Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Γεράσιμος Τσάκαλος , εκτελωνιστής, το χρονογράφημα , Άνθρωποι δίχως όνομα , 18 Σεπτεμβρίου 2014


Γεράσιμος Τσάκαλος , εκτελωνιστής, το   χρονογράφημα , Άνθρωποι δίχως όνομα , 18 Σεπτεμβρίου 2014

 Ένα του Μυθιστόρημα 




Ένα κυριακάτικο δειλινό, πήρα το γυιό μου από το χέρι για να πάμε μια βόλτα ως το Τουρκολίμανο. Μέρες μού ζητούσε να τον σεργιανίσω λίγο στοην ακροθαλασσιά.
-Πατερούλη, πάμε να δω τις βάρκες- μούλεγε- πάμε να δω τα ψαράκια στη θάλασσα.
-Να σε πάω παιδί μου.
Και παίρνοντάς τον απ’ το χεράκι, κατεβήκαμε στο γραφικό Τουρκολίμανο. Ήταν η ώρα που η πορτοκαλιά μάζα του ήλιου, έπαιρνε μια ρόδινη ντροπαλοσύνη, λες κι’ ο αφέντης τ’ ουρανού, μη μπορώντας ν΄αντέξει όλες τις ασκήμιες της μέρας, έγερνε να κρυφτεί πικραμένος, προς τη δύση …..
Αυτούς όμως του συλλογισμούς μου διέκοψε απότομα η φωνή του παιδιού μου, που κοίταζε ξαφνιασμένο όλα τα γύρω του πράγματα και τις εικόνες.
-Πατέρα, για κοίτα μια άμορφη βάρκα!
-Ποια βάρκα, παιδί μου;
-Να, πατέρα, αυτή εκεί, κι’ αυτή, κι’ εκείνη. Φώναζε χαρούμενα δείχνοντας με το χεράκι του τα κατάλευκα κότερα, που σαν κοπάδι κουρασμένων γλάρων ησύχαζαν στα ριγηλά νερά του μικρού λιμανιού.
-Πατέρα τα είδες;
-Τα βλέπω, παιδί μου, μα δεν είναι βάρκες αυτά, είναι κότερα. Μπορεί μέσα σ’ αυτά να είναι και το κότερο τ’ αφεντικού μου.
Χρειάστηκε αρκετή ώρα να του εξηγήσω τι είναι αυτά τα κότερα και ποιοι είναι οι «κυβερνήτες» των.
Λίγο πιο πέρα δυό βαρκούλες παραγαδιάρικες κινήσανε την περιέργεια του παιδιού.
-Αυτή, πατέρα, είναι βάρκα ε; Κι’ εκεί πίσω τι γράφει;
-Ναι, αυτή είναι βάρκα. Κι εκεί πίσω γράφει τ’ όνομά της.
-Και πως την λένε; Ρώτησε πάλι ο μικρός.
-Τι λένε «Χαραυγή»!
-Την άλλη, εκεί κάτω;
-Εκείνη την λένε «Σαΐτα».
-Πατερούλη, όλες οι βάρκες έχουν όνομα;
-Ναι του απάντησα, κουρασμένος από τις πολλές ερωτήσεις του.
Συνεχίζοντας τον περίπατό μας, συναντηθήκαμε μ’ ένα καλό φίλο, ελεγκτή του Τελωνείου.
-Γεια σου, κ. Παπαδόπουλε, με την παρέα σου, μας λέει, καθώς έρχεται κοντά μας.
Χάιδεψε ύστερα λίγο το μικρό και τον ρώτησε;
-Πως σε λένε, μπέμπη;
Ο μικρός κάρφωσε τα μάτια του στον κ. Ελεγκτή, έκπληκτος και παραξενεμένος και του απαντά:
-Με λένε Γιάννη Τσάκαλο!
Τότε ο κ. Ελεγκτής, παραξενεμένος κι’ αυτός με την σειρά του επανέλαβε απορημένα και μηχανικά:
Τσάκαλος; ……. και χαιρετώντας μας ευγενικά, συνέχισε το δρόμο του. Δεν θα μπορούσε, ασφαλώς να εξηγήσει τα μυστήρια της σημερινής ζωής. Και θ’ αναρωτιόνταν ο άνθρωπος : «Τσάκαλος; Ο γυιός Τσάκαλος κι ο πατέρας Παπαδόπουλος; Πως γίνεται;»
Μόλις μείναμε πάλι οι δυό μας- εγώ και ο γυιός μου- με ρωτά επίμονα ο μικρός.
-Γιατί, πατερούλη μου, αυτός ο κύριος σε είπε Παπαδόπουλο;
Κι άρχισα να του εξηγώ και να του λέω πως φωνάζουν τον πατέρα του  Παπαδόπουλο, γιατί έτσι λένε τον εργοδότη του. Κι’ αιτία η σφραγίδα, η σφραγίδα που δεν την έχει ο μπαμπάς του, αλλά την έχει ο κ. Παπαδόπουλος. Γι’ αυτό κι’ ο μπαμπάς του δεν έχει στην αγορά δικό του όνομα, όπως δεν έχει κανένας άλλος βοηθός Εκτελωνιστού, που σφραγίζουν με τον ιδρώτα τους το όνομα κάποιου άλλου.
-Πατέρα, αυτό δεν το καταλαβαίνω. Πως μπορείς να μην έχεις δικό σου όνομα, αφού σε λένε Τσάκαλο. Εδώ ακόμα κι’ οι βάρκες έχουν όνομα!
-Ακόμα κι οι βάρκες – ε!
-Ακόμα κι’ οι βάρκες – επανέλαβα μηχανικά – έχεις δίκιο παιδί μου.
Αυτό, ως   τώρα δεν τόχα σκεφθεί. Ακόμα και οι βάρκες έχουν όνομα! Τον χάιδεψα στο κεφάλι και τον πήρα από το χεράκι να συνεχίσουμε τον περίπατό μας.

Γεράσιμος Τσάκαλος
Αναδημοσίευση από τον «Βοηθό Εκτελωνιστή» φύλλο 112 Ιούνιος 1965


Το Blog Λογοτεχνία – Πολιτιστικά  Εκτελωνιστών δέχεται να φιλοξενήσει κείμενα συναδέλφων, αξιώματα και πολιτιστικά δρώμενα  που αναδεικνύουν τον εκτελωνιστικό πολιτισμό

E-mail = ggioggaras@Gmail.com




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου