Με ζαβό διαβάτη την ύλη στα χέρια σας, ιχνογραφίζετε το θείο σχέδιο της λόξας ……..». αλλά, τι παραπάνω έκανε ο Μαριάμπας απ’ τον ίδιο το Σκαρίμπα, που γράφει σ’ ένα γράμμα του, δίχως καν να υποψιάζεται πως τα «περιδινίζει» όλα: «Την περιμένουμε (πρόκειται για κάποιο πρόσωπο) νάρθει στη Χαλκίδα τα Χριστούγεννα, να μείνει μαζί μας ως την Κυριακή του Θωμά(!)». Κε όταν ακόμα δεν κάνει Τέχνη ο Σκαρίμπας ζει και συμπεριφέρεται, μιλάει, σκέπτεται κ’ ενεργεί, όπως ένας απ’ τους ήρωές του. Μπορεί ν’ ανακατεύει τα πάντα, να γεφυρώνει το χρόνο, να διαλύει ή να συνθέτει δικούς του φυσικούς νόμους, κατά πως απαιτεί η δημιουργική του μανία.
Ο Σκαρίμπας, ακόμα, «ταυτίζεται» με τους ήρωές του και γι’ αυτό δίνει τύπους τόσο ζωντανούς κι αθάνατους, σαν το Μαριάμπα, όλους τους Γιάννηδες των διηγημάτων του, τον Αντώνη Σουρούνη, τον Αντώνη Ταπιάγκα του «Βατερλώ», το δόκιμο του «Σταυρού του βορρά» και τόσους άλλους τύπους. Αλλά κ’ η γλώσσα του, είν’ εν απ’ τα θαυμασιότερα μέσα της λαμπρής του δημιουργίας, Σπινθηροβόλα, πλούσια, αδρή, άλλοτε σφυρίζει σα φίδι, συστρέφεται για να ειρωνευτεί, με κείνη τη γνώριμη πια, καυστική του ειρωνεία, τους πάντες και τα πάντα, άλλοτε βουερή, σα ρομφαία, στολισμένη με χίλιους τόνους, ποικιλμένη με τα πιο εξαίσια χρώματα, αραβουργεί ένα Λόγο υπέροχο, θεσπέσιο, ένα Λόγο που παρασύρει, εκστασιάζει, υποβάλλει και μαγνητίζει. Σπάνια συναντούμε σε λογοτέχνη λόγο με τέτοιον πλούτο λέξεων. Μόνο ο Καζαντζάκης τον ξεπερνάει. Αλλά κι’ ο Σκαρίμπας έχει σαν μέλισσα συλλέξει ένα εκπληκτικό πλήθος λέξεων, απ’ το λεξιλόγιο των ανθρώπων του λαού, των οποίων μας ιστορεί τις απαντοχές, τις χαρές και τις λύπες τους.
Δημοσθένης Ζαδές Εκτελωνιστική Επιθεώρηση Σεπτέμβριος –Οκτώβριος 1982


[1] Ο εκτελωνιστής Σκαρίμπας χρησιμοποιεί λογοτεχνικά τη λέξη «έτερα» που επαναλαμβάνεται μόνιμα στις δασμολογικές κλάσεις του ελληνικού δασμολογίου.


Το Blog Λογοτεχνία – Πολιτιστικά  Εκτελωνιστών δέχεται να φιλοξενήσει κείμενα συναδέλφων, αξιώματα και πολιτιστικά δρώμενα  που αναδεικνύουν τον εκτελωνιστικό πολιτισμό

E-mail =info@bookstars.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου